Για δύο δεκαετίες, η Judy Buenoano ζούσε ελεύθερη και ωραία, παρά τα ειδεχθή εγκλήματά της.
Είχε δολοφονήσει βλέπετε τον άντρα και τον εραστή της, ακόμα και τον ίδιο της τον γιο, κι όλα αυτά για να βάλει στο χέρι τις αποζημιώσεις της ασφαλιστικής.
Τόσο στο απυρόβλητο των διωκτικών αρχών πίστεψε πως ήταν που έβαλε κάποια στιγμή βόμβα στο αμάξι του τελευταίου της εραστή. Αυτό όμως έμελλε να είναι το μεγάλο λάθος της ζωής της.
Ως serial killer δικάστηκε. Μπορεί να μην είχε τη δολοφονική παραγωγικότητα άλλων κατά συρροή δολοφόνων, έμεινε ωστόσο διαβόητη για το ενοχλητικό γεγονός ότι σκότωνε τους κοντινούς της ανθρώπους.
Έπειτα από κάθε φόνο έβλεπε μάλιστα το σύστημα να την επιβραβεύει με χιλιάδες δολάρια. Ζούσε τη μεγάλη ζωή με τα ματωμένα λεφτά και κανείς δεν την υποπτεύθηκε ποτέ και για τίποτα.
Μόνο όταν εξερράγη μυστηριωδώς το αυτοκίνητο του αρραβωνιαστικού της το 1983 θα έμπαινε στο ραντάρ της αστυνομίας.
Μέχρι το 1985 πολλά και εξόχως τραγικά πράγματα θα είχαν έρθει στο φως για τη γυναίκα που ονόμασαν «Μαύρη Χήρα». Ήταν η απληστία της αυτή που όπλιζε κάθε φορά το χέρι της, μια απληστία που όρια δεν γνώριζε.
Όταν την εκτέλεσαν, θα έγραφε μάλιστα και Ιστορία: ήταν η πρώτη θανατοποινίτισσα που εκτελούνταν στη Φλόριντα εδώ και 150 χρόνια. Αλλά και η πρώτη γυναίκα που θα πέθαινε στην πολιτεία στην ηλεκτρική καρέκλα.
Αυτή είναι η αδιανόητη ιστορία της.
Τα πρώτα χρόνια της Judy Buenoano
Η γυναίκα που θα γινόταν γνωστή ως Judy Buenoano γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1943 σε κωμόπολη του Τέξας ως Judias Welty. Η μικρή έχασε τη μαμά της σε ηλικία 4 ετών και έζησε τα παιδικά της χρόνια από σπίτι συγγενών σε σπίτι συγγενών και ανάδοχες οικογένειες κατόπιν.
Αργότερα θα ισχυριζόταν πως είχε υποστεί σωματική και σεξουαλική κακοποίηση σε κάποιες από τις οικογένειες που είχε περάσει.
Η ζωή της φάνηκε να επανέρχεται σε μια κανονικότητα όταν σε ηλικία 10 ετών πήγε να ζήσει με τον βιολογικό της πατέρα και τη νέα του σύζυγο στο Νέο Μεξικό.
Παρά τα χαμένα χρόνια, κατάφερε να τελειώσει τη βασική εκπαίδευση, έμεινε όμως έγκυος στα 17 της. Και το 1961 γέννησε τον γιο της, Michael. Αγνώστου πατρός, δηλώθηκε στο ληξιαρχείο.
Με ένα νεογέννητο στην αγκαλιά, γνώρισε έναν σμηνία της Πολεμικής Αεροπορίας, κάποιον James Goodyear, και μέχρι τον επόμενο χρόνο θα ήταν παντρεμένη μαζί του.
Λίγα χρόνια αργότερα, η οικογένεια υποδέχτηκε άλλα δύο παιδιά, τον James και την Kimberly. Τα τέλη της δεκαετίας του 1960 θα βρουν την οικογένεια να ζει στο Ορλάντο της Φλόριντα. Εκεί υπηρετούσε πλέον ο σύζυγος, σε αεροπορική βάση, πριν πάει να πολεμήσει για κάναν χρόνο στο Βιετνάμ (1971).
Ο βετεράνος επιβίωσε από τις κακουχίες και επέστρεψε υγιής και γερός, κάτι παράξενο άρχισε ωστόσο να συμβαίνει με τον ερχομό του στο σπίτι τον Μάιο. Υπέφερε από μια πληθώρα περίεργων συμπτωμάτων. Μέχρι τον Σεπτέμβριο θα ήταν νεκρός.
Η χαροκαμένη χήρα εισέπραξε 28.000 δολάρια από την ασφάλεια ζωής του στρατιωτικού και άλλα 64.000 δολάρια σε βοηθήματα από το ταμείο των βετεράνων του Βιετνάμ.
