Σαν σήμερα, στις 20 Απριλίου του 1913, γεννήθηκε o αγαπημένος μας «O θείος μας ο Μίμης», ο κορυφαίος κωμικός, ο γλυκός άνθρωπος, ο βαθιά σκεπτόμενος καλλιτέχνης, ο ανυποχώρητος μάγκας στη ζωή, στον αγώνα, στην τέχνη, στην εθνική αντίσταση.
Ο λόγος για τον μοναδικό και αξέχαστο Έλληνα ηθοποιό Μίμη Φωτόπουλο.
Ο Μίμης Φωτόπουλος θα ζει για πάντα, μέσα από τις ταινίες του, αλλά και το συγγραφικό του έργο, ενώ οι παλαιότεροι θα θυμούνται πάντα με συγκίνηση τις υποκριτικές του δυνατότητες στο θέατρο, και αυτοί που τον γνώρισαν την έξω καρδιά, τα γλέντια, την αυθεντικότητα του χαρακτήρα, την μπέσα, τον αγνό ιδεολόγο.
Ο θρυλικός «Πετράκης» της κλασικής κωμωδίας «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», το πιο αγαπημένο «Σοφεράκι» του σινεμά, ο πιο γλυκός «ζητιάνος» στην αθάνατη «Κάλπικη Λίρα», δεν ξεχνιέται με τίποτα. Με την αμεσότητα του χαρισματικού του ύφους, τη ζεστή χροιά της φωνής του, την αντίληψη του χιούμορ και του λαϊκού του αυθορμητισμού, θα προκαλεί το πηγαίο γέλιο και τη συγκίνηση, θα βάζει για πολλά πολλά, ακόμη, χρόνια το αλατοπίπερο που χρειάζεται η ζωή και τη ζάχαρη για να μας γλυκαίνει και στις πιο δύσκολες ώρες.
Από τη Ζάτουνα και την ορφάνια στο θέατρο
Γεννήθηκε σε ένα πασίγνωστο, σήμερα, χωριό, στη Ζάτουνα Αρκαδίας. Πασίγνωστο όχι γιατί γεννήθηκε ο Μίμης Φωτόπουλος (8 Απριλίου 1913) αλλά -όπως έγραψε ο ίδιος στη αυτοβιογραφία του «Το ποτάμι της ζωής μου» – επειδή εκεί εξόρισε η χούντα τον Μίκη Θεοδωράκη. Λόγω του πρόωρου θανάτου τού πατέρα του, έμεινε ορφανός και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Δεν θα ήταν όμως τα μοναδικά, γιατί θα έρθουν και τα χειρότερα. Θα σπουδάσει για δυο χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, για να τα παρατήσει και να ακολουθήσει το όνειρό του, σπουδάζοντας στη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου.
Από την Εθνική Αντίσταση στην Ελ Ντάμπα
Οι δυσκολίες, ωστόσο, δεν θα τελειώσουν και μετά τον πόλεμο, ήρθε η κατοχή και η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ, πάλεψε για την απελευθέρωση της πατρίδας του και μετά τα Δεκεμβριανά του 1944 -και αφού τα βρετανικά στρατεύματα του έκαψαν το σπίτι που έμενε με τον αδελφό του- συνελήφθη από τους Βρετανούς, για να βρεθεί στο διαβόητο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα. Οι δικοί του θα χάσουν τα ίχνη του και θα επιστρέψει τελικά το 1945 στην Ελλάδα. Την πίκρα του από την εμπειρία της κράτησής του θα την αποτυπώσει στο βιβλίο του «Όμηρος των Εγγλέζων – Ελ Ντάμπα».
Οι συνθήκες επιβίωσης ήταν πολύ δύσκολες και ειδικά για Έλληνες που δεν μπορούσαν να αντέξουν το απάνθρωπο κλίμα της αφρικάνικης ερήμου, ενώ οι δεσμοφύλακες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δυσκολέψουν περαιτέρω τη ζωή των κρατουμένων. Χάθηκαν πολλές ζωές, ευτυχώς, ο Φωτόπουλος ήταν απ’ αυτούς που επέστρεψαν από την κόλαση.
Το «μπουλούκι» της επανεκκίνησης
Παρόλα αυτά, θα βρει το κουράγιο να πιάσει και πάλι από την αρχή το νήμα που θα τον έκανε ίσως τον πιο αγαπητό ηθοποιό στη χώρα. Προπολεμικά είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός, σε ηλικία 19 χρόνων στην παράσταση «Λοκαντιέρα» με το θίασο Κουνελάκη, ενώ δυο χρόνια αργότερα, το 1934 θα ξεκινήσει την πρώτη του περιοδεία με το «μπουλούκι» τού Θεμιστοκλή Νέζερ.
