Η ιστορία με τους τρεις Τούρκους που συνελήφθησαν πριν από έντεκα χρόνια για κατασκοπία υπέρ της Ελλάδας ήταν απλά άλλο ένα επεισόδιο στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ της ΕΥΠ και της ΜΙΤ.
Τότε μετά από παρακολούθηση της MIT(σ.σ. πρόκειται για την Τουρκική Υπηρεσία Πληροφοριών) σε συνεργασία με την Ασφάλεια και το κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής που εδρεύει στη Σμύρνη, οι τρεις άνδρες συνελήφθησαν και προφυλακίσθηκαν. Αυτή η υπόθεση είχε έντονη την οσμή της Τουρκικής προπαγάνδας όχι πάντως από την αρχή.
Την πρώτη μέρα που δημοσιοποιήθηκε πέρασε στα ψιλά των τουρκικών εφημερίδων με μονόστηλα και μόνο μετά ααπό λίγα 24ωρα πήρε διάσταση, όταν η Hurriet, την ανέδειξε με εκτενές «ρεπορτάζ». Κάτι που δεν έκανε φυσικά σε άλλες περιπτώσεις όταν οι έλληνες πράκτορες της τότε ΚΥΠ αλώνιζαν στη Σμύρνη, μπαίνοντας μέσα σε στρατόπεδα, φυλακές ασφαλείας, ή στρατολογώντας Τούρκους αξιωματικούς, οι οποίοι σήμερα είναι φυλακισμένοι.
Βασίλης Γιαννόπουλος: Ο αόρατος ιχθυέμπορος και η εισβολή στο στρατηγείο
Ίσως οι «γείτονες» να μην θυμούνται, ότι για πέντε χρόνια ο στρατηγός εν αποστρατεία Βασίλης Γιαννόπουλος δρούσε ανενόχλητος και χωρίς να τον υποπτευθεί κανείς στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Από το 1987 μέχρι και το 1995, ο αντισυνταγματάρχης τότε Γιαννόπουλος κρέμασε την στολή του αξιωματικού στη ντουλάπα και ξεκίνησε τη δράση του ως επιχειρησιακός πράκτορας της ΚΥΠ. Όταν επιβαλλόταν έμπαινε νύχτα στην Τουρκία, κρυφά από τη θάλασσα ή τα σύνορα στη Θράκη, όταν οι συνηθισμένοι άνθρωποι κοιμόντουσαν και κάποιοι άλλοι ασυνήθιστοι έπιαναν δουλειά. Στα σαράντα του χρόνια εκείνη την εποχή ο Γιαννόπουλος είχε μαύρα μαλλιά, μουστάκι και την εμφάνιση Ανατολίτη, ενώ μιλούσε άπταιστα τα Τουρκικά.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία είχε να κάνει με την στρατολόγηση ενός Τούρκου αξιωματικού, που υπηρετούσε σε νευραλγική θέση της 4ης Στρατιάς, που έδρευε στη Σμύρνη. Η επιχείρηση που τον έκανε θρύλο στην Υπηρεσία, ήταν όταν κατάφερε να εισβάλλει στο υπαίθριο στρατηγείο της «Στρατιάς του Αιγαίου» όπως ήταν γνωστή η 4η Στρατιά κατά την διάρκεια άσκησης στην οποία σκόπευαν να δοκιμάσουν την εφαρμογή πραγματικών επιθετικών σχεδίων απέναντι στην Ελλάδα. Κύριος στόχος τους σε μια πολεμική σύρραξη με την χώρα μας ήταν τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, όπως η Λέσβος και η Χίος.
Ο Γιαννόπουλος που ήξερε τα πάντα για την άσκηση, διέσχισε τον κόλπο του Ντογάν και αποβιβάσθηκε αθόρυβα στην περιοχή του Ντογάνμπεη. Ντυμένος πιθανότατα σαν ρακοσυλλέκτης-μια άλλη εκδοχή τον θέλει με στολή Τούρκου στρατιώτη-μπήκε στο στρατόπεδο και έφτασε μέσα από σκηνές και υπαίθρια καταλύματα στο αντίπαλο στρατηγείο. Μπήκε μέσα, πήρε χάρτες, επιχειρησιακά σχέδια και απόρρητα έγγραφα ενώ φεύγοντας φωτογράφησε με ειδική μηχανή του Τούρκους στρατηγούς που κοιμόντουσαν. Έφυγε έτσι αθόρυβα όπως μπήκε, χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι και την επόμενη μέρα έστειλε μέσω της κατάλληλης οδού όλα τα στοιχεία στα κεντρικά της Κατεχάκη.
Στη Σμύρνη έμελλε να γνωρίσει και έναν Τούρκο πρώην αλεξιπτωτιστή, που είχε λάβει μέρος στην εισβολή της Κύπρου. Η γνωριμία έγινε μέσω ενός δικτύου πληροφοριοδοτών που είχε στήσει ο Έλληνας αξιωματικός, το οποίο τον ενημέρωσε ότι ο άνθρωπος αυτός βασανιζόταν από τύψεις συνειδήσεως, αφού είχε εκτελέσει άοπλους αιχμαλώτους πολέμου. «Όταν τον προσέγγισα» μου είχε δηλώσει ο Γιαννόπουλος «ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν στα όρια της τρέλας από τις ενοχές και μου ζήτησε να τον φέρω στην Ελλάδα για να δικαστεί».
