Η ιστορία της Λυδίας Τζεβάτογλου είναι η πορεία ενός κοριτσιού Ρομά από τη Βέροια, που αρνήθηκε τα στερεότυπα της κοινότητάς της και κατάφερε με πείσμα να σπουδάσει και να δουλέψει ως κοινωνική λειτουργός, αλλάζοντας ριζικά τη ζωή της.
Μια διαδρομή έξω από τα συνηθισμένα
Η Λυδία μοιράστηκε την ιστορία της στην εφημερίδα Καθημερινή, περιγράφοντας μια πορεία διαφορετική από αυτή που ορίζει η παράδοση των Ρομά. Δεν παντρεύτηκε στα 14, πήγε σχολείο, σπούδασε και συνεχίζει να σπουδάζει, ενώ παράλληλα εργάζεται. Στον κόσμο της, όλα αυτά δεν είναι αυτονόητα – ιδίως για ένα κορίτσι.
«Ο δάσκαλός μου με στήριξε πολύ. Σε εμάς, αν είσαι καλός μαθητής, η οικογένειά σου δεν χαίρεται. Αντίθετα. Σου λένε “είσαι 14 χρόνων, πρέπει να παντρευτείς”. Είναι πολύ σημαντικό κάποιος να πιστεύει σε σένα. Δεν είναι το DNA των τσιγγάνων, είναι οι συνθήκες που κάνουν τη διαφορά.
Ο δικός μας ο κόσμος και ο δικός σας είναι πολύ διαφορετικοί. Για να καταφέρεις να περάσεις από τον έναν στον άλλον, χρειάζεσαι μεγάλη προσπάθεια και εξωτερική υποστήριξη, γιατί η δική σου κοινωνία δεν θα σε στηρίξει. Πρέπει να απορρίψεις όσα ξέρεις, να χάσεις ανθρώπους, να μετρηθείς με άλλους όρους. Γι’ αυτό πολλοί τα παρατάνε».
Ένα απαιτητικό καθημερινό πρόγραμμα
Η καθημερινότητά της είναι σκληρή. Ξυπνά στις 3 με 3:30 τα ξημερώματα για να φτάσει στη δουλειά της στον Δήμο Κερατσινίου, όπου εργάζεται ως καθαρίστρια σε απορριμματοφόρο από τις 5 π.μ. Έχει σπουδάσει κοινωνική λειτουργός και βοηθός βρεφονηπιοκόμου, και ελπίζει πως σύντομα θα μπορέσει να βρει κάτι καλύτερο. Όμως δεν παραπονιέται. «Δουλειά να υπάρχει», λέει.
Μετά τη δουλειά, επιστρέφει στο σπίτι και συνεχίζει με τις υποχρεώσεις. Μόλις παντρεύτηκε, και όπως λέει γελώντας: «Στη δική μας κοινωνία, δεν υπάρχει το ταπεράκι από τη μαμά».
Αργότερα, μελετά και παρακολουθεί μαθήματα. Σπουδάζει στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, σε πρόγραμμα για την εκπαίδευση ενηλίκων Ρομά, με υποτροφία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της ΕΕΤΑΑ. Σκοπός του προγράμματος είναι η υποστήριξη παιδιών Ρομά ώστε να μη διακόπτουν το σχολείο. Η μέρα της τελειώνει περίπου στις 11 το βράδυ. Και το επόμενο πρωί ξεκινά ξανά από την αρχή.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σπάσω την αλυσίδα του αναλφαβητισμού, της αμορφωσιάς. Για να αλλάξω τη ζωή μου, να εξελιχθώ».
Μια δύσκολη αρχή και η πρώτη σπίθα
Η Λυδία γεννήθηκε στη Βέροια και μετακόμισε στην Αθήνα όταν ήταν περίπου 9 ετών, μαζί με την οικογένειά της. Οι γονείς της, Έλληνες μουσουλμάνοι Ρομά από την Ξάνθη, δούλευαν στα χωράφια. Όταν μειώθηκαν τα μεροκάματα, μετακινήθηκαν στην πρωτεύουσα μαζί με τα έξι τους παιδιά.
