Η ομολογία μιας γυναικοκτονίας που σόκαρε το πανελλήνιο – Η υπόθεση της Ανθής Λινάρδου

Λινάρδου

Τη στραγγάλισε, την έθαψε στο χωράφι του και μετά παρίστανε τον συντετριμμένο. Η γυναικοκτονία της Ανθής Λινάρδου και η κυνική ομολογία του δράστη είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο τον Ιανουάριο του 2016.

Ο δολοφόνος είχε τα κλειδιά του σπιτιού της». Από τα μέσα της περιόδου της πανδημίας και έπειτα, οπότε και οι γυναικοκτονίες αυξήθηκαν δραματικά στη χώρα μας, οι γυναίκες φωνάζουν με ένταση το συγκεκριμένο σύνθημα, ακριβώς για να δείξουν τον έμφυλο χαρακτήρα των εγκλημάτων που ανά διαστήματα σοκάρουν το πανελλήνιο. Ήδη το 2024 μπήκε με τη γυναικοκτονία της 41χρονης Γεωργίας στη Θεσσαλονίκη. Όπως είχε μπει και το 1999 με θύμα τη 30χρονη Τζούλι Μαρί Σκαλί. Όπως είχε μπει και το 2016 όταν μια ημέρα σαν σήμερα ένας 40χρονος είχε ομολογήσει στην Ελληνική Αστυνομία πως μετά από ένα τσακωμό με τη γυναίκα του, την είχε στραγγαλίσει – ενώ στο διπλανό δωμάτιο κοιμόντουσαν τα παιδιά του ζευγαριού – και στη συνέχεια είχε θάψει το άψυχο σώμα της στο χωράφι του στην Κοζάνη. Είναι η υπόθεση της άτυχης 37χρονης Ανθής Λινάρδου.

Η γυναικοκτονία που σόκαρε το πανελλήνιο

Η ιστορία της Ανθής Λινάρδου και του Τάσου Τσιουχάρα πρακτικά δε διαφέρει από καμία άλλη ιστορία που καταλήγει σε γυναικοκτονία. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί όταν εκείνη σπούδαζε στο ΤΕΙ Μηχανολογίας στην Κοζάνη και είχαν ερωτευτεί ο ένας τον άλλο. Παντρεύτηκαν στην κεντρική εκκλησία στο Βελβεντό και ακολούθησε ένα ξέφρενο γλέντι. Λίγο καιρό αργότερα ήρθε στη ζωή τους ο γιος τους. Και μετά οι δίδυμες κόρες τους. Όλα έδειχναν ιδανικά μέχρι που άρχισαν τα προβλήματα. Στην περίπτωση της Ανθής τα προβλήματα αυτά ξεκίνησαν όταν η ζωή στο Βελβεντό άρχισε να την πνίγει. Παράλληλα οι κακές σχέσεις που είχε με τα πεθερικά της έκαναν ακόμα πιο ανυπόφορη την κατάσταση για τη 37χρονη γυναίκα.

Η Ανθή Λινάρδου είχε μεγαλώσει στον Πειραιά και η ζωή σε μια επαρχιακή πόλη σε συνδυασμό με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε μέσα στον γάμο της, την έκαναν να θέλει να «δραπετεύσει». Μόνο εύκολο δεν ήταν κάτι τέτοιο. Παραμονές Χριστουγέννων του 2015 η κατάσταση στο σπίτι της οικογένειας είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η Ανθή Λινάρδου είχε σπάσει το πόδι της και οι γιατροί της το είχαν βάλει στο γύψο. «Είχε πέσει από τις σκάλες», έλεγαν.

Η 37χρονη γυναίκα είναι αποφασισμένη, πλέον, να πάρει τα παιδιά της και να επιστρέψει στον Πειραιά. Ήθελε να χωρίσουν με τον 40χρονο Τάσο και του το είχε πει. Εκείνος προσπαθούσε να τις αλλάξει γνώμη. Η Ανθή Λινάρδου, ωστόσο, είχε πάρει τις αποφάσεις της και δεν άλλαζε γνώμη. Το καθιστούσε σαφές, άλλωστε, και μέσα από διαδοχικές αναρτήσεις της στο Facebook. Ήταν σαν να ζητούσε βοήθεια. Σαν να «κραύγαζε» για να την ακούσει κάποιος. Τα πράγματα στο σπίτι γινόντουσαν ολοένα και χειρότερα. Τους τελευταίους μήνες της ζωής της μάθαινε kick boxing. Κανείς δεν ξέρει αν παρακολουθούσε αυτά τα μαθήματα επειδή φοβόταν ή επειδή ήθελε κάπου να ξεσπάσει. Μικρή σημασία έχει.