Έχοντας πέντε χρόνια συνεχούς δράσης στην Τουρκία, ο Έλληνας αξιωματικός κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε όταν ο Τούρκος αλεξιπτωτιστής εξαφανίστηκε εν μια νυκτί. «Πρέπει να είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις του γιατί από τη μια στιγμή στην άλλη τέθηκε σε καθεστώς στενής παρακολούθησης, πιθανόν από τη ΜΙΤ και κάπου εκεί δυσκόλεψαν τα πράγματα για μένα». Ο Γιαννόπουλος έφυγε από την Ανατολία και λίγους μήνες αργότερα την θέση του πήρε ο «μαθητής» του Σάββας Καλεντερίδης, που έμεινε και αυτός αξέχαστος στους Τούρκους.
Σάββας Καλεντερίδης: Ο αόρατος πράκτορας και η εντολή δολοφονίας
Μέχρι την εμπλοκή του στην υπόθεση Οτζαλάν το 1999, ο Σάββας Καλεντερίδης ήταν ένας άγνωστος ακόμα και σε στελέχη της ΕΥΠ που τον έβλεπαν να έρχεται στα κεντρικά της Υπηρεσίας, στο κτήριο της λεωφόρου Κατεχάκη. Ο διάδοχος του Γιαννόπουλου στην Τουρκία, αποδείχτηκε λίρα εκατό, αφού έσπασε κάθε ρεκόρ παραμονής μένοντας περίπου έξι χρόνια, την στιγμή που οι αξιωματικοί επιστρέφουν μετά από τέσσερα. Διαθέτοντας μια μοναδική επικοινωνιακή ιδιότητα, ο έλληνας αξιωματικός στρατολόγησε μεθοδικά τρεις αξιωματικούς των «γειτόνων» μας σε εκείνες τις αποστολές που καλύπτονται από το χαρακτηρισμό «άκρως απόρρητη».
Χάρη σε αυτή του την κίνηση, η Ελλάδα απέκτησε χαρτογραφημένες δεκάδες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, βάσεις στα παράλια της Μικράς Ασίας και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τους απόρρητους κώδικες επικοινωνίας της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας. Ο επισμηναγός Μεχμέτ Μπαρούτ και άλλοι δύο Τούρκοι αξιωματικοί, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν, την ίδια στιγμή που ο Καλεντερίδης συνέχιζε τη δράση του.
Η φράση «ο άνθρωπος έκανε το τέλειο έγκλημα» που ακούστηκε χρόνια μετά από υψηλόβαθμο στέλεχος της ΜΙΤ, δικαιώνει απόλυτα τον έλληνα αξιωματικό που όργωσε την Τουρκία. Δεν έδωσε ποτέ το δικαίωμα στους Τούρκους να τον συλλάβουν, παρόλο που μετά από κάποια χρόνια άρχισαν να τον παρακολουθούν, ψάχνοντας μια αφορμή η ένα λάθος. Δεν το έκανε ποτέ, ακόμα και όταν οι «γείτονες» τον επικήρυξαν με ένα εκατομμύριο δολάρια, λίγες ημέρες μετά την έκρηξη που διέλυσε ένα εργοστάσιο πυρομαχικών. Οι πληροφορίες της ΜΙΤ τον ήθελαν παρόντα στο συμβάν, που αποδόθηκε τελικά στους Κούρδους, ενώ η έκρηξη παρουσιάστηκε σαν πυρκαγιά σε διυλιστήριο.
Εκτός από την επικήρυξη, οι πληροφορίες ήθελαν την τότε πρωθυπουργό Τανσού Τσιλέρ να υπογράφει την εντολή δολοφονίας του Καλεντερίδη, ενώ μια δεύτερη εντολή εξόντωσης ήρθε λίγο αργότερα σε μια άτυπη συνάντηση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Τουρκίας. Στη λίστα που κυκλοφορεί στην αίθουσα, το όνομα του έλληνα αξιωματικού φιγουράρει πρώτο.
Ο Καλεντερίδης καλυπτόμενος πίσω από την ιδιότητα του εμπορικού ακολούθου στο προξενείο της Σμύρνης, καταλαβαίνει, ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει, όταν οι Τούρκοι που αναγνώριζε σταματούν να τον παρακολουθούν. Αντιλαμβάνεται ότι νέα πρόσωπα προσπαθούν να τον έχουν από κοντά, και η διορατικότητά του είναι τέτοια, που αντιλαμβάνεται ότι ετοιμάζονται να τον δολοφονήσουν. Κινητοποιώντας το δικό του σύστημα ετοιμάζει την διαφυγή του, η οποία θα γίνει βράδυ, όταν τρία αυτοκίνητα του ελληνικού προξενείου, θα φύγουν μαύρα μεσάνυχτα από τη Σμύρνη.
Στο ένα επιβαίνει ο Σάββας που θα επιστρέψει προσωρινά στην Ελλάδα, λίγο πριν ακολουθήσει τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν στο μοιραίο ταξίδι της Κένυας, που οδήγησε στην απαγωγή και παράδοση του Κούρδου ηγέτη από ξένες μυστικές υπηρεσίες, σε κλιμάκιο ανδρών της ΜΙΤ. Την επόμενη μέρα ο Καλεντερίδης θα διαβάσει στο ηλεκτρονικό πρωτοσέλιδο της Hurriet τον τίτλο της πρώτης σελίδας στην οποία δέσποζε η φωτογραφία του: «Ο υπερπράκτορας της Ελλάδας παγιδευμένος στην Κένυα». Ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα επιζητούσε την οποιαδήποτε δημοσιότητα είχε γίνει διάσημος και είχε «καεί» οριστικά και αμετάκλητα σαν πράκτορας.