Μοιάζει με σενάριο ταινίας, όμως συνέβη στ’ αλήθεια… Η αστυνομία βρήκε στο σπίτι ένα ΛΟΤΤΟ που κέρδιζε ένα πολύ μεγάλο για την εποχή ποσό. Η πρώτη σκέψη ήταν πως επρόκειτο για ληστεία αλλά…
Είναι 17 Νοεμβρίου του 1991. Σε ένα διαμέρισμα σε πολυκατοικία επί της Ιεράς Οδού χτυπάει το σταθερό τηλέφωνο. Δεν απαντάει κανείς. Χτυπάει ξανά. Και πάλι όμως δεν υπάρχει απόκριση. Χτυπάει ξανά και ξανά. Σταματάει. Ανησυχία θεριεύει σε αυτήν που τηλεφωνεί.
Μέσα σε αυτό το διαμέρισμα ζούσε η Π. Γ. Στο τηλέφωνο ήταν μια φίλη της που είχαν δώσει ραντεβού να πάνε για ψώνια. Ήταν Κυριακή. Η Π. ήταν μια 63χρονη καθαρίστρια, συνταξιούχος, που ζούσε μόνη της και είχε ελάχιστες συναναστροφές με ανθρώπους. Μόνο αυτή τη φίλη και μερικές γειτόνισσες.
Η γειτόνισσα της ήταν που θορυβήθηκε από τη σιωπή και τηλεφώνησε στην αστυνομία για να έρθει να ελέγξει. Ένας αστυνομικός βρέθηκε στο σπίτι της γειτόνισσας, πήδηξε από το μπαλκόνι της σε αυτό της Π. και καθώς ήταν κλειδωμένο, αρκέστηκε να κοιτάξει απλώς μέσα από το παράθυρο. Δεν είδε τίποτα το μεμπτό, οπότε επέστρεψε στο καθήκον.
Οι ώρες περνούσαν όμως και η Π. δεν έδινε σημεία ζωής. Έφτασε βράδυ και μια άλλη γειτόνισσα που είχε μάθει ότι αγνοείται, κάλεσε την αστυνομία και προσέφερε την πληροφορία-κλειδί: στη διάρκεια του πρωινού είχε ακούσει φωνές και σπασίματα, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πόση ώρα διήρκεσαν.
Η αστυνομία ήρθε ξανά, αυτή τη φορά αποφασισμένη να μπει στο σπίτι. Κλήθηκε ο αδερφός της Π. για να υπάρχει παρόντας ένας συγγενής για νομικούς λόγους, φώναξαν έναν κλειδαρά και μπήκαν μέσα. Αυτό που αντίκρυσαν, ούτε που το φαντάζονταν. Η Π. βρισκόταν άψυχη και πεσμένη στο πάτωμα του σαλονιού, γύρω της το αίμα της είχε απλωθεί και άρχιζε να πήζει και το σώμα της ήταν διάτρητο από 30 μαχαιριές!
Το κερδισμένο δελτίο του ΛΟΤΤΟ
Σε μια τέτοια εποχή, τέτοια εγκλήματα τα συναντούσε κανείς μόνο στα βιβλία του Μαρή. Γι΄αυτό και το έγκλημα διαδόθηκε γρήγορα από στόμα σε στόμα και σύντομα είχε βουίξει η Αθήνα. Η αστυνομία βρήκε στο σπίτι ένα ΛΟΤΤΟ που κέρδιζε ένα πολύ μεγάλο για την εποχή ποσό (400.000 δραχμές). Η πρώτη σκέψη ήταν πως επρόκειτο για ληστεία που εξελίχθηκε σε δολοφονία εν θερμώ. Μάλιστα έγινε γνωστό ότι η ίδια είχε μιλήσει για το κερδισμένο δελτίο και οι γείτονες τη ζήλευαν για την τύχη της.
Δεν ήταν όμως έτσι. 30 μαχαιριές δε μπορούσαν να δικαιολογηθούν με αυτό το σενάριο. Η πόρτα και η μπαλκονόπορτα δεν είχαν σημάδια παραβίασης, το σπίτι δεν ήταν ακατάστατο για να υποστηριχθεί ότι ο ληστής έψαχνε μέχρι να το βρει, άρα κάποιος γνωστός της είχε μπει, τον είχε βάλει η ίδια και ήξερε καλά το σπίτι.
Οι υποψίες της αστυνομίας περιορίστηκαν σε συγκεκριμένα άτομα και ο 28χρονος γιος της ήταν ανάμεσα τους. Άλλωστε, οι σχέσεις τους δεν ήταν ιδιαίτερα θερμές, με τον 28χρονο να εμφανίζεται σπάνια στο σπίτι της Ιεράς Οδού.
Μετά από μια πρώτη ανάκριση αφέρθηκε ελεύθερος. Όμως η έρευνα κύκλωνε όλο και περισσότερο εκείνον. Δεν επρόκειτο για σεσημασμένο εγκληματία. Γι΄αυτό και στη δεύτερη φορά αποφάσισε να πει όλη την αλήθεια.
«Με είχε σκοτώσει χίλιες φορές, τη σκότωσα μία. Με κυνηγούσε από τότε που γεννήθηκα. Πίστευα ότι έτσι θα ελευθερωθώ».
Ο 28χρονος περιέγραψε στην αστυνομία ότι δεν είχε κανένα σχέδιο να την σκοτώσει. Είχε πάει σπίτι της για να της ζητήσει 5.000 δραχμές, εκείνη του τις έδωσε και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Τίποτα εμφανές τουλάχιστον, μιας και μέσα στον 28χρονο έβραζε ένας θυμός πολλών ετών.
«Το μόνο που θυμάμαι είναι το ξύλο. Με χτυπούσε συνέχεια, οκτώ φορές την ημέρα. Άλλος θα είχε γίνει φυτό. Δεν ξέρω γιατί με γέννησε η μάνα μου. Μου έδινε κάποια διατροφή και με άφηνε στα ορφανοτροφεία».
Με τη μητέρα του είχαν ζήσει στη Γερμανία μέχρι τα 3 του, πατέρα δε γνώρισε ποτέ και κατά τα λεγόμενα του δεν τον αγάπησε ποτέ η μητέρα του.
Εκείνη τη στιγμή, όταν ξεκίνησε το ντελίρριο μαχαιριών, ο 28χρονος υποστήριξε ότι μιλούσε στη μητέρα του για τα προβλήματα του κι εκείνη δεν του έδινε σημασία. Αυτό τον εξόργισε, είδε το μαχαίρι μπροστά του, το πήρε και δεν σταμάτησε μέχρι την 30η μαχαιριά.
Μόλις κατάλαβε τι είχε κάνει, έφυγε τρέχοντας, πέταξε το μαχαίρι και στη συνέχεια πέταξε τα ματωμένα ρούχα του σε έναν κάδο σκουπιδιών.
Δεν έδειξε στιγμή να μετανιώνει γι΄αυτή του την αποτρόπαια πράξη. Οι τελευταίες κουβέντες στη δίκη του ήταν ενδεικτικές.
«Ο σκοτωμένος δεν σκοτώνει. Κι εγώ είμαι ήδη νεκρός ψυχικά. Μη με ρωτάτε άλλο, πάει τελείωσε για μένα. Αισθάνομαι ένα κενό. Ούτε μετανιώνω, ούτε χαίρομαι, ούτε τίποτα»!
Πηγές: menshouse.gr, mixanitouxronou.gr