Ήταν επτά το πρωί, ανήμερα των Χριστουγέννων του 1968 στα Γιαννιτσά, όταν ένας χωροφύλακας, πηγαίνοντας στην υπηρεσία του, είδε μέσα σε ένα βαμβακοχώραφο το ημίγυμνο πτώμα μια νεαρής γυναίκας.
Λίγη ώρα αργότερα, ο δρόμος γέμισε με χωροφύλακες οι οποίοι άρχισαν να ερευνούν σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο του εγκλήματος. Οι περισσότεροι γνώριζαν την ταυτότητα του θύματος. Ήταν μια ντόπια κοπέλα, η 22χρονη δασκάλα Κυριακή Νικολαΐδη, το σπίτι της οποίας βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το σημείο που βρήκε τραγικό θάνατο.
Η νεαρή γυναίκα βρέθηκε σε ύπτια θέση, με τη φούστα και το παλτό της μαζεμένα στο στήθος, ενώ το εσώρουχό της ήταν πεταμένο σε απόσταση δυο μέτρων από το πτώμα. Λίγο πιο εκεί βρέθηκαν το κασκόλ, τα παπούτσια και η ανοιγμένη τσάντα της, από την οποία είχαν χυθεί στο χώμα μια ατζέντα, ένα μικρό πορτοφολάκι και διάφορα γράμματα. Στο δεξιό κρόταφο είχε μια μεγάλη μελανιά και στο λαιμό της περίπου δέκα αμυχές. Η εικόνα του άψυχου κορμιού της νεαρής δασκάλας, οδήγησε από την πρώτη στιγμή τις αρχές στο συμπέρασμα πως ήταν αντιμέτωποι με ένα σεξουαλικό έγκλημα.
Η οικογένειά της, στο άκουσμα της είδηση του θανάτου της, συγκλονίστηκε καθώς πίστευαν πως η Κυριακή βρισκόταν σε ένα γειτονικό χωριό για τον γάμο μιας φίλης της. Άλλωστε, η 22χρονη δεν έμενε, πλέον, μόνιμα στο πατρικό της, καθώς υπηρετούσε ως δασκάλα στο χωριό Εσώβαλτα.
Οι αρχές κινητοποιήθηκαν άμεσα και άρχισαν τις προσαγωγές υπόπτων. Περίπου 200 άνδρες πέρασαν από το αστυνομικό τμήμα σε μια προσπάθεια των αρχών να εντοπίσει τον δράστη της δολοφονίας. Δεν είχε συμπληρωθεί το πρώτο δωδεκάωρο από τότε που η δασκάλα άφησε την τελευταία της πνοή ανάμεσα στις βαμβακόριζες, δίπλα στο σπίτι της, όταν ο 43χρονος κτηνοτρόφος Κωνσταντίνος Ανδρονικίδης πέρασε μόνος του το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος.
Στα χέρια του κρατούσε ένα ανδρικό ρολόι με σπασμένο μπρασελέ, βουτηγμένο στη λάσπη και ισχυρίστηκε πως το βρήκε στις 9 το βράδυ την παραμονή των Χριστουγέννων, με τη βοήθεια ενός φακού, στον τόπο του εγκλήματος απ’ όπου πέρασε μετά το άρμεγμα των αγελάδων του. Ο στάβλος του απείχε λίγα μόλις μέτρα από χωράφι όπου δολοφονήθηκε η 22χρονη. Λίγες ώρες αργότερα, ο 43χρονος επανήλθε δίνοντας, αυτή τη φορά, στους αστυνομικούς μια παραμάνα την οποία ισχυρίστηκε πως βρήκε κοντά στο ρολόι.
Ο Ανδρονικίδης επιχείρησε να πείσει τους αστυνομικούς πως ήθελε να βοηθήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος, μιας και γνώριζε καλά την οικογένεια Νικολαΐδου, αφού καθημερινά τους προμήθευε με γάλα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του πως κατάφερε να εντοπίσει μέσα στο σκοτάδι το ρολόι και την παραμάνα, χωρίς να δει το πτώμα της κοπέλας να κείτεται μέσα στο χωράφι, προξένησε το ενδιαφέρον των αστυνομικών οι οποίοι τον έβαλαν στο κάδρο των υπόπτων.
