Μακάρι να είχα κάνει έκτρωση για να μην υπoφέρει το παιδί μου-ΦΩΤΟ

βρέφος

Mε βί@σαν όταν ήμουν 17, γέννησα στα 18 και το μωρό πέθανε όταν ήμουν 19.

Δεν μπορώ να θυμηθώ το χρώμα του ουρανού όταν ξύπνησα το πρωί μετά το βιασμό ή πώς ήταν η ζωή μου πριν την επίθεση. Πιστεύω πως έτσι γίνεται με όλες τις γυναίκες που βιάστηκαν. «Παγιδεύονται» κάπου ανάμεσα στο πριν και το μετά.

Θυμάμαι όμως αυτό: ένα αγόρι από το σχολείο μου που πίστευα ότι ήταν φίλος μου. Τον κάλεσα σπίτι μου να δούμε ταινία και από την αρχή κιόλας του έργου άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το πόδι μου. Όταν του ζήτησα να σταματήσει μου είπε με θράσος «δεν θέλω». Σκέφτηκα πως αν σηκωθώ και φύγω δεν θα με ακολουθούσε και έτσι πήγα στην κουζίνα να πιω νερό.

Εκείνος όμως με ακολούθησε και θυμάμαι να με πιέζει έντονα πίσω από τον πάγκο της κουζίνας και να μου κόβει την αναπνοή. Το χέρι του από το στόμα μου πήγε στο λαιμό μου και με έπνιγε. Θυμάμαι τον ήχο των ρούχων μου που σκίζονταν, τα ουρλιαχτά μου και την απεγνωσμένη προσπάθειά μου να ξεφύγω.

Ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα. Όσο κι αν πάλευα να ξεφύγω δεν μπορούσα μέχρι που στο τέλος κατέρρευσα και αφέθηκα στη μοίρα μου. Σταμάτησα να παλεύω και έμεινα ακίνητη. Ήταν λες και η ψυχή μου είχε αφήσει το σώμα μου και ο, τι συνέβαινε δεν συνέβαινε σ’ εμένα.

Δεν τον θυμάμαι να φεύγει από το σπίτι μου. Θυμάμαι μόνο το αίμα στον λευκό πάγκο της κουζίνας. Γενικά δεν θυμάμαι και πολλά. Δεν θυμάμαι αν όντως ούρλιαζα. Με θυμάμαι να μαζεύω τα ρούχα μου και να πηγαίνω στο δωμάτιό μου.

Δεν σκέφτηκα να το πω στη μητέρα μου ή να καλέσω την αστυνομία. Γενικά δεν ήμουν σε θέση να επεξεργαστώ ό, τι μου είχε συμβεί. Κάθισα στο κρεβάτι και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τους ώμους μου, αλλά δεν άντεχα ούτε τα δικά μου χέρια.

Αναρωτήθηκα αν ήμουν ικανή να αυτοκτονήσω, να πέσω και να πνιγώ στην πισίνα του σπιτιού μας. Φανταζόμουν τον εαυτό μου να βυθίζεται κοιτάζοντας τον πάτο της πισίνας και ανοίγοντας το στόμα.

Ήμουν αριστούχα μαθήτρια, μαζορέτα και μέλος της χορωδίας. Ήμουν μία κλασική έφηβη που ανησυχούσε για τις επιδόσεις της και αποζητούσε την τελειότητα.

Ήμουν φιλόδοξη και είχα μεγάλες προσδοκίες από τον εαυτό μου, αλλά μέσα σε τρεις μήνες μετά το βιασμό οι βαθμοί μου έπεσαν κατακόρυφα, έφυγα από τις μαζορέτες, άρχισα να αρρωσταίνω όλο και πιο συχνά και να λείπω από το σχολείο, έχασα κιλά, προσπάθησα να αυτοκτονήσω και σταμάτησα να κάνω σχέδια.

Λίγους μήνες μετά το βιασμό μου η μητέρα μου βρήκε ένα βιβλίο με τίτλο «Πώς θα συνέλθεις μετά από ένα βιασμό» τυλιγμένο σε μία εφημερίδα κάτω από το κρεβάτι μου. Έβαλε τα κλάματα και μου ζήτησε συγνώμη γιατί όπως μου είπε, δεν κατάλαβε τι μου συνέβαινε, ενώ ήταν φως φανάρι.

Ένιωσα την ενοχή και την ανησυχία της σαν δύο χοντρά, ασφυκτικά πλοκάμια γύρω μου. Εκείνη την εποχή δεν ήθελα να με αγαπάει κανείς. Ένιωθα ότι το σώμα και η ψυχή μου ήταν βρώμικα.

