Η πρώτη αντίδραση όλων των ανθρώπων στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Γιώργου Καραϊβάζ ήταν το σοκ.
Στη συνέχεια, όταν έγινε γνωστό ότι τον δολοφόνησαν με 17 σφαίρες, το σοκ έγινε μια διαρκής παγωμάρα.
Αυτό δεν ίσχυσε μόνο για τους απλούς ανθρώπους, ίσχυσε περισσότερο για τον δημοσιογραφικό κόσμο, για όσους συνεργάστηκαν έστω και μια φορά μαζί του κι ας μην είχαν συνάψει δεσμούς φιλίας.
Θα περίμενε κανείς αυτό το συναίσθημα να μην είναι εκμεταλλεύσιμο και να μην επιχειρείται οικονομική κεφαλαιοποίηση του, αλλά ζούμε στο 2021 και δυστυχώς ο ψηφιακός κόσμος έχει εκθρέψει το τέρας της αιμοδιψίας. Μια αιμοδιψία που δεν τεκμηριώνεται μόνο με δολοφονικές πράξεις, αλλά τεκμηριώνεται κι από το θέαμα τους.
Στο σημερινό κόσμο του διαδικτύου υπάρχει κάθε είδους λαγνεία που να ικανοποιείται. Λαγνεία των όπλων, λαγνεία της δολοφονίας ζώων, λαγνεία για σώματα που κείτονται στο έδαφος αιμόφυρτα και έχουν ξεψυχήσει.
Το νεκρό σώμα του Γιώργου Καραϊβάζ το βίωσε αυτό. Δεν το βίωσε όμως από δημοσιογράφους, δεν το βίωσε από φωτορεπόρτερ που τους έχει επωαστεί αυτό το ένστικτο και η επαγγελματική τους ψυχή παίρνει πρωτοβουλία πριν την κανονική.
Το βίωσε από έναν στη γειτονιά που βρήκε ευκαιρία μέσα στην αρχική αναμπουμπούλα να κατέβει στο δρόμο, να μάθει τι έγινε, να καταλάβει ποιον δολοφόνησαν και να τον φωτογραφίσει με τις τόσες σφαίρες να έχουν τρυπήσει το σώμα του.
Το αρρωστημένο μυαλό δεν σταμάτησε εδώ. Δεν φωτογράφισε για να τις κοιτάζει ο ίδιος και κάποια στιγμή πιο μετά, στο μέλλον να τις πουλήσει. Κι αυτό άρρωστο θα ήταν, αλλά θα έδειχνε ένα μικρό, ελάχιστο σημάδι σεβασμού προς το νεκρό.
Όχι. Αυτός θέλησε να στήσει πλειστηριασμό, απευθύνθηκε σε δημοσιογράφους, βρήκε την τιμή που ήθελε πιθανώς και προώθησε το υλικό. Και μόλις αντιλήφθηκε ότι εκεί που τις έστειλε δε θα δημοσιευτούν, έπαιξε και δεύτερη παρτίδα σε άλλο μέσο που ήξερε ότι θα βρει αντίκρυσμα το θράσος του.
Κι αν το έκανε τελικά για τα χρήματα και δεν το έκανε μόνο για προσωπική απόλαυση…Ναι, υπάρχουν πλέον έντονα κι αυτά τα φαινόμενα. Είναι το σύνδρομο του πληροφοριοδότη, του Nightcrawler.
Κάποιος φαντασιώνεται μια χολιγουντιανή αναπαράσταση του εαυτού του, ότι δίνει ραντεβού σε κάποιο γκαράζ αργά το βράδυ, κρύβεται πίσω από μια κολώνα και δίνει την πληροφορία που θέλει, απολαμβάνοντας έτσι την πλήρωση ενός προσωπικού φαντασιακού, τον οργασμό του ρόλου-κλειδί!
Κάποιος θα γυρίσει να πει «εσείς οι δημοσιογράφοι που το κάνετε και μάλιστα σε πολέμους πάνω από εκατόμβες νεκρών, είστε καλύτεροι;» και μάλλον δίκιο θα έχει. Ποιος είπε ότι είμαστε καλύτεροι; Κι αν στην περίπτωση ενός πολέμου μπορεί κάποιος να βρει ηθικό κίνητρο την ενημέρωση του κόσμου γι΄αυτό που συμβαίνει σε έναν τόπο, δεν ισχύει το ίδιο όταν γίνεται όπως στην περίπτωση Καραϊβάζ.
Μήπως στη δολοφονία Φύσσα δεν υπήρξαν δημοσιογράφοι που τον φωτογράφισαν νεκρό και το έβγαλαν και εξώφυλλο; Υπήρξαν.
Τουλάχιστον όμως, έστω και ως ψευδαίσθηση, σε αυτή την κλίμακα αρρωστημένων μυαλών, ο δημοσιογράφος μπαίνει πιο κάτω γιατί πληρώνεται για να το κάνει, δεν το κάνει για να πληρωθεί ή να αυτοεκπληρωθεί, όπως ο ανεκδιήγητος στην υπόθεση Καραϊβάζ.
Πηγή: menshouse.gr