Θέατρο Τέχνης και Δον Καμίλο
Μετά την επιστροφή του, θα ‘χει την τύχη να συνεργαστεί με το πρωτοεμφανιζόμενο Θέατρο Τέχνης, με έργα όπως «Βυσσινόκηπος», του Τσέχοφ, «Αγριόπαπιες» του Ίψεν, «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ, και με το θέατρο του Βασιλικού Κήπου. Η επιτυχία του τεράστια και το 1952 θα δημιουργήσει τον δικό του θίασο, με τον οποίο περιόδευσε σε πολλές χώρες του εξωτερικού, ακόμη και στην Αμερική. Κάπου εκεί ήρθε και το θεαματικό του μπάσιμο στη βιοτεχνία του ελληνικού σινεμά, παρότι το θέατρο δεν το εγκατέλειψε ποτέ, κάνοντας τεράστιες επιτυχίες, πολλές φορές μαζί με τον φίλο του Ντίνο Ηλιόπουλο, αλλά και σε πολλές άλλες παραστάσεις, όπως στον περίφημο «Δον Καμίλο» που μετέφερε και στην τηλεόραση.
Αξιαγάπητο «σοφεράκι»
Το 1848 θα πρωτοεμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη, με τη «Μαντάμ Σουσού», θα παίξει και θα ξεχωρίσει στην πασίγνωστη κωμική σάτιρα «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», στην απολαυστική κωμωδία «Έλα στον Θείο», δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη και στο εξαιρετικό μελόδραμα «Ο Γρουσούζης» με τον Ορέστη Μακρή. Η πρώτη του τεράστια επιτυχία θα έρθει με την κλασική ρομαντική κωμωδία «Το Σοφεράκι» του Γιώργου Τζαβέλλα, όπου θα ενσαρκώσει με μοναδικό τρόπο τον αυτοκινητιστή, τον γλεντζέ μάγκα, που θα του βάλει μυαλό, ο έρωτάς του με τη Σμαρούλα Γιούλη.
Από τη λάμψη στην παρακμή
Για πέντε έξι χρόνια θα συνεχιστούν οι τεράστιες επιτυχίες στο σινεμά, καθώς πρωταγωνιστεί και συμμετέχει σε αγαπημένες ταινίες, μερικές απ’ τις οποίες έχουν και καλλιτεχνική αξία. Ενδεικτικά κάποιες απ’ αυτές ήταν «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά» με Λογοθετίδη, «Ο Φανούρης και το Σόι του», «Τα Κίτρινα Γάντια» και πάλι με Λογοθετίδη, «Φτωχαδάκια και Λεφτάδες», με Σταυρίδη και φυσικά η τελευταία μεγάλη του προσωπική επιτυχία «Ο Θόδωρος και το Δίκαννο». Η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη, καθώς ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 να παρακμάζει, ενώ με τη χούντα έφτασε σχεδόν στην πλήρη κατάρρευση.
Η… μαυρίλα και το κολάζ
Τη μαύρη επταετία ο Φωτόπουλος, που είχε μείνει μόνος του με τις δυο κόρες του, καθώς η γυναίκα του Μαργαρίτα Τσάλα είχε εξοριστεί στη Γυάρο, βρήκε διέξοδο στη ζωγραφική, αναδεικνύοντας ακόμη ένα ταλέντο του, χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ με γραμματόσημα και κάνοντας συνολικά δέκα εκθέσεις έργων. Ακόμη, πάντα έβρισκε χρόνο για να γράψει ποίηση (τέσσερις ποιητικές συλλογές), ασχολήθηκε και με τον συνδικαλισμό, στον δύσκολο χώρο του θεάματος, ως μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου, ενώ υπήρξε και πρόεδρος του πρωτοποριακού κινητού θεάτρου Άρμα Θέσπιδος.
Ο Μίμης Φωτόπουλος, που μας άφησε την αγαπημένη του μορφή σε πάνω από 100 ταινίες, θα «φύγει» ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς στις 29 Οκτωβρίου του 1986, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης σε όλους τους Έλληνες – ακόμη και στους ιδεολογικούς του αντιπάλους. Άλλωστε, ο «θείος Μίμης» ήταν απ’ αυτούς που η ύπαρξή του ένωνε τον ελληνικό λαό.