Τη στιγμή που πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα, μία επίσκεψη στο γυναικολόγο με διαβεβαίωσε ότι μπορούσαν να γίνουν πολύ χειρότερα απ’ ότι πίστευα. Ήθελε η μητέρα μου να με εξετάσει ο γιατρός για σeξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, αλλά η διάγνωση ήταν άλλη: εγκυμοσύνη.

Ήμουν τόσο ασταθής διανοητικά τους μήνες μετά το βιασμό, το μυαλό μου ήταν τόσο μακριά από το σώμα μου, που δεν σκέφτηκα καν ότι οι αναγούλες, οι εμετοί και οι ίλιγγοι το διάστημα μετά ήταν συμπτώματα εγκυμοσύνης.

Η περίοδος μου ήταν πάντα ασταθής και το στομάχι μου τώρα τελευταία όχι στα καλύτερά του, αλλά μια εγκυμοσύνη; Τι θα γινόταν παρακάτω;

Η νοσοκόμα μου έριξε μία γρήγορη ματιά και ξεκίνησε να γράφει. «Ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας;», ρώτησε ξερά και αυταρχικά.

«Με βίασαν» της είπα καθώς παρακολουθούσα το στυλό να σταματάει ανάμεσα στα δάχτυλά της.

Η μητέρα μου ήταν μαζί μου σε κάθε εξέταση και σε κάθε υπερηχογράφημα που έκανα. Ήμουν τόσο φοβισμένη στο καθένα απ’ αυτά που δεν ήθελα να κοιτάξω καν την οθόνη και να αντιμετωπίσω τα αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία το βιασμού μου.

«Θέλετε μήπως αυτή τη φορά να μάθετε το φύλο;», μας ρώτησε ο γιατρός και εγώ εντελώς άνευρα έγνεψα καταφατικά. «Είναι κορίτσι». Δεν υπήρχε λόγος να αρνούμαι. Σε ένα μήνα θα γεννούσα, έπρεπε να ξέρω.

Αμέσως παρατήρησα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Σκούπισε τον ιδρώτα του, κοίταξε και ξανακοίταξε την οθόνη, συνοφρυώθηκε. Η νοσοκόμα καθάρισε την κοιλιά μου από το ζελέ και μας ζήτησε να την ακολουθήσουμε στο γραφείο του γιατρού. Μόλις καθίσαμε η μητέρα μου έπιασε το χέρι μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάζω την καρέκλα απέναντί μου. Και οι δύο ξέραμε ότι θα ακούγαμε κάτι τρομερό.

Ο γιατρός μπήκε στην αίθουσα κρατώντας το υπερηχογράφημα. Μας έδειξε μία περιοχή στον εγκέφαλο του παιδιού, που ενώ έπρεπε να είχε γκρίζο χρώμα είχε μαύρο. Το αποκάλεσε υδρανεγκεφαλία, ένα συγγενές ελάττωμα κατά το οποίο προκαλείται συσσώρευση υγρού στον εγκέφαλο λόγω διαταραχών του ισοζυγίου υγρών.

Το έμβρυο συνεχίζει να μεγαλώνει επειδή το στέλεχος του εγκεφάλου είναι ακόμα άθικτο, αλλά θα γεννηθεί τυφλό, με περιορισμένες γνωστικές ικανότητες, επιρρεπές σε κρίσεις, διαβήτη, αϋπνία, υποθερμία και πολλά άλλα. Ο κατάλογος ήταν τεράστιος.

«Τα παιδιά αυτά δεν ζουν καθόλου ή ζουν ελάχιστα», είπε ο γιατρός όσο πιο ουδέτερα μπορούσε σαν θεατής σε καταστροφή. Η μητέρα μου ρώτησε ποιες ήταν οι επιλογές μας, αλλά η εγκυμοσύνη μου είχε προχωρήσει (ήμουν ήδη 8 μηνών) και η έκτρωση δεν ήταν ανάμεσα στις επιλογές μας. Ούτε πριν όταν το μάθαμε ήταν. Είχε περάσει το προβλεπόμενο διάστημα.

«Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι», είπε. «Λυπάμαι πολύ».

Οι λέξεις που μου ήρθαν στο μυαλό ήταν «άδικο» και «απάνθρωπο». Είχα ήδη υποστεί ένα τραύμα. Δεν ήταν αρκετό; Ήμουν τόσο εύθραυστη, η ζωή μου κρεμόταν από μία κλωστή, ήμουν απελπισμένη για μία έστω ψεύτικη αίσθηση ομαλότητας, αλλά ο Θεός δεν σκόπευε να μου κάνει τη χάρη.