Ο χρόνος, άλλωστε, σταμάτησε στις 9 Ιανουαρίου 2016. Εκείνο το βράδυ, και ενώ τα τρία τους παιδιά κοιμούνται στο διπλανό δωμάτιο, το ζευγάρι έχει έναν ακόμα έντονο καυγά οπού και πάλι κυριαρχεί η απόφαση της Ανθής να φύγει με τα παιδιά από το Βελβεντό, να επιστρέψει στον Πειραιά και να πάρει διαζύγιο από τον Τάσο. Η ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι ανέβηκε επικίνδυνα και κάποια στιγμή εκείνος όρμησε επάνω της και την έπιασε από τον λαιμό. Η Ανθή Λινάρδου προσπάθησε να αμυνθεί. Επιχείρησε να εφαρμόσει κάποιες από τις τεχνικές που είχε μάθει στο kick boxing, ωστόσο, πέρα από κάποια χτυπήματα που άφησαν κάποιες αμυχές και κάποιες μελανιές στον Τάσο Τσιουχάρα δεν κατάφερε να αποτρέψει το μοιραίο.

Μερικές στιγμές αργότερα εκείνη είναι νεκρή και εκείνος στέκεται πάνω από το άψυχο σώμα της. Προσπαθούσε να καθαρίσει τη σκέψη του και να δει τι θα κάνει. Πήγε στο διπλανό δωμάτιο που κοιμόντουσαν τα παιδιά τους και όταν σιγουρεύτηκε πως δεν είχαν ξυπνήσει άρχισε να σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις του.

Την επόμενη ημέρα το πρωί, ο Τάσος Τσιουχάρας πηγαίνει στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής και εκεί δηλώνει την εξαφάνιση της 37χρονης Ανθής Λινάρδου. «Βγήκε να πιει ένα ποτό και δεν επέστρεψε» είχε πει στους αστυνομικούς, οι οποίοι αμέσως ξεκινούν έρευνες προκειμένου να εντοπίσουν τη γυναίκα. Όταν ο Τσιουχάρας επέστρεψε στο σπίτι του δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από μια φίλη της Ανθής που τον ρώτησε τι είχε συμβεί. «Τι να σου πω τώρα και εσένα… Τσακωθήκαμε και μέσα στα νεύρα έφυγε για να πάει για ένα ποτό» της λέει εκείνος.

Όσο οι ημέρες περνούν και η Ανθή Λινάρδου δε δίνει κανένα σημάδι ζωής όλοι φοβούνται τα χειρότερα. Η Ελληνική Αστυνομία έχει εστιάσει, πλέον, την έρευνά της πάνω στον Τσιουχάρα. Όταν ο 40χρονος αγρότης το καταλαβαίνει αυτό, προσπαθεί να θολώσει τα νερά. Το «παίζει» συντετριμμένος και δήθεν προσπαθεί και αυτός να ερευνήσει την υπόθεση εξαφάνισης της συζύγου του. Δίνει, μάλιστα, και μια συνέντευξη σε έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό που κάνει έκκληση στην Ανθή να επιστρέψει στα παιδιά της!

Την ίδια ώρα οι συγγενείς του Τσιουχάρα και ειδικά ο πατέρας του φρόντιζε σε κουβέντες που είχε με τους συγχωριανούς του να διαβάλλει την Ανθή και να λέει πως η νύφη του είχε παρατήσει τα παιδιά της και είχε φύγει από το Βελβεντό με έναν άλλο άνδρα!