Ερευνώντας, διαπίστωσαν πως ο Ανδρονικίδης είχε απασχολήσει και στο παρελθόν την αστυνομία καθώς είχε εμπλακεί σε καβγάδες, ξυλοδαρμούς σε βάρος συγχωριανών του και σε επιθέσεις εναντίον γυναικών. Μάλιστα, όπως είπαν άνθρωποι που τον γνώριζαν, με το έτσι θέλω είχε διορίσει τον εαυτό του αγροφύλακα στη Λεπτοκαρυά, όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια. Επιπλέον, υποστήριξαν, πως αν κάποιος αμφισβητούσε το αξίωμα του, την επομένη νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα από τις γροθιές του «νταή» της περιοχής.
Από την έρευνα επίσης προέκυψε, πως η παραμάνα που έδωσε ο Ανδρονικίδης στην αστυνομία, ανήκε στο θύμα αλλά το λασπωμένο ρολόι ήταν ένα στοιχείο που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να οδηγήσει στο δολοφόνο. Έτσι οι αστυνομικοί, στο πλαίσιο της έρευνας, υπέδειξαν το ρολόι στη σύζυγο του Ανδρονικίδη η οποία αμέσως το αναγνώρισε ως δικό του. «Ναι αυτό είναι του Κώστα, το έχει πολύ καιρό αλλά δεν το φορούσε γιατί είναι χαλασμένο», είπε η γυναίκα στους αστυνομικούς και με την μαρτυρία της σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για την σύλληψη του συζύγου και πατέρα των πέντε παιδιών της.
Ο… δολοφόνος με τη μεγάλη μύτη
Αρχικά, ο Ανδρονικίδης ισχυρίστηκε πως δεν είχε καμία σχέση με την δολοφονία της δασκάλας και διάνθισε την μαρτυρία του με ένα νέο αφήγημα δίνοντας περιγραφή ενός ανθρώπου που, όπως είπε, πίστευε πως ήταν ο δολοφόνος της δασκάλας.
«Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων πήγαινα στον στάβλο μου για να δω τι κάνουν τα ζωντανά. Ενώ προχωρούσα πάνω στο δημόσιο δρόμο, που ενώνει τα Γιαννιτσά με την Έδεσσα, ξαφνικά πετάχτηκε μέσα από τις βαμβακιές κάποιος άγνωστος και με ρώτησε λαχανιασμένος που βρίσκονται οι οίκοι ανοχής. Πιστεύω ακράδαντα πως αυτός πρέπει να ήταν ο δολοφόνος. Που να το ήξερα όμως εκείνη τη στιγμή να γυρίσω και να κοιτάξω μέσα στο βαμβακοχώραφο, ίσως και να έσωζα την κοπέλα. Έχω κρατήσει όμως τα χαρακτηριστικά του. Είχε μια πολύ μεγάλη μύτη και μια ελιά δίπλα από το δεξιό ρουθούνι», είπε στους αστυνομικούς ο 43χρονος.
Η συγκεκριμένη περιγραφή έφερε στο τμήμα όλους τους άνδρες της ευρύτερης περιοχής που είχαν μεγάλη μύτη, ανάμεσα τους και τα δίδυμα αδέλφια Γιάννη και Γιώργο Ιωαννίδη από τη Λεπτοκαρυά. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, στόχος του Ανδρονικίδη ήταν να παγιδεύει το Γιάννη Ιωαννίδη του οποίου και την περιγραφή έδωσε στην αστυνομία. Το λάθος του, όμως, ήταν πως αγνοούσε ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης είχε δίδυμο αδελφό.
