Oι δύο ληστές που είχαν στήσει καρτέρι εκείνο το χάραμα 22 Δεκεμβρίου 2008 στον 52χρονο κρεοπώλη Νίκο Ανδριόπουλο ήξεραν όλες τις κινήσεις του και ήταν αποφασισμένοι για όλα.
Δεν δίστασαν να τον πυροβολήσουν και να τον σκοτώσουν, για να του αρπάξουν τα χρήματα που είχε μαζί του για να αγοράσει κρέατα ενόψει των Χριστουγέννων.
Ο άτυχος καταστηματάρχης ξεψύχησε στα χέρια της συζύγου και της κόρης του, που με φωνές αγωνίας και δάκρυα στα μάτια περίμεναν μάταια το ασθενοφόρο…
Οι κακοποιοί ήξεραν ότι ο 52χρονος άνδρας συνήθιζε να πληρώνει με μετρητά τα κρέατα που προμηθευόταν από την αγορά.
Πλησίαζαν οι γιορτές και σκόπευε να γεμίσει το ψυγείο του καταστήματός του στο Γαλάτσι. Ξύπνησε πριν ακόμη ξημερώσει για να πάει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και γύρω στις 5 βγήκε από το σπίτι του, στην οδό Τσακάλωφ 26. Την ώρα που πήγαινε να επιβιβαστεί στο φορτηγό – ψυγείο του, που είχε σταθμεύσει το προηγούμενο βράδυ λίγα μέτρα μακριά, στη γωνία με την οδό Σκουφά, εμφανίστηκαν μπροστά του οι ληστές.
Κανείς δεν έμαθε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τον πυροβόλησαν και τον άφησαν βαρύτατα τραυματισμένο στο πεζοδρόμιο, για να του αρπάξουν ένα τσαντάκι που περιείχε 8 – 9.000 ευρώ, με τα οποία θα πλήρωνε το εμπόρευμα από την κρεαταγορά.
Βαρύτατα τραυματισμένος στην κοιλιά, ο 52χρονος κρεοπώλης κατάφερε να συρθεί μέχρι την πολυκατοικία όπου έμενε για να ζητήσει βοήθεια. Από το θυροτηλέφωνο φώναξε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει τη σύζυγό του Ελένη. Εκείνη κατέβηκε αλαφιασμένη και τον βρήκε αιμόφυρτο. Καλώντας ταυτόχρονα σε βοήθεια, τον μετέφερε στο διαμέρισμά τους και τηλεφώνησε έντρομη στην Αστυνομία και στο 166.
«Με χτύπησαν, μου πήραν τα λεφτά», ήταν οι μόνες λέξεις που κατάφερε να ψελλίσει.
Μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο ο άτυχος οικογενειάρχης είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της γυναίκας του και της 24χρονης κόρης του, που έβλεπαν το στήριγμά τους να σβήνει μπροστά στα μάτια τους…
Οι αστυνομικοί της Αμέσου Δράσεως που έφτασαν στο Γαλάτσι δεν ήξεραν τι όχημα να αναζητήσουν, προκειμένου να εντοπίσουν τους δράστες. Κανείς δεν είχε δει το παραμικρό. Πόσοι ήταν, εάν είχαν συνεργούς, με τι μέσον διέφυγαν. Την υπόθεση ανέλαβε το τμήμα ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής. To κίνητρο ήταν προφανές και ήταν η ληστεία. Έτσι οι έρευνες στράφηκαν στον κύκλο των συνεργατών του Νίκου Ανδριόπουλου.
Οι αστυνομικοί πίστευαν ότι κάποιοι γνωστοί του ήταν είτε οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας, είτε αυτοί που είχαν δώσει πληροφορίες, με άγνωστο «αντίτιμο», για τις κινήσεις του άτυχου κρεοπώλη. Κι αυτό γιατί οι ληστές φαίνεται πως ήξεραν το δρομολόγιο του Νίκου Ανδριόπουλου και το γεγονός ότι συνήθιζε να πληρώνει με μετρητά το εμπόρευμα για το κατάστημά του. Έστησαν τη φονική ενέδρα την ημέρα που θα ψώνιζε μεγάλη ποσότητα και ήταν αποφασισμένοι να αρπάξουν τα χρήματα με οποιοδήποτε τρόπο και τίμημα.
Ίσως ο άτυχος άνδρας αντέδρασε για να σώσει τα χρήματά του και τον πυροβόλησαν για να τον εξουδετερώσουν και να του κλείσουν το στόμα, πριν γίνουν αντιληπτοί από τους γείτονες. Ίσως τους αναγνώρισε. Κανείς δεν έμαθε ποτέ… Οι καταθέσεις δεν πρόσφεραν κάτι ουσιαστικό στις έρευνες της Ασφάλειας. Οι δολοφόνοι δεν άφησαν ίχνη και κατάφεραν να παραμείνουν στο σκοτάδι.
Ο Νίκος Ανδριόπουλος, παιδί πολυμελούς οικογένειας- είχε έξι αδέλφια- ξεκίνησε με μια αλλαξιά ρούχα από τους Αγίους Αποστόλους στον Πύργο Ηλείας για να δουλέψει στην Αθήνα και βήμα – βήμα κατάφερε να στήσει την επιχείρησή του στο Γαλάτσι. Στο κρεοπωλείο βοηθούσε όλη η οικογένεια. Και η σύζυγος και η κόρη του. Δούλευαν με τις ώρες και τα κατάφεραν. Η κόρη του τελείωσε το πανεπιστήμιο και βρήκε δουλειά.
Πάνω που είχε στρώσει η ζωή τους, ήρθε η τραγωδία…
Με πληροφορίες από: Εφ. «Πατρίς» / Εφ. «ΤΑ ΝΕΑ» / astinomiko.gr