Τα λάθη που οδήγησαν στην ομολογία

Ο Τάσος Τσιουχάρας θεωρούσε πως είχε κάνει το τέλειο έγκλημα. Δυστυχώς για εκείνον, ωστόσο, τα στοιχεία που είχε αφήσει πίσω του ήταν πολλά και σημαντικά. Το πρώτο είναι πως η Ανθή Λινάρδου (που υποτίθεται ότι είχε φύγει με άλλον άνδρα) είχε αφήσει πίσω της το κινητό της, τα προσωπικά της αντικείμενα ενώ δεν είχε μαζί της και λεφτά. Το δεύτερο είναι πως το πόδι της ήταν στον γύψο και δεν μπορούσε να περπατήσει χωρίς τις πατερίτσες της οι οποίες βρέθηκαν στο σπίτι.

Το κρισιμότερο, ωστόσο, στοιχείο ήταν πως ο 40χρονος αγρότης τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου είχε πάει και είχε οργώσει το χωράφι του κάτι που είχε κάνει και μερικές ημέρες νωρίτερα. Το σημαντικότερο είναι πως δεν είχε οργώσει ολόκληρο το χωράφι αλλά ένα συγκεκριμένο κομμάτι του. Οι αστυνομικοί της Ασφάλειας ήταν, πλέον, σίγουροι για το τι είχε συμβεί. Ήθελαν, όμως, την ομολογία του Τσιουχάρα. Όταν είδαν πως εκείνος, ακόμα και μετά από σκληρή ανάκριση που κράτησε για σχεδόν 19 ώρες (!), δε σπάει αποφάσισαν να τα παίξουν όλα για όλα και παρουσία του ίδιου του 40χρονου αγρότη πηγαίνουν στο χωράφι και αρχίζουν τις έρευνες. Λίγες ώρες μετά το πτώμα της άτυχης Ανθής Λινάρδου εντοπίζεται, ημίγυμνο και με τον νάρθηκα ακόμα στο πόδι, και ο Τσιουχάρας, ο οποίος αρχικά άρχισε να τρέχει προκειμένου να διαφύγει, ακινητοποιείται από τους αστυνομικούς και αναγκάζεται να ομολογήσει. «Ναι, εγώ τη στραγγάλισα. Ας κάνω και ισόβια» λέει στους αστυνομικούς οι οποίοι κάνουν λόγο για έναν άνθρωπο σκληρό και αμετανόητο.

Η συνέχεια δίνεται στο αστυνομικό τμήμα όπου ο Τσιουχάρας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το τι είχε συμβεί. «Όταν ομολόγησε και μας περιέγραψε τα πάντα για τη δολοφονία και πως την έθαψε τον ρώτησα αν θέλει κάτι και ενώ περίμενα να μου ζητήσει κάτι που να έχει σχέση με τα παιδιά του, εκείνος ζήτησε νερό και αργότερα έφαγε κανονικά και το φαγητό που του πήγαμε στο κρατητήριο», είχε πει ένας από τους αστυνομικούς που τον ανέκριναν. Λίγες ώρες αργότερα οι αστυνομικοί προσαγάγουν και τον πατέρα του αλλά στη συνέχεια τον αφήνουν ελεύθερο καθώς δεν προέκυψε εμπλοκή του στο έγκλημα.

«Στις 9 το βράδυ του Σαββάτου βρισκόμουν στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά. Αφού έβαλε τα παιδιά για ύπνο, τη ρώτησα αν ήθελε να φάει κρέπα και αφού μου απάντησε θετικά, προσφέρθηκα να πάω να της αγοράσω. Αφού την έφαγε πήγα στην κρεβατοκάμαρα όπου καθόταν μόνη της και γύρω στις 10 έκατσα μαζί της για να μιλήσουμε. Η συζήτηση αφορούσε στην απόφαση της Ανθής να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας να φύγει σε άλλο μέρος όπου θα έβρισκε δουλειά. Αυτή την απόφαση την είχε πάρει εδώ και μερικούς μήνες και μου την είχε ανακοινώσει και σε προγενέστερο χρόνο».