Παράτησα το σχολείο λίγο πριν το τελειώσω. Λίγο η προχωρημένη εγκυμοσύνη, λίγο ο βιαστής μου, που τον έβλεπα παντού μπροστά μου και ας μην ήταν εκεί με ανάγκασαν να μείνω σπίτι και να περιμένω να γεννήσω. Η μητέρα μου και ο πατριός μου με ρώτησαν πολλές φορές αν ήθελα να τον καταγγείλω, αλλά δεν είχα τη δύναμη να πω όλα όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα σε ένα δωμάτιο μπροστά σε τόσους αγνώστους. Δεν ήμουν αρκετά δυνατή. Ήμουν σε μία φάση που με το ζόρι επιβίωνα. Η κατάθλιψη, το άγχος, ο θυμός, η θλίψη ήταν τα συναισθήματα που είχαν ριζώσει βαθιά μέσα στην καρδιά μου.

Η κόρη μου γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 2005. Την ονόμασα Zoe Lily. Στο μαιευτήριο δεν ήθελα καν να την αγγίξω, γιατί πίστευα ότι και εγώ και εκείνη θα πονούσαμε περισσότερο. Φοβόμουν μήπως πέθαινε στην αγκαλιά μου, φοβόμουν να την κοιτάξω. Τις πρώτες μέρες οι γιατροί έκριναν καλύτερο να την πάρουν μακριά μου. Με επισκέφτηκε ένας ψυχίατρος, ο οποίος με ρώτησε πώς ήθελα να συνεχίσουμε. Με ρώτησε αν ήθελα να την ταΐσω με το μπιμπερό ή να τη θηλάσω.

Το παιδί λόγω της ασθένειάς του δεν είχε το ένστικτο να τραφεί από μόνο του και μου μίλησε γενικά και για κάποια άλλα μέτρα που έπρεπε να πάρουμε για να τη βοηθήσουμε να κρατηθεί στη ζωή. Μου εξήγησε ότι οι πιο βασικές λειτουργίες του σώματος της ελέγχονταν από το μυαλό της, αλλά ένα παιδί με υδρανεγκεφαλία δεν λειτουργεί όπως ένα φυσιολογικό παιδί. Μου εξήγησε ευγενικά ότι έπρεπε να κάνουμε τη ζωή της όσο πιο άνετη μπορούσαμε μέχρι τη στιγμή που θα έφευγε ειρηνικά από κοντά μας.

Με θυμάμαι… Ένα κοριτσάκι 18 ετών θύμα βιασμού, που είχε παραλύσει. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Τελικά τη θήλασα και όλα αυτά ήταν σαν ένα κακόγουστο αστείο. Γιατί να πρέπει να φάει αφού σε λίγο θα πεθάνει; Γιατί να το αγαπήσω και μετά από λίγο να μου φύγει; Γιατί να γεννηθεί αν ήταν να υποφέρει έτσι;

Λίγες μέρες μετά πήραμε το μωρό μαζί μας στο σπίτι παρόλο που ξέραμε καλά ότι θα πέθαινε. Έζησε μόνο ένα χρόνο, αλλά την αγαπήσαμε πολύ.

Για να την ταΐσουμε έπρεπε να χρησιμοποιούμε κόλπα. Μόλις βάζαμε το μπιμπερό στο στόμα της πιέζαμε απαλά με το δάχτυλό μας κάτω από το πηγούνι της προς τα πάνω μέχρι να κρατήσει τη θηλή του μπιμπερό στο στόμα της και να ρουφήξει το γάλα. Μας έπαιρνε δύο ώρες για να πιει όλο της το γάλα.

Την κρατούσαμε αγκαλιά ολόκληρες νύχτες, άγρυπνες ώρες επειδή το σώμα της δεν μπορούσε να μεταβολίσει τις ορμόνες του ύπνου. Πάθαινε επιληπτικές κρίσεις και προσπαθούσα να την κρατήσω ακίνητη για να μη χτυπήσει.

Την έπαιρνα αγκαλιά και μύριζα το προσωπάκι της, τα μαλλιά της προσπαθώντας να απομνημονεύσω την απαλή μυρωδιά της. Πολλές φορές ευχήθηκα η καρδιά της να σταματήσει για να μην ταλαιπωρείται.

Μέσα στο κατακαλόκαιρο, τυλιγόμασταν με κουβέρτες γιατί δεν μπορούσε να ρυθμίσει τη θερμοκρασία της. Για έναν ολόκληρο χρόνο μπαινοβγαίναμε στα νοσοκομεία. Δεν γνωρίσαμε γιορτές, Χριστούγεννα.

