«Ο μπαμπάς μού είπε ότι η μαμά είχε φύγει γιατί δεν μας αγαπούσε πια – Πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι με είχε απαγάγει»

Μια γυναίκα θυμάται την παιδική της ηλικία που άλλαξε για πάντα μια μέρα του 1983, όταν ο πατέρας της της είπε ψυχρά ότι η μητέρα της έφυγε γιατί δεν την αγαπούσε πια. Μόνο χρόνια αργότερα ανακάλυψε την αλήθεια: είχε πέσει θύμα απαγωγής από τον ίδιο της τον πατέρα.

Η μέρα που άλλαξαν όλα

Υπάρχουν στιγμές που σημαδεύουν ανεξίτηλα την παιδική ηλικία. Για τη γυναίκα που αφηγείται την ιστορία της, αυτή η στιγμή ήρθε όταν ήταν μόλις εννέα ετών. Ήταν ένα απόγευμα του 1983, η μέρα που, όπως λέει, έχασε την αθωότητα και τη χαρά της και βρέθηκε ξαφνικά μπλεγμένη στον «πόλεμο» των γονιών της.

Χρησιμοποιεί συνειδητά τη λέξη «πόλεμος», αφού όπως περιγράφει, ήταν μια βίαιη, χωρίς έλεος σύγκρουση, γεμάτη ψέματα και χειραγώγηση. Πενήντα χρόνια αργότερα, ακόμα κουβαλάει τα τραύματα εκείνης της εποχής και έχει διαγνωστεί με σύνθετη μετατραυματική διαταραχή (CPTSD). Δεν υπήρξαν νικητές – μόνο χαμένοι. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε τελικά να σταθεί ξανά στα πόδια της και να βρει έναν τρόπο να ζήσει με ειρήνη.

Εκείνο το απόγευμα, η ίδια και ο μικρός της αδελφός, ο Φράνκι, γύρισαν σπίτι από το σχολείο με τη νταντά τους. Μπαίνοντας, βρήκαν τον πατέρα τους, Τζέιμς, να τραβάει από τα μαλλιά τη μητέρα τους, Άννα, ουρλιάζοντας και με αίματα στο πρόσωπό της. Σιωπηλή παρακολουθούσε η γιαγιά τους, η μητέρα του πατέρα τους, Λίλιαν. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει και ο πατέρας φώναξε στην νταντά, Μαρί: «Βγάλ’ τους έξω τώρα!». Η Μαρί τους πήρε με το αυτοκίνητο, παρά τα παρακάλια της μικρής να γυρίσουν πίσω. Νόμιζε ότι η μητέρα της πέθαινε. Η νταντά δεν κάλεσε ποτέ την αστυνομία – κάτι που η γυναίκα δεν έχει πάψει να αναρωτιέται μέχρι σήμερα.

Όταν επέστρεψαν το βράδυ, όλα ήταν ήσυχα. Η μικρή ρώτησε τον πατέρα της πού ήταν η μαμά. Εκείνος απάντησε ψυχρά: «Δεν ζει πια εδώ. Δεν σε αγαπάει πια». Από εκείνη τη στιγμή ένιωσε πως τελείωσε η παιδική της ηλικία. Πίστευε ότι οι γονείς της ήταν ευτυχισμένοι. Η μητέρα της, σερβιτόρα στα εστιατόρια Wimpy που είχε ο πατέρας, είχε ερωτευτεί τον γοητευτικό, μεγαλύτερό της Τζέιμς, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά. Ζούσαν πλούσια, πρώτα στο Ανατολικό Σάσεξ και μετά στη Φλόριντα των ΗΠΑ, σε σπίτι με πισίνα, ταχύπλοο και όλα τα προνόμια. Τίποτα δεν προμήνυε την καταιγίδα.

Αρχίζει η απομόνωση

Η μητέρα της εξαφανίστηκε, ενώ ο πατέρας έγινε σκληρός και ψυχρός. Έδιωξε τον μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό τους, Τζάστιν, πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς αποχαιρετισμό. Τα γέλια στο σπίτι σίγησαν. Απαγορεύτηκε κάθε επαφή με τη μητέρα. Ο πατέρας έλεγε πως έφυγε με άλλον άνδρα και δεν ήθελε πια τα παιδιά – ένα ψέμα που δηλητηρίασε το μυαλό του παιδιού.

Λίγο αργότερα, η μητέρα τους κατάφερε να διεκδικήσει δικαστικά επικοινωνία και τα παιδιά μεταφέρθηκαν σε ένα μικρό, βρόμικο διαμέρισμά της. Εκεί κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε «άλλος άντρας». Η Άννα τα αγκάλιασε δακρυσμένη. Η κόρη της όμως ήταν μπερδεμένη: «Με αγαπάει ή όχι; Ποιον να πιστέψω;». Ο πατέρας συνέχισε την εκστρατεία δυσφήμισης: μετακόμισαν σε μικρότερο σπίτι, χάρισε το σκυλάκι της, απέλυσε την νταντά και έφερε τη γιαγιά Λίλιαν να ζήσει μαζί τους.