Η Μαύρη Χήρα γεννιέται
Με το κομπόδεμα που της άφησε ο μακαρίτης, η Buenoano μετακόμισε με τα παιδιά της στην ηλιόλουστη Φλόριντα. Εκεί γνώρισε το 1972 τον νέο άντρα της ζωής της, κάποιον Bobby Morris.
Ο Morris ήθελε να μετακομίσει στο Κολοράντο και η Buenoano τον ακολούθησε με χαρά. Λίγα χρόνια όμως μετά, εμφάνισε κι αυτός μυστηριώδη συμπτώματα. Αν κάποιος παρακολουθούσε, θα έβλεπε πως ήταν ανατριχιαστικά ίδια με αυτά που είχε βιώσει ο Goodyear.
Και σαν τον πρώτο της άντρα, ως το 1978 ο σύντροφος θα ήταν νεκρός. Ξανά η ιατροδικαστική έκθεση έκανε λόγο για ανακοπή καρδιάς.
Σύμφωνα με το οικογενειακό δίκαιο της πολιτείας, η Buenoano ήταν η νόμιμη δικαιούχος και εισέπραξε τα λεφτά από τις 3 ασφάλειες ζωής που είχε ο δεύτερος μακαρίτης. Και μετακόμισε και πάλι στη Φλόριντα.
Αυτή τη φορά φρόντισε ωστόσο να αλλάξει το επίθετό της, κάνοντάς το «Buenoano», μια κακή ισπανική μετάφραση του «Goodyear».
Την επόμενη χρονιά (1979) ο μεγάλος της γιος μπήκε στον στρατό. Και για άλλη μια φορά άρχισε κι αυτός να υποφέρει από παράξενα συμπτώματα. Ο Michael έπεσε βαριά άρρωστος. Αυτή τη φορά όμως οι γιατροί πρόλαβαν να βγάλουν διάγνωση.
Ο νεαρός είχε δηλητηριαστεί με αρσενικό, μια τραγική κατάσταση που επηρέασε τα χέρια και τα πόδια του. Αναγκάστηκε να φύγει από τον στρατό και μπορούσε πια να περπατήσει μόνο με βαριά μεταλλικά υποστηρίγματα.
Τον επόμενο χρόνο η μαμά προσφέρθηκε να πάει τον παραπληγικό γιο της μια βόλτα σε ένα ποτάμι για να κάνουν κανό. Το κανό ανατράπηκε όμως. Εκείνη κολύμπησε ως τη στεριά και σώθηκε. Εκείνον τον κατάπιε το νερό εξαιτίας του βάρους των υποστηριγμάτων.
Πνιγμό έγραψε ο ιατροδικαστής και η τραγική μάνα ήταν ξανά εκεί για να βάλει στο χέρι τα νέα λεφτά από τη δική του ασφάλεια ζωής…
Το μοιραίο λάθος
Μέχρι τώρα ο modus operandi της Buenoano ήταν ήσυχος και βασανιστικός. Τους άντρες της ζωής της τους είχε ποτίσει αρσενικό και τον γιο της τον έπνιξε σε μια απομονωμένη περιοχή.
Η επόμενη φορά που θα προσπαθούσε όμως να σκοτώσει κάποιον δεν θα ήταν εξίσου γαλήνια. Και θα έφερνε τις διωκτικές αρχές στο κατόπι της.
Μετά τον θάνατο του γιου της λοιπόν, η Buenoano άρχισε να βγαίνει με ένα νέο φλερτ, τον John Gentry. Στον οποίο έκανε σίγουρα εντύπωση η πρώτη φορά που την είδε: «Η Judy στεκόταν στο μπαρ, ντυμένη όλη στα μαύρα. Φορούσε μαύρα πολύ συχνά. Στην πραγματικότητα, ψυχολογικά, νομίζω πως αυτό λέει πολλά για κείνη».
Η Buenoano έπεισε τον μελλοντικό της αρραβωνιαστικό ότι έπρεπε απαραιτήτως να κάνουν ασφάλειες ζωής και δικαιούχος να είναι ο ένας για τον άλλο. Αν κάτι του συνέβαινε, η Buenoano θα εισέπραττε 500.000 δολάρια. Ήταν ώρα η Μαύρη Χήρα να πιάσει δουλειά.
Αρχικά προσπάθησε να τον φάει δίνοντάς του «βιταμίνες C» όταν εκείνος κρυολόγησε κάποια στιγμή. Τα χάπια τον έκαναν να πέσει βαριά άρρωστος, ευτυχώς όμως γι’ αυτόν αναγκάστηκε να πάει στο νοσοκομείο για τα συμπτώματά του.