Ανήμερα των Χριστουγέννων συγκεκριμένα, τα χείλη της έγιναν μπλε και σταμάτησε να τρώει επειδή είχε μία λοίμωξη στα νεφρά. Παραλίγο να χάσει τη ζωή της από τα τόσα αντιβιοτικά που πήρε.

Άρχισαν οι φλέβες της να σπάνε. Πήρε κυριολεκτικά μία σακούλα φάρμακα. Λίγο αργότερα διαγνώστηκε με διαβήτη. Τα προβλήματα υγείας της ήταν πολλαπλά, την ταλαιπωρούσαν, την πονούσαν και δεν ήξερα τι να κάνω για να την ανακουφίσω.

Το παιδί βρισκόταν πια σε μία κατάσταση που δεν μπορούσαμε να του προσφέρουμε τίποτα. Πιστέψαμε πως ήταν καλύτερα να μείνει στο νοσοκομείο. Στο σπίτι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για εκείνη και εν τω μεταξύ η μητέρα μου έπρεπε να επιστρέψει και πάλι στη δουλειά της.

Με το παιδί στο νοσοκομείο και τη μητέρα μου να δουλεύει ξεκίνησα μαθήματα στο τοπικό πανεπιστήμιο. Έκανα μία σχέση με έναν άντρα, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα έγινε σύζυγός μου.

Η ζωή μου ήταν ακόμα σε μία φάση που δεν μπορούσα να την ελέγξω. Μου έλειπε το παιδί μου, αλλά στο σπίτι δεν μπορούσα να του προσφέρω καμία βοήθεια.

Το Πάσχα έπαθε μία λοίμωξη στο ουροποιητικό και είχε υψηλό πυρετό. Ο γιατρός μας ζήτησε να προετοιμαστούμε γιατί το τέλος πλησίαζε. Όταν η κατάστασή της κρίθηκε σταθερή, ο γιατρός μας επέτρεψε να την πάρουμε σπίτι.

Σε αντίθεση με την ημέρα του βιασμού μου που την είχα πια ξεχάσει, θυμάμαι ξεκάθαρα την ημέρα που το παιδί μου πέθανε. Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μέρα εκείνη.

Προς το τέλος οι γιατροί πρότειναν να πάρουμε το παιδί στο σπίτι. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν «έφευγε» στο σπίτι του κοντά σε αγαπημένα του πρόσωπα. Το επόμενο πρωί αποφασίσαμε να μην πάει η μητέρα μου στη δουλειά της για να κάτσει με τη μικρή, ενώ εγώ θα πήγαινα στο μάθημά μου γιατί ήμασταν κοντά σε περίοδο εξεταστικής και κάποια εργαστήρια δεν μπορούσα να τα χάσω. Μόλις θα τελείωνα, θα γύρναγα σπίτι για να φύγει η μητέρα μου. Φίλησα τη μικρή και έφυγα για το πανεπιστήμιο.

Την ώρα που μιλούσα με τον καθηγητή μου εξηγώντας του την κατάσταση – ότι έπρεπε να φύγω λίγο νωρίτερα από το μάθημα, αλλά και ότι θα απουσιάσω από το απογευματινό – ένιωσα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου, αλλά δεν απαντούσε. Την ξαναπήρα, το ίδιο.

Τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για την απώλεια του παιδιού σου, ακόμα και όταν ξέρεις ότι πλησιάζει. Την ώρα που έφτασα σπίτι μου είδα να βγαίνει ο καλύτερός μου φίλος. «Πρέπει να πάμε αμέσως στο νοσοκομείο», μου είπε. «Η Zoe μόλις πέθανε». Σωριάστηκα στο έδαφος. Δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Έβγαλα μία κραυγή όπως τότε μετά το βιασμό. Ένιωσα όπως τότε. Λες και η ψυχή μου δεν ήταν στο σώμα μου.

Η καρδούλα της δεν άντεξε και σταμάτησε. Πέθανε στα χέρια του πατριού μου. Δεν μπόρεσα να είμαι κοντά της όταν πέθανε. Ένιωσα τελείως άδεια μέσα μου. Στο σπίτι εξαφανίσαμε ό, τι ήταν δικό της. Το μόνο που κράτησα ήταν μία πετσετούλα της και ένα ζευγάρι καλτσάκια. Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ, να φιλήσω τα χεράκια της.