Οι αστυνομικοί του παρουσίασαν την ταυτότητα του Γιώργου Ιωαννίδη τον οποίο και ο Ανδρονικίδης αναγνώρισε. Την επόμενη ημέρα τον έφεραν αντιμέτωπο με τον Γιάννη Ιωαννίδη τον οποίο υπέδειξε, επίσης, ως δολοφόνο. Τα αδέλφια, όμως, είχαν ακλόνητο άλλοθι. Περισσότεροι από 20 κάτοικοι των Γιαννιτσών παρουσιάστηκαν στη αστυνομία και περιέγραψαν που βρίσκονταν τα δυο αδέλφια το κρίσιμο 12ωρο, κατά το οποίο διαπράχθηκε η δολοφονία.
«Ήθελα μόνο να την απολαύσω»
Δεκατέσσερις ημέρες μετά τη δολοφονία της 22χρονης δασκάλας η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του δολοφόνου. Ο Κώστας Ανδρονικίδης ομολόγησε το έγκλημα του δηλώνοντας μετανιωμένος. «Ήθελα μόνο να την απολαύσω», είπε στους αστυνομικούς. Ο 43χρονος είχε δει τη νεαρή γυναίκα στο πατρικό της σπίτι, στο οποίο είχε επιστρέψει για να περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Όπως παραδέχτηκε στη συνέχεια, διάλεξε την παραμονή των Χριστουγέννων για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο του γιατί γνώριζε πως η κυκλοφορία των οχημάτων θα ήταν περιορισμένη, αφού όλοι μαζεύονταν την ημέρα αυτή νωρίς στα σπίτια τους. Έτσι, έστησε καρτέρι στη δασκάλα κρυμμένος στο σκοτάδι, καθώς η πιο κοντινή λάμπα βρισκόταν 200 μέτρα μακριά από το σημείο του εγκλήματος.
Στις 7.30 το απόγευμα η Κυριακή Νικολαΐδη περπατούσε με κατεύθυνση το σπίτι της. Έκανε κρύο και ήταν τυλιγμένη μέσα στο πλεκτό κασκόλ της. Φορούσε ένα γκρι παλτό με καρρώ και γάντια, ενώ στα χέρια της κρατούσε μια μικρή τσάντα. Όταν έφτασε στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο σπίτι της, δέχτηκε την επίθεση του Ανδρονικίδη, ο οποίος πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Ο άνδρας την χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι. Στη συνέχεια την έσυρε μέσα στο βαμβακοχώραφο και αφού προχώρησε περίπου δέκα μέτρα την ξάπλωσε στο χώμα και άρχισε να την γυμνώνει. Της έσφιξε τη μύτη και το στόμα για να μην φωνάξει και την έπιασε από το λαιμό.
«Εγώ τη σκότωσα. Δεν ήθελα όμως να τη σκοτώσω. Ήθελα μόνο να την απολαύσω. Δεν ξέρω πώς έγινε και σφίχτηκαν τα χέρια μου», είπε ο Ανδρονικίδης στους αστυνομικούς και συνέχισε την αφήγηση του: «Τον επιθανάτιο ρόγχο της τον εξέλαβα ως «γουργούρισμα» ηδονής και δεν έδωσα σημασία. Ύστερα διαπίστωσα πως η κοπέλα δε ζούσε. Ασέλγησα πάνω της λίγες στιγμές πριν πεθάνει. Μετά με έπιασε πανικός. Την άφησα, όπως ήταν μισόγυμνη, ανάμεσα στις βρεγμένες βαμβαβακόριζες και άρχισα να τρέχω με όση δύναμη διέθεταν τα πνευμόνια μου. Ήθελα να φύγω μακριά από τον τόπο που έγινα δολοφόνος. Ήθελα να μην βλέπω τα πελώρια γυάλινα μάτια της, που με κοιτούσαν την ώρα που η ανάσα μου της έκαιγε το λαιμό. Δεν ήθελα να γίνω φονιάς γιατί την κοπέλα την ποθούσα από καιρό. Τώρα σας τα είπα όλα γιατί βαρέθηκα να αρνούμαι για κάτι που έχω κάνει. Έκανα σφάλμα και μετανοώ. Τι βγαίνει όμως με αυτό. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει. Ας με συγχωρήσουν οι γονείς της και τα αδέλφια της για το κακό που τους έκανα. Ας με συγχωρήσουν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου για τη φουρτούνα που τους έφερα στο κεφάλι. Τώρα πια τα ξέρετε όλα. Από εδώ και πέρα είναι δουλειά δική σας».
