Η ιστορία της Marianne Bachmeier είναι ένα από τα πιο συνταρακτικά γεγονότα αυτοδικίας στη Γερμανία, συγκλονίζοντας τόσο την κοινωνία της εποχής όσο και τον παγκόσμιο Τύπο. Η ίδια, τον Μάρτιο του 1981, πήρε τον νόμο στα χέρια της, πυροβολώντας τον άνθρωπο που κατηγορούνταν για τον βιασμό και τη δολοφονία της 7χρονης κόρης της, Anna.
Η πράξη που συγκλόνισε τη Γερμανία
Εκείνη τη μέρα, η Marianne μπήκε στη δικαστική αίθουσα και πυροβόλησε εφτά φορές τον Klaus Grabowski, έναν 35χρονο άντρα με βαρύ ποινικό μητρώο και καταδίκες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Οι σφαίρες της Bachmeier βρήκαν το στόχο τους, προκαλώντας τον θάνατό του και κάνοντας την ίδια πρωτοσέλιδο στον δυτικογερμανικό Τύπο. Η γερμανική κοινωνία παρακολούθησε έκθαμβη την υπόθεση και αναρωτήθηκε κατά πόσο η πράξη αυτή της μάνας ήταν δικαιολογημένη.
Η δύσκολη ζωή της πριν το τραγικό συμβάν
Η Marianne Bachmeier είχε ήδη περάσει μια ζωή γεμάτη τραγικά γεγονότα. Γεννημένη από γονείς που χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρή, μεγάλωσε σε μια σκληρή πραγματικότητα. Από νωρίς αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το βάρος του να γίνει μητέρα χωρίς σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον, καθώς τα δύο πρώτα της παιδιά δόθηκαν για υιοθεσία. Ένα από τα τραύματα της ζωής της ήταν ότι πριν ακόμα φέρει στον κόσμο τη δεύτερη κόρη της, έπεσε θύμα βιασμού. Η ζωή της όμως πήρε ακόμη πιο δραματική τροπή το 1980, όταν έχασε τη μονάκριβη κόρη της.
Η τραγική μοίρα της Anna και η φρικτή δολοφονία
Η Anna, που είχε γεννηθεί το 1973 και περιγραφόταν ως «χαρούμενη και ανοιχτόμυαλη», δολοφονήθηκε το 1980 σε ηλικία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αναφορές, το κορίτσι βρέθηκε στα χέρια του Grabowski όταν έκανε κοπάνα από το σχολείο για να επισκεφτεί το σπίτι μιας φίλης της. Ο Grabowski, έχοντας στο παρελθόν καταδικαστεί για παρόμοια εγκλήματα, απήγαγε τη μικρή και την κράτησε όμηρο, πριν την στραγγαλίσει με ένα καλσόν.
Οι ισχυρισμοί του δολοφόνου
Η υπεράσπιση του Grabowski, που ήταν το ίδιο σοκαριστική όσο και αποτρόπαια, βασίστηκε στην κατηγορία πως το ίδιο το παιδί τον είχε εκβιάσει, λέγοντας ότι θα αποκάλυπτε δήθεν ψεύτικες κατηγορίες εις βάρος του. Αυτή η γραμμή υπεράσπισης δεν έκανε παρά να εξαγριώσει τη Marianne, η οποία δεν μπορούσε να αντέξει τα όσα άκουγε για την κόρη της.
Η εκδίκηση της μάνας
Στις αρχές Μαρτίου του 1981, και ενώ η δίκη βρισκόταν σε εξέλιξη, η Marianne εμφανίστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου οπλισμένη. Μια μπερέτα κρυμμένη στην τσάντα της ήταν το μέσο με το οποίο επρόκειτο να βάλει τέλος στη ζωή του Grabowski. Όταν η Bachmeier έβγαλε το όπλο, δεν δίστασε. «Ήθελα να τον σκοτώσω», φέρεται να είπε αμέσως μετά. Τον αποκάλεσε «γουρούνι» και άφησε το μίσος και την οργή της να ξεσπάσουν.
Το δικαστήριο και οι επακόλουθες αποφάσεις
Η Bachmeier βρέθηκε γρήγορα από τη θέση της χαροκαμένης μητέρας στη θέση της κατηγορούμενης. Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης και οι κάμερες όλου του κόσμου συγκεντρώθηκαν στη δίκη της. Η υπεράσπισή της ισχυρίστηκε ότι η πράξη της έγινε σε κατάσταση συναισθηματικής διαταραχής και η Marianne καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση, από τα οποία εξέτισε μόνο τα τρία.
