«Μένω σπίτι με τον εχθρό μου» – Κίνδυνος αύξησης της ενδοοικογενειακής κακοποίησης στην εποχή του κορονοϊού!

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ιλιγγιώδης εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού παγκοσμίως, λαμβάνονται καθημερινώς μέτρα σημαντικού περιορισμού της κίνησης των πολιτών που φτάνουν και μέχρι την πλήρη απαγόρευση της κυκλοφορίας.

Ο υποχρεωτικός αυτός εγκλεισμός της οικογένειας στο σπίτι ενέχει σοβαρό κίνδυνο υποτροπής της ενδοοικογενειακής κακοποίησης.

Ξαφνικά, τα ανυπεράσπιστα άτομα, συνήθως γυναίκες ή και ανήλικα παιδιά, βρίσκονται παγιδευμένα όλο το 24ωρο με τον κακοποιό τους, σύντροφο ή σύζυγο και μάλιστα χωρίς καμία περίπτωση διαφυγής τους. Ο κίνδυνος πολλαπλασιασμού των κρουσμάτων βίας και η αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς μέσα στο σπίτι οφείλεται και στις ιδιαίτερα στρεσογόνες συνθήκες που δημιουργεί ο φόβος τυχόν μολύνσεως από τον ιό που οδηγεί και στον φόβο θανάτου, το άγχος και η αβεβαιότητα που σχετίζονται με την οικονομική επιβίωση λόγω της μείωσης των εισοδημάτων ή το χάσιμο της εργασίας.    

Στην ελληνική νομοθεσία (ν.3500/2016, όπως τροποποιήθηκε με τον ν.4531/2018) ενδοοικογενειακή βία θεωρείται κάθε αξιόποινη πράξη σε βάρος μέλους της οικογένειας που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης και τα τέκνα τους, αλλά και μεταξύ άλλων στενών συγγενών εφόσον συνοικούν.

Μία από τις συνηθέστερες μορφές της είναι η ενδοοικογενειακή σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του θύματος η οποία τιμωρείται με φυλάκιση που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 5 έτη αποτελώντας ένα σοβαρότατο πλημμέλημα που μπορεί να οδηγήσει τον δράστη μέχρι και στη φυλακή. Στον ίδιο νόμο προβλέπονται και επιβαρυντικές περιπτώσεις που αναβαθμίζουν το αδίκημα σε κακούργημα με σοβαρότατες συνέπειες για τον δράστη.

Επίσης, στον νέο Ποινικό Κώδικα (άρθρο 333 παρ.2 ΠΚ) περιγράφεται η αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη που προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου ανυπεράσπιστου που συνοικεί μαζί του ή σε βάρος συζύγου ή συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους. Δράστες της ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να είναι οι γονείς ή τα τέκνα ενήλικα ή ανήλικα, σύντροφοι συμφώνου συμβίωσης. 

Σημαντικό είναι να γνωρίζουν τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας ότι η παράνομη αυτή πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως, δηλαδή αρκεί η Αστυνομία ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή να λάβει γνώση των περιστατικών, χωρίς να απαιτείται η υποβολή μήνυσης εκ μέρους του θύματος, στην περίπτωση μάλιστα που φοβάται να καταγγείλει αυτοπροσώπως το συμβάν.

Επίσης, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων σε βάρος του δράστη.

Επίσης, στην Ελληνική Αστυνομία υπάρχει ειδική υπηρεσία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική προστασία των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας στις περιφέρειες της χώρας και στις διευθύνσεις Αστυνομίας κάθε νομού. Αυτές αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση ενημέρωσης και προστασίας των θυμάτων, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες όλων των δήμων της χώρας και τα συμβουλευτικά κέντρα δεν έχουν σταματήσει αυτή την περίοδο τη λειτουργία τους προσφέροντας συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική στήριξη, όπως και η γραμμή βοήθειας 15900 επί 24ωρου βάσεως.  

Δυστυχώς, τα μέτρα απομόνωσης και εγκλεισμού που επιβάλλονται παγκοσμίως υποχρεώνουν σε μια άκρως επικίνδυνη εγγύτητα δράστες και θύματα, οπότε η Πολιτεία θα πρέπει αυτή την κρίσιμη περίοδο να προσφέρει αυξημένη προστασία στην οικογένεια και στην παιδική ηλικία μέσω των κοινωνικών της δομών αλλά και της άμεσης εκδίκασης των υποθέσεων αυτών από τα δικαστήρια.

Από την Φλώρα Η. Κατσαρού, Δικηγόρο.

Σπούδασε νομικά στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Konstanz της Γερμανίας. Είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών από το 2005 και μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.  Από το 2003 εργάζεται ως δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο του ποινικολόγου Αριστείδη Οικονομίδη.

πηγή

Exit mobile version