«Κάποια στιγμή και ενώ είχαμε έντονο διάλογο σε έντονο ύφος η Ανθή μού ανέφερε ότι δεν περνούσε καλά στο χωριό και ότι ήθελε να φύγει και ένας από τους λόγους ήταν η κακή σχέση που είχε με τη μητέρα μου. Της έλεγα ότι η μητέρα μου δεν την ενοχλεί και δεν έρχεται στο σπίτι μας απρόσκλητη και αυτή απαντούσε ότι της έκανε πόλεμο νεύρων και δεν της μιλούσε. Ενώ μιλούσα ήρεμα και προσπαθούσα να τη μεταπείσω, αυτή, όντας πολύ νευριασμένη, μου είπε ”Άντε γ…. και εσύ και η μάνα σου”. Το μυαλό μου γύρισε. Βγήκα εκτός εαυτού και την έπιασα από τον λαιμό. Αυτή άρχισε να φωνάζει και να προσπαθεί να αμυνθεί χτυπώντας με και γρατζουνώντας με στο πρόσωπο. Εγώ προκειμένου να μην ακούσουν τα παιδιά που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο τι γινόταν και στην προσπάθειά μου να την κάνω να σωπάσει της έκλεισα και το στόμα, ενώ ταυτόχρονα της έσφιγγα τον λαιμό και τη χτυπούσα με μπουνιές στο πρόσωπο. Η Ανθή αντιστεκόταν για πέντε με δέκα λεπτά μέχρι που πέθανε» είχε πει στην ομολογία του ο δράστης και στη συνέχεια είχε περιγράψει πως προσπάθησε να εξαφανίσει το πτώμα της:

«Πήρα το σώμα της με τα ρούχα που φορούσε – και συγκεκριμένα ένα γκρι κολάν και ένα ροζ μπλουζάκι – και το μετέφερα από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού μας στο υπόγειο γκαράζ. Το έβαλα στο αγροτικό, στη θέση του συνοδηγού, με τρόπο ώστε να μη φαίνεται από το παράθυρο. Τη σκέπασα με ένα μπουφάν που είχα στο υπόγειο και αποφάσισα προκειμένου να μην τη βρει κανείς να τη θάψω σε ένα από τα χωράφια μου. Έτσι λοιπόν τη μετέφερα στο χωράφι μου στην τοποθεσία Ισκιώματα, όπου ήδη υπήρχε ένα σημείο που ήταν σκαμμένο από παλιά, καθώς είχα σκοπό να απομακρύνω μια τεράστια πέτρα η οποία βρισκόταν μέσα στο χώμα.

Την έριξα στο σημείο γύρω από την πέτρα που ήταν πιο βαθύ και με ένα φτυάρι που είχα πάρει μαζί μου από το σπίτι την κάλυψα πρόχειρα, ώστε να μη φαίνεται, με χώμα. Γύρισα στο σπίτι και έψαξα στην κρεβατοκάμαρα να δω τι ίχνη υπήρχαν και πώς θα μπορούσα να τα απομακρύνω. Το μόνο που υπήρχε ήταν τα αίματα στα σεντόνια και την παπλωματοθήκη. Αμέσως τα πήρα και τα έκαψα στον ξυλολέβητα που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού.

Η ώρα κόντευε 24:00. Και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχα κάνει, να στεναχωριέμαι, να αγχώνομαι πάρα πολύ και παράλληλα να σκέφτομαι πώς δε θα αποκαλύψει κανείς τι είχα κάνει ώστε να μπορέσω να συνεχίσω να μεγαλώνω εγώ τα παιδιά μου. Το απόγευμα της Δευτέρας, πήρα το τρακτέρ μου, έζεψα το φρεζάκι και πήγα στο χωράφι που είχα θάψει την Ανθή για να το φρεζάρω. Το έκανα ώστε να φαίνεται σε όλη την επιφάνεια σκαμμένο και να μην ξεχωρίζει το σημείο που την είχα θάψει. Αφού τέλειωσα το φρεζάρισμα κατά τις 18:00, άφησα το τρακτέρ στην αποθήκη και επέστρεψα στο σπίτι. Στη συνέχεια έκατσα εκεί μέχρι που κοιμήθηκα».

Ο Τάσος Τσιουχάρας καταδικάστηκε σε ισόβια για τη γυναικοκτονία της Ανθής Λινάρδου, ενώ η επιμέλεια των τριών παιδιών του ζευγαριού δόθηκε στην οικογένεια της άτυχης 37χρονης γυναίκας.

Exit mobile version