Μια δίκη που δίχασε τη γερμανική κοινωνία
Η πράξη της Marianne Bachmeier δίχασε τη γερμανική κοινή γνώμη. Από τη μια πλευρά, υπήρχαν αυτοί που την έβλεπαν ως ηρωίδα, ως τη μάνα που εκδικήθηκε το φρικτό τέλος του παιδιού της. Από την άλλη, υπήρχαν εκείνοι που την κατηγορούσαν ως εγκληματία, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε το δικαίωμα να παρακάμψει το δικαστικό σύστημα. Η υπόθεση συζητήθηκε ευρέως, και το γερμανικό περιοδικό «Stern» αγόρασε την ιστορία της έναντι υψηλού ποσού, δημοσιεύοντας άρθρα που ανέλυαν κάθε πλευρά της ζωής της.
Η αποφυλάκιση και οι τελευταίες μέρες της
Η Bachmeier αποφυλακίστηκε το 1985, έχοντας εκτίσει τη μισή ποινή της. Στη συνέχεια, παντρεύτηκε και έφυγε για τη Νιγηρία, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σικελία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας και επέστρεψε στη Γερμανία. Σε τηλεοπτική συνέντευξή της παραδέχτηκε ότι η απόφασή της να σκοτώσει τον Grabowski ήταν συνειδητή και στοχευμένη, θεωρώντας ότι η δικαιοσύνη δεν θα προστάτευε τη μνήμη της κόρης της. Έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 1996, και ενταφιάστηκε δίπλα στην αγαπημένη της Anna.
Η καταδίκη που δίχασε ένα ολόκληρο έθνος
Η Marianne βρέθηκε στη δίνη ενός ανεπανάληπτου κυκλώνα. Η δίκη της συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Αυτή η «αδίστακτη πράξη εκδίκησης», όπως έγραψε αμερικανική εφημερίδα, την είχε κάνει διασημότητα.
Το εβδομαδιαίο γερμανικό περιοδικό «Stern» αγόρασε τα δικαιώματα της ιστορίας της έναντι 250.000 μάρκων και δημοσίευσε μια σειρά από άρθρα που ξεψάχνιζαν το παρελθόν της. Μια εργαζόμενη μητέρα ήταν που είχε παλέψει πολύ στη ζωή της και της έτυχαν πολλά και τραγικά, κατέληγε το περιοδικό.
Το οποίο δεν προλάβαινε να διαβάζει τα χιλιάδες γράμματα των αναγνωστών. Η κοινή γνώμη της Γερμανίας είχε χωριστεί στα δυο. Για άλλους δεν ήταν παρά μια χαροκαμένη μάνα που θέλησε απλώς να εκδικηθεί τον βίαιο φόνο του παιδιού της.
Για άλλους όμως ήταν μια ψυχρή δολοφόνος που πήρε τον νόμο στα χέρια της, απορρίπτοντας τον θεσμό της δικαιοσύνης μιας ευνομούμενης πολιτείας. Κάποιοι την κατανοούσαν και κάποιοι την καταδίκαζαν για την αυτοδικία.
Έκτισε τη μισή ποινή της και αποφυλακίστηκε το 1985
Σύμφωνα με το γκάλοπ που έκανε εκείνο τον καιρό το Allensbach Institute, το 28% των Γερμανών είδε ως σωστή την ποινή των 6 ετών για τις πράξεις της. Ένα 27% θεώρησε την τιμωρία πολύ βαριά και ένα 25% έκρινε πως η φόνισσα έπεσε στα μαλακά.
Εκείνη αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 1985, έχοντας εκτίσει τη μισή ποινή. Παντρεύτηκε την ίδια χρονιά έναν δάσκαλο και το 1988 μετακόμισαν οικογενειακώς στη Νιγηρία, για να διδάξει εκείνος σε γερμανικό σχολείο του Λάγος.
Στην Αφρική έμεινε ως το 1990, όταν πήρε διαζύγιο από τον σύζυγό της και μετακόμισε στη Σικελία. Εκεί, στο Παλέρμο, έζησε ως το 1996, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα της για τις τελευταίες στιγμές της.
Μίλησε μόλις δύο φορές στη ζωή της για εκείνη τη μέρα, μία φορά στο γερμανικό ραδιόφωνο το 1994 και μία στην τηλεόραση το 1995.
Ο θάνατος της
Στην τηλεοπτική συνέντευξη παραδέχτηκε πως σκότωσε τον φονιά της κόρης της έπειτα από «προσεκτική εξέταση», ώστε να αποδώσει δικαιοσύνη για το έγκλημά του και να μην ακούγονται τερατώδη ψέματα για την κόρη της από το στόμα του.
Ξέροντας πια πως το τέλος της είναι κοντά, κάλεσε έναν δημοσιογράφο του σταθμού NDR να καταγράψει με την κάμερά του τις τελευταίες της στιγμές.
Πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 1996, σε ηλικία 46 ετών, στο νοσοκομείο του Λίμπεκ. Δεν κατάφερε να επιστρέψει στο σπίτι της στο Παλέρμο, όπου ήθελε να αφήσει την τελευταία της πνοή.
Την ενταφίασαν στον ίδιο τάφο με την κόρη της Anna, στο δημοτικό κοιμητήριο…