Η απαγωγή

Το 1984, ο πατέρας είπε ότι θα πάνε διακοπές και μετά θα ξαναδούν τη μαμά τους. Η μικρή ενθουσιάστηκε. Νόμιζε ότι θα πήγαιναν στην Ντίσνεϊλαντ. Όμως, προσγειώθηκαν στο Λονδίνο. Μπήκαν σε μαύρο ταξί και ο πατέρας τους είπε: «Αυτό είναι τώρα το σπίτι μας. Δεν θα ξαναδείς τη μητέρα σου». Ουσιαστικά, τους είχε απαγάγει.

Τα επόμενα χρόνια ζούσαν σαν φυγάδες. Άλλαζαν συνεχώς σπίτι και σχολείο. Ο πατέρας εργαζόταν ασταμάτητα και τα άφηνε υπό την επίβλεψη της γιαγιάς. Κάποιες νύχτες, η μικρή τον άκουγε να κλαίει. Το 1986, όταν ήταν 11 ετών, εμφανίστηκε η μητέρα της με αστυνομικούς. Ο Φράνκι έτρεξε στην αγκαλιά της, ενώ η ίδια κλείστηκε στο μπάνιο, κλαίγοντας και φωνάζοντας ότι δεν θα πάει μαζί της. Πίστευε ακόμα τα ψέματα του πατέρα της.

Η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο και η επιμέλεια πέρασε στη μητέρα. Όμως, όπως λέει, ήδη ένιωθε «πιόνι» σε ένα παιχνίδι γεμάτο μίσος και εξαπάτηση.

Η ζωή σε νέα πραγματικότητα

Την ενημέρωσαν ότι πήγαινε για Σαββατοκύριακο, αλλά τελικά μετακόμισε μόνιμα στο Σόμερσετ. Ο πατέρας της έκλαιγε στο τηλέφωνο, λέγοντάς της ότι δεν άντεχε να ζήσει χωρίς αυτήν. Για εκείνη, αυτό ήταν ένα από τα πιο βαθιά τραύματα: «Κανένα παιδί δεν πρέπει να περνά τέτοιο δίλημμα», λέει.

Η μητέρα της δούλευε ασταμάτητα για να τα συντηρήσει, αφού ο πατέρας αρνιόταν να πληρώσει διατροφή. Η κόρη όμως είχε βυθιστεί σε θυμό και δυσπιστία. Στο σχολείο δεχόταν bullying, στο σπίτι δεν ένιωθε ασφάλεια. Στα 17 της εγκατέλειψε το σχολείο, δούλεψε στο λιανεμπόριο και μετακόμισε μόνη της. Οι σχέσεις με τα αδέρφια της είχαν διαλυθεί.

Το 1991, στα 17 της, η μητέρα της την πήρε τηλέφωνο: ο πατέρας της πέθαινε από καρκίνο τετάρτου σταδίου. Πήγαν στο νοσοκομείο του Μπράιτον. «Έμοιαζε να κοιμάται», λέει. Κρατούσε το χέρι του μέχρι που σταμάτησε να αναπνέει. Ξέσπασε σε υστερία, δεν άφηνε το προσωπικό να τον πάρει, φοβόταν ότι θα μείνει μόνος στο σκοτάδι. Πάνω απ’ όλα, όμως, ένιωθε ότι οι απαντήσεις που τόσο ήθελε, δεν θα έρχονταν ποτέ.

Μια διαδρομή προς την επούλωση

Μεγαλώνοντας, μετακόμισε στο Λονδίνο και δούλεψε σε επενδυτικές τράπεζες. Εξωτερικά είχε επιτυχία, αλλά μέσα της πάλευε. Εμπλεκόταν σε δύσκολες σχέσεις και δεν είχε μάθει τι σημαίνει υγιής σύνδεση. Παντρεύτηκε έναν στρατιωτικό στα 30 της, σε έναν παραμυθένιο γάμο στον Μαυρίκιο, αλλά μέσα της ήξερε πως δεν θα κρατήσει. Το διαζύγιο δεν άργησε – οι πληγές της ήταν ακόμη ανοιχτές.

Το 2022, στα 48 της, έφτασε στα όριά της. Ζήτησε βοήθεια. Διαγνώστηκε με CPTSD και ξεκίνησε θεραπεία. Άρχισε να φροντίζει το σώμα και το μυαλό της: περπάτημα στην παραλία, κολύμπι σε παγωμένο νερό, σχεδόν καθόλου αλκοόλ. Εκπαιδεύτηκε ως “blue health coach”, μαθαίνοντας στους άλλους τη θεραπευτική δύναμη της θάλασσας και των «γαλάζιων χώρων».

Η σχέση με τη μητέρα και η αποδοχή

Προσπάθησε να ξαναχτίσει τη σχέση με τη μητέρα της, που είναι πλέον 74 ετών. Η Άννα απάντησε σε πολλά ερωτήματά της: της είπε πως πάντα την αγαπούσε, πως την έψαχνε και ότι ο πατέρας της ενήργησε εκδικητικά όταν του ανακοίνωσε ότι θέλει να τον αφήσει μετά από χρόνια κακοποίησης. Η αφηγήτρια λέει ότι την πιστεύει απόλυτα.

Σήμερα ζει για το παρόν. Θέλει να βοηθήσει και άλλους να ξεπεράσουν τις σκοτεινές περιόδους της ζωής τους. «Δεν μπορώ να αλλάξω όσα μου συνέβησαν ως παιδί», λέει, «αλλά μπορώ να επιλέξω πώς θα προχωρήσω». Και καταλήγει: «Είμαι επιζήσασα και, επιτέλους, έχω βρει την ειρήνη».

Exit mobile version