Η πρώτη σκέψη που έκανε τον ∆εκέµβριο του 1969, όταν βγήκε στο λιµάνι του Μπρίσµπεϊν της Αυστραλίας, ήταν ότι θα δουλέψει σκληρά για δύο χρόνια, θα µαζέψει χρήµατα για τo εισιτήριο του πλοίου και θα επιστρέψει στην αγαπηµένη του Ρόδο.
Τελικά, τα δύο χρόνια έγιναν 31 πριν έρθει η ώρα για την επιστροφή του προέδρου του Πανροδιακού Συλλόγου «Κολοσσός», Γιάννη Γιωργάτζη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Ήταν τρεις δεκαετίες νοσταλγίας για το νησί του, αφού ποτέ δεν κατάφερε να αισθανθεί πραγµατικά Αυστραλός, και αναµονής για τη µεγάλη επιστροφή.
Πλέον καταφέρνει να ταξιδεύει στη Ρόδο κάθε δύο χρόνια και να ζει για λίγους µήνες στο σπίτι που αγόρασε. «Πληρώνω και τα χαράτσια στην Εφορία και είµαι µια χαρά» λέει χαµογελώντας.
Η ιστορία του Γιάννη Γιωργάτζη είναι µια από τις χιλιάδες ιστορίες ξενιτιάς των Ελλήνων, των δεκαετιών του 1950 και το 1960.
Ωστόσο, στη συγκεκριµένη περίπτωση τα κριτήρια δεν ήταν µόνο οικονοµικά.
Άλλωστε, ο 18χρονος τότε Γιάννης εργαζόταν σε µεγάλο ξενοδοχείο του νησιού.
Οι γονείς του αποφάσισαν να µεταναστεύσουν στην Αυστραλία για να είναι κοντά στο κορίτσι της οικογένειας που µόλις είχε παντρευτεί και ζούσε στο Μπρίσµπεϊν.
«Έκανα ό,τι µπορούσα για να µην πάω στην Αυστραλία, αλλά µόλις πέρασα περιοδεύων και µου έδωσαν διαβατήριο φύγαµε αµέσως.
Φτάσαµε στο Μπρίσµπεϊν µε το τελευταίο δροµολόγιο του πλοίου “Πατρίς” µε σκοπό να δουλέψουµε για δύο χρόνια και να γυρίσουµε στην Ελλάδα» διηγείται ο κ. Γιωργάτζης στο «Έθνος της Κυριακής».
Όµως η ζωή είχε άλλα σχέδια. Ο κ. Γιωργάτζης γνώρισε τη µέλλουσα σύζυγό του, τη Φαίδρα, µια κοπέλα που είχε επίσης καταγωγή από τη Ρόδο, µετακόµισε στην Αδελαΐδα και έχτισε τη ζωή του εκεί.
Όπως λέει, η ζωή στην Αδελαΐδα ήταν ευκολότερη για έναν νέο Ελληνα σε σύγκριση µε τη ζωή στο Μπρίσµπεϊν.
«Οι ντόπιοι δεν εκτιµούσαν καθόλου όσους έρχονταν από χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία.
Μας έβριζαν συνέχεια. Ήταν µια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ευτυχώς στην Αδελαΐδα ήταν καλύτερα τα πράγµατα επειδή υπήρχε πιο µεγάλη και πιο οργανωµένη ελληνική κοινότητα.
Κάναµε τους χορούς µας, ακούγαµε τη µουσική µας και ήταν κάπως πιο όµορφα».
Ο σηµερινός πρόεδρος του συλλόγου των Ροδιτών δούλεψε σκληρά τις επόµενες δεκαετίες και έδωσε προτεραιότητα στην οικογένειά του, βάζοντας σε δεύτερη µοίρα το όνειρό του για επιστροφή στο νησί όπου γεννήθηκε και µεγάλωσε.
Η πρώτη του δουλειά ήταν να φτιάχνει µπουκάλια σε εργοστάσιο παραγωγής γυαλιού, όπου «είχα δηλωθεί ως 21 ετών, αν και ήµουν 18, για να παίρνω τον µισθό του ενήλικα».
Στη συνέχεια µεταπήδησε στο εργοστάσιο της Coca Cola και όταν αποχώρησε άρχισε τις δικές του δουλειές.
«Αγόρασα ένα ταξί, έφτιαξα µαγαζιά και τα τελευταία 20 χρόνια ασχολήθηκα µε τον καλλωπισµό και τη δηµιουργία εξωτερικών χώρων» λέει και προσθέτει ότι οι επαγγελµατικές ασχολίες σε συνδυασµό µε τις σπουδές των δύο κοριτσιών του ήταν οι δύο λόγοι που καθυστέρησαν το ταξίδι της επιστροφής.
«∆εν είχαµε ποτέ οικονοµικό πρόβληµα, αλλά σπούδαζαν και οι δύο κόρες µας και δεν ήµασταν ιδιαίτερα άνετοι για να κάνουµε ένα τόσο µεγάλο ταξίδι.
Η απόσταση της Αυστραλίας από την Ελλάδα είναι µεγάλη και δεν θέλαµε να γυρίσουµε στην Ελλάδα για µία ή δύο εβδοµάδες.
Ένα τέτοιο ταξίδι έπρεπε να διαρκέσει τουλάχιστον τρεις µήνες. Όταν τελείωσαν οι σπουδές των παιδιών είπαµε µε τη γυναίκα µου ότι επιτέλους έφτασε η ώρα».
Την πρώτη του επίσκεψη στο νησί έπειτα από 31 χρόνια την περιγράφει ως µια συγκινητική εµπειρία.
«Περπάτησα όλη τη Ρόδο για να θυµηθώ ξανά τους δρόµους και να επαναφέρω τις αναµνήσεις της νιότης µου» λέει και προσθέτει ότι µόνο το ιστορικό κέντρο της πόλης ήταν όπως το άφησε.
«Όταν έφυγα ήταν ένα καταπράσινο νησί µε λίγα ξενοδοχεία, τα οποία µπορούσα τότε να µετρήσω ένα ένα.
Τώρα είναι αµέτρητα και έχουν πάρει τη θέση των χωραφιών µε τα καπνά και τα ξυνόδεντρα».
Φυσικά φρόντισε να συναντήσει ξανά τους παιδικούς φίλους του και διηγείται τι συνέβη τη στιγµή που µίλησε για πρώτη µε έναν από αυτούς.
«Αυτός ο φίλος µου έχει κουρείο και αποφάσισα να µπω για κούρεµα χωρίς να του πω ποιος είµαι.
Όπως µε κούρευε µε κοίταζε παράξενα και κάποια στιγµή µε ρώτησε αν γνωριζόµαστε από κάπου.
Αντί να του απαντήσω έβγαλα από το πορτοφόλι µια φωτογραφία που µου είχε στείλει πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν φαντάρος.
Όταν την είδε τρελάθηκε από τη χαρά του. ∆εν το πίστευε».
Ο κ. Γιωργάτζης αγόρασε ένα σπίτι στο Μεσαναγρό, το χωριό της συζύγου του, και ένα αυτοκίνητο για να µην τους λείπει τίποτα όταν επισκέπτονται στη Ρόδο.
Όµως οι τρεις µήνες που διαρκεί κάθε ταξίδι περνούν γρήγορα και κάθε φορά η επιστροφή στην Αυστραλία είναι σκληρή:
«Είναι πολύ δύσκολες οι τελευταίες µέρες και για µένα και για τους φίλους µου.
∆εν µου αρέσει όταν πρέπει να φύγω από τη Ρόδο».
Πηγές: ethnos.gr, «Έθνος της Κυριακής»