Πώς διευθυντής κρατικής κλινικής έπαιρνε φακελάκι – Τον έπιασαν οι κάμερες, ζητούσε 1.500 ευρώ

φακελάκι

Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας ζητάει από το Συμβούλιο της Επικρατείας να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή της στέρησης αποδοχών 8 μηνών που έχει επιβληθεί σε 65χρονο διευθυντή Καρδιοχειρουργικού Τμήματος μεγάλου κρατικού νοσοκομείου, αφενός λόγω του συστηματικού χρηματισμού του από ασθενείς και συγγενείς ασθενών και αφετέρου εξαιτίας της υπερκοστολόγησης υγειονομικού υλικού προς όφελος εταιρείας υγειονομικού υλικού και να απολυθεί οριστικά ο γιατρός.

Από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., τον Σεπτέμβριο του 2020, συνελήφθη συντονιστής διευθυντής Καρδιοχειρουργικού Τμήματος αθηναϊκού κρατικού νοσοκομείου για δωροληψία. Προηγουμένως είχε σταλεί έγγραφη καταγγελία στην ΕΛ.ΑΣ. στην οποία αναφερόταν ότι καμία χειρουργική επέμβαση δεν γινόταν αν δεν αποφάσιζε ο συγκεκριμένος γιατρός, με οικονομικά και όχι ιατρικά κριτήρια, να βρει κρεβάτι ασθενής στην καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου και ότι χρησιμοποιεί υπερκοστολογημένο υγειονομικό υλικό με προμήθειες μόνο από συγκεκριμένη εταιρεία ιατρικών προϊόντων.

Κατόπιν αυτού εκδόθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και η καταγραφή δραστηριοτήτων με συσκευές ήχου και κάμερες στον χώρο του γραφείου του στο νοσοκομείο.

Από τηλεφωνικές συνομιλίες μόνο δέκα ημερών προέκυψε ότι αντιδήμαρχος δήμου της Λακωνίας και δύο άλλοι ιδιώτες τού έστελναν ασθενείς «με καλή οικονομική κατάσταση» για να τους χειρουργήσει και του ανέφεραν τι ύψους «φακελάκι» θα πάρει. Ενδεικτικά, καταγράφηκε περίπτωση κατά την οποία ο εν λόγω αντιδήμαρχος, όταν ενημέρωνε τον γιατρό για τον πελάτη που του έστελνε, του έλεγε ότι «έχουν χρήματα να δώσουν», ενώ άλλος προμηθευτής πελατών είπε στον ασθενή που επρόκειτο να χειρουργήσει ο γιατρός, να του δώσει 1.000-1.500 ευρώ για την επέμβαση.

Από τις κάμερες προέκυψε ότι ιδιώτες, κατά κανόνα συγγενείς ασθενών, έμπαιναν στο γραφείο του και παρέδιδαν στον γιατρό φακέλους με άγνωστα χρηματικά ποσά σε μετρητά, ενώ άλλοι έβγαζαν από την τσέπη του παντελονιού ή του πουκαμίσου τους χρηματικά ποσά και τα έβαζαν στην τσέπη της ιατρικής του μπλούζας. Καταγράφεται ακόμη στις κάμερες σωρεία περιπτώσεων συγγενών ασθενών που είχαν χειρουργηθεί και από την τσάντα τους έβγαζαν φακέλους και τους τοποθετούσαν πάνω στο γραφείο του γιατρού και εκείνος στη συνέχεια τους έβαζε στην τσέπη του. Αυτοί περιείχαν από 100 έως 2.000 ευρώ, χωρίς ωστόσο να έχει προσδιοριστεί έως τώρα το ακριβές ύψος τους.

Μάλιστα, σε καταγεγραμμένες συνομιλίες του φέρεται ότι προχωρούσε σε ύποπτες συνεννοήσεις με προμηθευτές υγειονομικού υλικού.