«Τι δουλειά να κάνουν όμως αφού δεν ξέρουν γράμματα καθόλου;» αναρωτιέται. Η μόνη διέξοδος, όπως για πολλούς στην ίδια κατάσταση, ήταν να μαζεύουν σίδερα.
Η αλλαγή ήρθε όταν τα ξαδέλφια της την πρότειναν να πάει μαζί τους στο Κέντρο Συμπαράστασης Παιδιών και Οικογένειας. «Εκεί βρήκα ένα πλαίσιο σαν οικογένεια. Μας μάθαιναν τα πάντα από την αρχή, να τρώμε, να πλένουμε τα χέρια μας, να συμπεριφερόμαστε και… να γράφουμε. Φυσικά πήγαινα με τα τρία μικρά μου αδέλφια αγκαλιά», θυμάται.
Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της προς το σχολείο, που την οδήγησε λίγους μήνες μετά στο δημοτικό της περιοχής.
Η πρώτη φορά στο σχολείο
Η πρώτη της ημέρα στο σχολείο ήρθε αφού είχε κλείσει τα 12. Με αμηχανία και ντροπή, άφησε πίσω της τη φορεσιά της τσιγγάνας για να φορέσει παντελόνι, ώστε να «μοιάζει με τα άλλα παιδιά». Μπήκε στην 5η δημοτικού, γνώριζε ήδη ανάγνωση και γραφή αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όσα έλεγε ο δάσκαλος.
Σύντομα εγκατέλειψε και γύρισε στο Κέντρο. Έκανε πίσω για να πάρει φόρα.
«Πείσμωσα. Σκεφτόμουν γιατί η “Μαρία” τα καταφέρνει και όχι εγώ. Διάβασα, διάβασα, διάβασα, μέρα νύχτα. Την επόμενη χρονιά πήγα στην έκτη δημοτικού. Δεν είχα βγάλει όλη την ύλη του δημοτικού αλλά πλέον καταλάβαινα», διηγείται.
Ένα βήμα κάθε φορά, με πείσμα και δουλειά
Το πείσμα και η ανάγκη για μια διαφορετική ζωή έγιναν το καύσιμο για τη συνέχεια. Πήγε γυμνάσιο, λύκειο, έδωσε Πανελλαδικές και πέρασε. Σπούδασε κοινωνική λειτουργός και βοηθός βρεφονηπιοκόμου.
«Φυσικά και δούλευα ταυτόχρονα, πώς αλλιώς; Σε καφετέριες, σε κυλικεία, όπου μπορούσα», λέει.
Για χρόνια εργάστηκε ως διαμεσολαβήτρια σε Κέντρα Κοινότητας και παραρτήματα για Ρομά. Αλλά καθώς έπρεπε να δουλεύει για να εξασφαλίζει τα βασικά, έκανε αίτηση για καθαρίστρια στον δήμο. Έτσι βρέθηκε να εργάζεται στην καθαριότητα του Δήμου Κερατσινίου.
Η αποδοχή και η αποστασιοποίηση από τα παλιά
Οι γονείς της είναι υπερήφανοι για την πρόοδό της, έστω κι αν δεν το δείχνουν πάντα. «Η μόρφωση για εμάς είναι κάτι που δεν μπορείς να αγγίξεις εύκολα. Να ξυπνάς κάθε πρωί, να πλένεσαι, να ντύνεσαι και να πιάνεις το μολύβι; Είναι ξένο», λέει η Λυδία.
«Αγωνίζομαι για να σπάσει η αλυσίδα. Είμαι τσιγγάνα αλλά είμαι και άλλα πράγματα, έχω πολλές ταυτότητες όπως όλοι οι άνθρωποι».