Όπως ισχυρίστηκε ακόμη ο Ανδρονικίδης, όταν κατάλαβε πως η 22χρονη ήταν νεκρή με βήμα γοργό κατευθύνθηκε στον στάβλο του, που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά και κρύφτηκε εκεί. Προηγουμένως είχε πάρει από το πορτοφόλι της 800 δραχμές. Σκέφτηκε πως με αυτό τον τρόπο η αστυνομία θα στρέψει τις έρευνές της προς την κατεύθυνση της ληστείας. Ο 43χρονος, την επομένη της δολοφονίας, έδωσε τα χρήματα στον αδερφό του για να τον πληρώσει για το στάβλο που του είχε χτίσει.
Η δίκη και η καταδίκη
Μπορεί ο Ανδρονικίδης να ομολόγησε την αποτρόπαια δολοφονία τον Ιανουάριο του 1969, αλλά όταν ήρθε η ώρα να δικαστεί, τα πήρε όλα πίσω. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως ήταν αθώος και ότι υποχρεώθηκε να ομολογήσει, μετά από βάναυσα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της κράτησης του στην αστυνομία. Όπως κατήγγειλε ο Ανδρονικίδης, τον οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και τον άφησαν να στέκεται όρθιος για 36 ώρες. Τον τάιζαν αλμυρά και όταν ζητούσε νερό δεν του έδιναν. Του έκαναν φάλαγγα και τον χτυπούσαν μέχρι που δέχθηκε να υπογράψει την ομολογία, την οποία του έφεραν γραμμένη.
«Η αστυνομία ξυλοκόπησε και τους 300 ύποπτους που συνέλαβε. Κανείς δεν ομολόγησε, εκτός από τον Ανδρονικίδη», απάντησε ο εισαγγελέας αποδεχόμενος ουσιαστικά, στην προσπάθεια του να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, ότι η αστυνομία βασάνιζε υπόπτους. Γεγονός το οποίο δεν προκάλεσε καμία αντίδραση.
Ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρθηκε και στις προσπάθειες του Ανδρονικίδη να «βοηθήσει» δήθεν την αστυνομία να βρει το δολοφόνο, λέγοντας πως απώτερος στόχος του ήταν να θεωρηθεί υπεράνω υποψίας. Από την πλευρά της, η υπεράσπιση επιχείρησε να παρουσιάσει το θύμα ως μία ανήθικη κοπέλα, που προκαλούσε την προσοχή των αντρών. Επικαλέστηκε, μάλιστα, το γεγονός ότι τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία της, ένας συνάδελφος της, ο οποίος δήλωνε ερωτευμένος μαζί της, αυτοκτόνησε πηδώντας από τον Λευκό Πύργο και προσπάθησε να συνδέσει τον αυτόχειρα με το φόνο. Όπως αποκαλύφθηκε στο παρελθόν, η κοπέλα είχε πει «όχι» στην πρόταση γάμου ενός ακροβάτη και του είχε κάνει μήνυση κατηγορώντας τον ότι προσπάθησε να τη βιάσει. Οι συγγενείς και οι φίλοι της Κυριακής, στις καταθέσεις τους έκαναν λόγο για μια σοβαρή κοπέλα η οποία αγαπούσε τη δουλειά της και τα παιδιά.
Το δικαστήριο, τελικά, καταδίκασε τον Ανδρονικίδη σε ισόβια κάθειρξη. «Θα τον βρω μόνος μου τον δολοφόνο. Θα βάλω και ντετέκτιβ αν χρειαστεί. Είμαι αθώος», φώναξε στους δικαστές την ώρα που άκουσε την ετυμηγορία τους και λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη φυλακή.