Ο παππούς μου χώρισε από τη γιαγιά μου, στα 75 του επειδή δεν ήθελε να πηγαίνει εκδρομές σε μοναστήρια μαζί της

παππούς

Ο παππούς μου αποφάσισε να χωρίσει στα 75 του, όχι για να ξαναερωτευτεί, αλλά για να ζήσει όπως ακριβώς ήθελε. Και τελικά έζησε 20 χρόνια γεμάτα ησυχία, σκέψη και απλές απολαύσεις.

γιατί χώρισε τελικά ο παππούς μου;

Ο παππούς μου, φυσικός στο επάγγελμα, έφτασε τα 96. Κι όταν τον ρωτούσαν πόσων χρονών είναι, απαντούσε με ένα χαμόγελο:

«Χοντρικά… λίγο πριν πεθάνω».

Χώρισε τη γιαγιά μου στα 75 του. Δεν ήταν θέμα απιστίας – ούτε αυτός βρήκε άλλη, ούτε εκείνη άλλον. Απλά δεν άντεχε πια τις εκδρομές σε μοναστήρια που τόσο αγαπούσε η γιαγιά.

Ειδικά οι φίλες της του προκαλούσαν αλλεργία. Όπως έλεγε:

«Αυτές παιδί μου είναι συνηθισμένες να τα ρυθμίζουν όλα ζητώντας ρουσφέτια από τους βουλευτάδες τους. Ε, δεν μπορώ να τις βλέπω να μετατρέπουν και το θεό σε βουλευτή. Ανάβουν κεριά, κάνουν τάματα, φτιάχνουν φανουρόψωμα, φιλάνε οστά και κάρες αγίων, γιατί αυτή τη φορά είναι γιγάντιο το ρουσφέτι: ρετιρέ στον παράδεισο. Καλύτερα μόνος μου.»

ένα νέο κεφάλαιο στη νότια Πίνδο

Και τελικά μόνος του έζησε – κι έζησε καλά. Ο θεός, ίσως συγκινημένος που δεν τον παρακάλεσε φιλίες στα κόκκαλα αγίων, του χάρισε υγεία. Μετακόμισε στο παλιό σπίτι της μάνας του, σε ένα χωριουδάκι με δέκα σπίτια κάπου στην Πίνδο.

Η καθημερινότητά του έγινε απλή και γεμάτη ουσία:

Το πρωί περπατούσε στο βουνό. Μετά μαγείρευε, διάβαζε και ξεκουραζόταν. Το απόγευμα πήγαινε στο μοναδικό σημείο συνάντησης του χωριού – το καφενείο-μπακάλικο-ταβέρνα-πρώτων βοηθειών. Εκεί έβρισκε τους υπόλοιπους 16 κατοίκους και περνούσαν ώρες πίνοντας κρασί, τρώγοντας αυγά από το κοτέτσι της κυρά Μάγδας και μανιτάρια του ανιψιού του Θωμά.

η θεωρία των υλικών και των σχέσεων

Ήταν κι εκπαιδευτικός στο δικό του στιλ. Μετά το τρίτο ποτηράκι κρασί, εξηγούσε με πάθος επιστημονικούς νόμους:

«Μαλώνεις, μαλώνεις για χρόνια και νομίζεις ότι δεν πειράζει. Τα βρίσκεις και συνεχίζεις. Όμως η σχέση έχει κουραστεί. Και όταν μια μέρα ξαφνικά χωρίζεις, απορείς αφού δεν έγινε τίποτα σπουδαίο. Αλλά δεν χρειάζεται να γίνει ένα σπουδαίο. Η καταπόνηση για χρόνια κάποια στιγμή θα φέρει το σπάσιμο. Έτσι και το πανί που το βλέπει ο ήλιος καθημερινά κάποια στιγμή ξαφνικά θα διαλυθεί.»

το τελευταίο του χαμόγελο

Μόνο με εμένα κρατούσε επαφή από την οικογένεια. Και όταν μου είπε η κυρά Μάγδα ότι δεν ήταν καλά, έτρεξα. Τον βρήκα στο κρεβάτι, καθαρός, ήρεμος, με ένα βιβλίο στο χέρι και μια κούπα χαμομήλι.

Χαμογέλασε όταν με είδε. Με μάλωσε λίγο, που άφησα τις δουλειές μου. Του είπα:

-Τι κάνεις παππού;

Και μου απάντησε με χιούμορ, κουνώντας το βιβλίο του:

-Προσπαθώ να καταλάβω ποιες από τις 8 άγνωστες διαστάσεις του σύμπαντος είναι η πιο ωραία για να μετεγκατασταθώ.

Το βιβλίο ήταν για τη θεωρία των υπερχορδών. Μου εξήγησε για τα παράλληλα σύμπαντα που, σύμφωνα με τη θεωρία, υπάρχουν πέρα από τις τρεις διαστάσεις που αντιλαμβανόμαστε.

-Σοβαρά τώρα παππού, λες να αληθεύει αυτό; Λες να είμαστε κλεισμένοι σε μια γυάλα σαν ψάρια και να νομίζουμε ότι αυτό είναι όλο, ενώ έξω είναι το σπίτι, η πόλη, ο κόσμος, ο γαλαξίας; Λες να είμαστε κοντόφθαλμοι σαν χρυσόψαρα;

-Θα σου πω σε λίγο μετά λόγου γνώσεως, μου είπε και γέλασε περιπαικτικά. Με ξέρεις εμένα τι ψαχτήρι είμαι. Θα βρω τρόπο, θα βρω ταχυδρόμο με άδεια κυκλοφορίας μεταξύ συμπάντων και θα σε ειδοποιήσω. Υπόσχεση!

Γελάσαμε και αγκαλιαστήκαμε. Το ίδιο βράδυ έφυγε ήσυχα στον ύπνο του. Και τότε κατάλαβα το βαθύτερο νόημα του «θανάτω θάνατον πατήσας». Ζήλεψα τον παππού μου. Και θα περιμένω τον ταχυδρόμο του…

Το διαβάσαμε στο Ομφαλός της γης

Exit mobile version