Στο νοσοκομείο θα επέστρεφε όμως σύντομα. Σαν από θαύμα γλίτωσε από τη βόμβα που είχαν φυτέψει στο αυτοκίνητό του το 1983. Μια βομβιστική απόπειρα δεν θα μπορούσε ωστόσο να περάσει στα ψιλά στη μικρή επαρχιακή πόλη. Η αστυνομία ενδιαφέρθηκε να μάθει τι και πώς.
«Η Judy έπρεπε να είχε σταματήσει έναν θάνατο πριν», είπε χαρακτηριστικά ο Ted Chamberlin, αστυνομικός επιθεωρητής της κωμόπολης όπου ζούσε η Buenoano, «αν άφηνε ήσυχο αυτόν τον τελευταίο σύντροφο, πιθανότατα θα την είχε γλιτώσει και από τους άλλους φόνους».
Ο Chamberlin πήρε πατριωτικά την εξιχνίαση της υπόθεσης και σύντομα βρέθηκε στα ίχνη της γυναίκας. Οι φίλες της είπαν στον ντετέκτιβ πως ήδη από τα τέλη του 1982 τους έλεγε πως ο αρραβωνιαστικός της έπασχε από ανίατη ασθένεια και ήταν στα τελευταία του.
Πριν τη συλλάβει, ζήτησε την εκταφή συζύγου και γιου και αποκαλύφτηκε πως και οι δυο τους ήταν θύματα δηλητηρίασης με αρσενικό.
Το τέλος της Μαύρης Χήρας
Η Buenoano κρίθηκε ένοχη το 1984 για την απόπειρα δολοφονίας του Gentry. Όσο εξελισσόταν η δίκη, η αστυνομία ανέσυρε αποδείξεις και για τα άλλα κακουργήματά της. Σύντομα θα την καταδίκαζαν για τον φόνο του άντρα και του γιου της.
Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 12 ετών για τον Gentry, σε ισόβια κάθειρξη για τον γιο και σε θανατική ποινή για τον άντρα της.
Όσο γίνονταν αυτά, η εισαγγελία του Κολοράντο κατάφερε να τη δέσει και με τον φόνο του Morris, αποφάσισε ωστόσο να μην ασκήσει διώξεις καθώς είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο στη Φλόριντα.
Η πολύκροτη υπόθεσή της έπεισε τις αστυνομικές αρχές σε διάφορες πολιτείες να ξανανοίξουν κάποιους φακέλους και τα ευρήματα ήταν ανατριχιαστικά.
Η Buenoano φάνηκε ότι είχε σχέση με μια υπόθεση ανθρωποκτονίας στην Αλαμπάμα το 1974, αλλά και τον μυστηριώδη θάνατο ενός ακόμα συντρόφου της.
Η εκταφή της σορού του Gerald Dossett έδειξε ξανά ίχνη από δηλητηρίαση με αρσενικό και πάλι όμως δεν ασκήθηκαν νέες διώξεις, καθώς ήταν ήδη θανατοποινίτισσα.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε αμφιβολία για την εγκληματική της δράση, η ίδια δεν ομολόγησε ποτέ τις δολοφονίες. Ούτε έδειξε οποιοδήποτε διάθεση για μεταμέλεια.
Δεν είπε τίποτα ακόμα και όταν αποδείχτηκε πως οι «βιταμίνες» που τάιζε τον αρραβωνιαστικό της περιείχαν αρσενικό και παραφορμαλδεΰδη.
Η σκληρή αδιαφορία της ανάγκασε τον εισαγγελέα της κομητείας, Russell Edgar, να της χαρίσει το παρατσούκλι της: «Είναι σαν τη μαύρη χήρα», είπε στη δικαστική αίθουσα, «τρέφεται με τους συντρόφους και τα μικρά της».
Η θανατοποινίτισσα άσκησε έφεση κατά της απόφασης, αλλά την έχασε. Κι έτσι στις 30 Μαρτίου 1998 έφαγε το τελευταίο της γεύμα. Η 54χρονη ζήτησε βραστά λαχανικά, φρέσκιες φράουλες και τσάι.
Στις 7:00 το πρωί την έδεσαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Ως τις 7:13 θα ήταν νεκρή. Ακόμα και τότε αρνήθηκε να παραδεχτεί τους φόνους. Όταν τη ρώτησαν αν είχε κάτι τελευταίο να πει, εκείνη αποκρίθηκε αδιάφορα: «Όχι, κύριε».
Πέθανε όπως είχε ζήσει, ήσυχα. Μόνο που κάτω από την αδιατάρακτη επιφάνεια κρυβόταν ένα ένοχο μυστικό.