Ο Μάνος Χατζιδάκις απεχθανόταν τα τραγούδια της Βουγιουκλάκη και τα «Παιδιά του Πειραιά» που του έδωσαν Όσκαρ.
Σαν σήμερα στις 15 Ιουνίου 1994 έφυγε από τη ζωή από οξύ πνευμονικό οίδημα ο μεγάλος συνθέτης, ποιητής, τραγουδοποιός και πιανίστας Μάνος Χατζιδάκις. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε μεταπολεμικά, με το θεωρητικό και συνθετικό έργο του, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση.
Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά, ενώ το 1960 κέρδισε το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά». Ένα βραβείο που ποτέ του δεν είδε με καλό μάτι. Όπως συνέβαινε και με τα τραγούδια που έγραψε για τις ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη που έγιναν τεράστιες επιτυχίες. Ο ίδιος θεωρούσε ότι του είχαν προσδώσει μια λαϊκότητα και κάτι τέτοιο δεν του άρεσε.
«Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της Τάξης του…», είχε πει.
Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδήγησε να αναζητήσει ένα ουσιαστικό περιεχόμενο για τη μουσική του και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορούσε για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μία βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκηρύσσει μεγάλο μέρος του «λαϊκότροπου» έργου του –γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο– για τον ίδιο λόγο.
«Τα παιδιά του Πειραιά»
«Τα παιδιά του Πειραιά» γράφτηκαν από τον Μάνο Χατζιδάκι, με την βοήθεια του Γιώργου Ζαμπέτα. Στην αυθεντική ελληνική τους έκδοση οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν και αυτοί από τον Χατζιδάκι μέσα σε ένα αυτοκίνητο που τον πήγαινε στο στούντιο να ηχογραφήσει τα τραγούδια για την ταινία και παρουσιάστηκαν για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» από την Μελίνα Μερκούρη.
Οι στίχοι στα ελληνικά (όσο και η γερμανική, ιταλική και γαλλική μετάφρασή τους) αναφέρονται στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της ταινίας, την Ίλια. Η Ίλια είναι μια ευτυχισμένη γυναίκα που απολαμβάνει τις χαρές της ζωής, των κατοίκων και της πόλης που ζει, του Πειραιά. Κερδίζει τα λεφτά της σαν εκδιδόμενη γυναίκα, αλλά κάποια μέρα συναντά έναν άνδρα ο οποίος είναι πλήρης και αυτός με τις χαρές της ζωής όπως και αυτή.
Το 1960, το τραγούδι ήταν υποψήφιο και τελικά κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού. Ο Χατζιδάκις δεν παρέστη στην τελετή απονομής στην Καλιφόρνια και το αγαλματίδιο του εστάλη αργότερα ταχυδρομικώς στην Ελλάδα. Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις αρχικά προσπάθησε να διαχειριστεί αλλά τελικά αποφάσισε να την αποφύγει, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος τη σχέση του με το ακροατήριό του.
«Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν μία από τις πρώτες δηλώσεις του. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», είχε πει.
Σύμφωνα με έναν μύθο που επικαλέστηκε στη «Μηχανή του Χρόνου» ο εκδότης Γιώργος Χρονας, ο Χατζιδάκις κάποτε λίγο έλειψε να πετάξει στα σκουπίδια το αγαλματίδιο που του χάρισαν «Τα παιδιά του Πειραιά». Το τραγούδι ήταν μέσα στα 10 πιο εμπορικά τραγούδια του 20ου αιώνα και τα έσοδα θα ήταν ανυπολόγιστα, αν ο Χατζιδάκις διατηρούσε τα δικαιώματα. Στην ίδια εκπομπή ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Λαζαρίδης αποκάλυψε ότι ο Χατζιδάκις πούλησε τα δικαιώματα του τραγουδιού και με τα χρήματα που πήρε, άλλαξε όλα τα μπροστινά του δόντια. «Μου τα έβαλαν τα παιδιά του Πειραιά», είχε πει με νόημα.
«Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα», είχε δηλώσει για το τραγούδι που έγινε τεράστια επιτυχία.