Την ημέρα της σύλληψης του γιατρού, στο γραφείο του βρέθηκε ένας λευκός φάκελος με 2.000 ευρώ, ενώ στο πορτοφόλι του βρέθηκαν 1.570 ευρώ. Στο γραφείο του υπήρχε «πλήθος χάρτινων φακέλων λευκού χρώματος, διαφορών μεγεθών» χωρίς στην εξωτερική πλευρά τους να αναγράφεται κάτι. Στην έρευνα που διενεργήθηκε στο σπίτι του, παρουσία εισαγγελέα, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 50.780 ευρώ και 4.845 δολάρια, καθώς και πλήθος χάρτινων λευκών φακέλων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διάλογος που είχε ο καρδιολόγος με συνάδελφό του που του έστελνε πελάτη-ασθενή.

Καρδιολόγος: Δεν μου λες πόσα να της πω.
Γιατρός: Ο,τι θέλεις εσύ, κανόνισέ το εσύ.
Καρδιολόγος: Ωραία θα της πω ενάμισι (σ.σ.: 1.500 ευρώ).
Γιατρός: Εντάξει, εντάξει.

Το Κεντρικό πειθαρχικό συμβούλιο του ΕΣΥ, στο οποίο παραπέμφθηκε ο καρδιοχειρουργός, αποφάνθηκε ότι δεν θεμελιώνεται από πουθενά ότι ο γιατρός ζητούσε κατά σύστημα και ελάμβανε χρήματα. Ετσι δεν ενήργησε με δόλο προκειμένου να αποσπάσει χρήματα από τους ασθενείς.

Αντίθετα, «προκύπτει ότι χωρίς αυτός να ζητήσει χρήματα, δέχθηκε σε κάποιες περιπτώσεις χρηματικά ποσά από ασθενείς του». Ετσι, κρίθηκε ότι δεν διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα «της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου». Στη συνέχεια το Πειθαρχικό Συμβούλιο σημειώνει ότι η μη άρνηση του γιατρού να λάβει χρήματα που δινόντουσαν «με πρωτοβουλία των ασθενών ως έκφραση ευγνωμοσύνης» συνιστά «αναξιοπρεπή και ανάρμοστη συμπεριφορά εντός της υπηρεσίας» και του επέβαλε ποινή προστίμου στέρησης αποδοχών 8 μηνών.

Παράλληλα, μετά την αυτόφωρη σύλληψή του παραπέμφθηκε να δικαστεί για το αδίκημα «της δωροληψίας υπαλλήλου κατ’ επάγγελμα», ενώ ο ίδιος αρνείται όλες τις κατηγορίες.

Στο μεταξύ, αυτεπάγγελτα ασκήθηκε σε βάρος της συζύγου του καρδιολόγου ποινική δίωξη για «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δωροληψίας υπάλληλου τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα».

Την ίδια στιγμή, με διάταξη του Χαράλαμπου Βουρλιώτη, προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματική Δραστηριότητα (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος) απαγορεύτηκε το άνοιγμα θυρίδας που διατηρούσε η σύζυγος του καρδιολόγου σε τράπεζα. Τελικά, με βούλευμα αποφασίστηκε να μην ασκηθεί δίωξη σε βάρος της γυναίκας του.

Μετά την πειθαρχική ποινή ο καρδιοχειρουργός συνέχισε να απασχολείται κανονικά στο κρατικό νοσοκομείο, από τον περασμένο Απρίλιο. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, όμως, παρενέβη η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, η οποία προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ζητώντας να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή που έχει επιβληθεί στον γιατρό του ΕΣΥ και να του επιβληθεί η ποινή της οριστικής απόλυσης.

Η Αρχή υποστηρίζει ότι ο εν λόγω γιατρός ζημίωσε το Ελληνικό Δημόσιο, αφενός από την υπερκοστολόγηση υγειονομικού υλικού μέσω συνεργάτη εταιρείας ιατρικών ειδών και αφετέρου από τον «συστηματικό χρηματισμό του από ασθενείς και συγγενείς αυτών».

Η Αρχή υποστηρίζει στην αίτησή της στο ΣτΕ ότι μη νόμιμα επιβλήθηκε η ποινή της στέρησης αποδοχών 8 μηνών και ζητάει να του επιβληθεί η προσήκουσα ποινή της οριστικής απόλυσης.

Πηγή: protothema.gr

Exit mobile version