Αποφάσισα να τη θάψουμε με την κουβερτούλα της, την οποία όσο ζούσε δεν αποχωριζόταν στιγμή. Ήθελα να ήταν εδώ, να ξαπλώσω δίπλα της, να της πω ότι όλα πέρασαν και να μη στεναχωριέται. Πώς θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου; Ήταν λες και άνοιξε μία τεράστια μαύρη τρύπα και είχα πέσει μέσα.

Η θλίψη εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να κατέχει ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μου. Έχουν περάσει 12 χρόνια από τότε, αλλά δεν το έχω ξεπεράσει. Μέσα μου νιώθω κομμάτια. Ένα μέρος μου εξακολουθεί ακόμα να σκουπίζει το αίμα από το λευκό πάγκο.

Ένα μέρος μου εξακολουθεί να είναι ακόμα σωριασμένο στον κήπο έξω από το σπίτι μου. Μπορεί να έχω κάνει τρεις κόρες, που λατρεύω, αλλά θα έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι δεν πονάω γι’ αυτό που ο θάνατος μου πήρε. Θυμάμαι πώς ήμουν τότε πριν με βιάσει ο φίλος μου. Ένα κορίτσι γεμάτο όνειρα και φιλοδοξίες.

Ένα κορίτσι που τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα και που σε τόσο νεαρή ηλικία πέρασε τα πάνδεινα. Αυτό το κορίτσι δεν άξιζε το έλεος του Θεού; Ή ζωή μου ήταν λιγότερο σημαντική;

Αν είχα τη δυνατότητα να κάνω έκτρωση, θα την έκανα και δεν μετανιώνω καθόλου γι’ αυτό που λέω. Δεν θα ήταν δολοφονία, αλλά χάρη προς το παιδί μου που υπέφερε τόσα. Ένα τόσο δα μωράκι δεν πρέπει να υπομένει τόσο πολύ πόνο στο σύντομο χρονικό διάστημα της ζωής του.

Μπορεί να το αγάπησα όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου, αλλά πονάω για όσα αναγκάστηκε να ζήσει. Η καρδούλα της θα μπορούσε να είχε σταματήσει όσο ήταν ακόμα ζεστή και ασφαλής μέσα μου, να είχε πεθάνει τότε στην κοιλιά μου και όχι να ταλαιπωρηθεί τόσο.

Όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθώ πολλές γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού και άλλες που κυοφορούν άρρωστα παιδιά και μοιράζονται με άλλες γυναίκες το δίλημμα τους για το αν πρέπει να κάνουν έκτρωση ή όχι. Βλέπω ότι τα σώματά μας συνεχίζουν να εμπορευματοποιούνται και να εκμεταλλεύονται χάριν της άγνοιας. Ο φόβος, η δειλία και η προκατάληψη είναι ό, τι χειρότερο στη ζωή ενός ανθρώπου.
Ή θρησκεία επίσης συμβάλει στην άγνοια. Όταν κουβαλάς μέσα σου ένα άρρωστο παιδί, το οποίο έχει ελάχιστο προσδόκιμο ζωής, γιατί να το αφήσεις να υποφέρει τόσο και μαζί του και εσύ; Αν έχετε αντίθετη άποψη, σας καλώ να καθίσετε απέναντί μου και να ακούσετε την ιστορία μου με κάθε λεπτομέρεια και τότε θα μου πείτε: Τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;

Ξόδεψα 12 χρόνια κρατώντας τα μυστικά αυτά μέσα μου. Κουράστηκα πια. Γιατί να τα κρατάω τη στιγμή που μπορούν να βοηθήσουν τόσες άλλες γυναίκες; Κοιτάξτε τη φωτογραφία μου με την κόρη μου και πείτε μου. Εξακολουθείτε να έχετε την ίδια άποψη;

Το άρθρο αυτό απευθύνεται σε όλα τα 17χρονα κορίτσια που βιάστηκαν, σε όλα εκείνα τα 18χρονα κορίτσια που έγιναν μανούλες παρά τη θέλησή τους, σε όλες εκείνες τις γυναίκες που έφεραν στον κόσμο παιδιά με ειδικές ανάγκες και παιδιά καταδικασμένα να ζήσουν λίγο. Είναι δικό σου το σώμα, όπως και η ζωή σου και οι κρίσιμες αποφάσεις βαρύνουν μόνο εσένα.

Κανείς δεν χρειάζεται να ζητάει ειδική άδεια για να αποφασίσει τί είναι καλύτερο για τον εαυτό του και τα παιδιά του, ακόμα και εκείνα που ποτέ δεν μπόρεσαν να γεννηθούν και ίσως δεν γεννηθούν ποτέ.

πηγή :  singleparent.gr

Exit mobile version