Λουκέτο για τα αλλαντικά “ΒΙΚΗ”- Τα νούμερα, τα πώς και τα γιατί

Λανθασμένοι χειρισμοί, μείωση της ζήτησης, κυρίως ύστερα από το πανευρωπαϊκό σκάνδαλο με το κρέας αλόγου σε αλλαντικά, ένταση του ανταγωνισμού λόγω των αλλεπάλληλων προσφορών στα σούπερ μάρκετ, αλλά και μία πυρκαγιά το 2017 οδηγούν στο «λουκέτο» μία ακόμη βιομηχανία τροφίμων, τη Βιομηχανία Κρέατος Ηπείρου, γνωστή με τον διακριτικό της τίτλο ΒΙΚΗ.

Ευθύνες για την οριστική κατάρρευση της εταιρείας υπάρχουν και στους βασικούς πιστωτές της, τις τράπεζες. Κι αυτό διότι αρκετό καιρό πριν τα εμπόδια για την εξυγίανση και τη σωτηρία της ηπειρώτικης αλλαντοβιομηχανίας γίνουν ανυπέρβλητα, είχε εκδηλωθεί θερμό ενδιαφέρον από συγκεκριμένους επενδυτές που η ολιγωρία όμως των εμπλεκόμενων πλευρών τους απομάκρυνε.

Την περασμένη Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου, γράφτηκε ουσιαστικά ο δυσάρεστος επίλογος στην προσπάθεια διάσωσης της ΒΙΚΗ, καθώς η παραίτηση των ιδιοκτητών της από την αίτηση πτώχευσης που είχαν καταθέσει τον Μάιο, τρεις ημέρες πριν από την προγραμματισμένη για προχθές Παρασκευή εκδίκασή της, τερμάτισε αυτομάτως την προστασία της αλλαντοβιομηχανίας από τους πιστωτές της.

Οι τελευταίοι από την πλευρά τους αποφάσισαν τελικά –παρά τον αρχικό σχεδιασμό– να μην προχωρήσουν στην κατάθεση αίτησης υπαγωγής της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης.

Μία τέτοια κίνηση θα έδινε ίσως μια τελευταία ευκαιρία στη ΒΙΚΗ, αν και με δεδομένη την εγκατάλειψη της επιχείρησης τους τελευταίους τέσσερις μήνες και τη φημολογούμενη «αποψίλωσή» της από κρίσιμα περιουσιακά στοιχεία, ήταν πολύ πιθανό να οδηγούνταν και αυτή σε ναυάγιο.

Ήταν το 1973 όταν ο Δημήτρης Παπαγιάννης, γεωπόνος από την Άρτα, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θέση του στο υπουργείο Γεωργίας και να στήσει ο ίδιος τη δική του επιχείρηση.

Το 1969 είχε κάνει κάτι σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής: μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία στον τομέα της διοίκησης και μάρκετινγκ στη γεωργία, σπουδές που αξιοποίησε όταν παραιτήθηκε από δημόσιος υπάλληλος και εισήλθε στον επιχειρηματικό στίβο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν η ΒΙΚΗ εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της Ηπείρου, αποκτώντας χοιροτροφική μονάδα, αλλά και εργοστάσιο παραγωγής ζωοτροφών (LAKY).

Ακόμη και σήμερα το εργοστάσιό της στη Νέα Κερασούντα Πρέβεζας σε οικόπεδο συνολικής έκτασης 43.000 τ.μ. θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, ίσως το πιο ελκυστικό για να το αποκτήσουν –μάλλον σε μελλοντικό πλειστηριασμό– πλέον άλλες εταιρείες του κλάδου των αλλαντικών.

Οι ισολογισμοί της ΒΙΚΗ για τις χρήσεις των τελευταίων δέκα ετών και πλέον αποκαλύπτουν τα εξής: μείωση τζίρου, συσσώρευση ζημιών και αύξηση υποχρεώσεων.

Το 2009 ήταν η τελευταία χρονιά που η εταιρεία είχε κέρδη, αν και τις προηγούμενες χρονιές αρκετές από τις χρήσεις της ήταν ζημιογόνες. Το 2008 είχε τζίρο 31,83 εκατ. ευρώ, ζημίες 1,11 εκατ. ευρώ και 22,32 εκατ. ευρώ βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.

Το 2009 ο τζίρος της εταιρείας ανήλθε σε 33,59 εκατ. ευρώ και η χρήση έκλεισε με κέρδη 260.769 ευρώ. Το 2010 ο τζίρος της ΒΙΚΗ αυξήθηκε στα 35,23 εκατ. ευρώ, αλλά το αποτέλεσμα της εταιρείας ήταν ζημιογόνο με τις καθαρές ζημίες να φθάνουν τα 551.929 εκατ. ευρώ.

Την περίοδο 2010-2016 οι συσσωρευμένες καθαρές ζημίες της εταιρείας ξεπέρασαν τα 23 εκατ. ευρώ, ενώ ο τζίρος της το 2016 είχε πλέον υποχωρήσει σχεδόν στο ήμισυ των επιπέδων του 2010, στα 19,67 εκατ. ευρώ.

Την ίδια χρονιά οι υποχρεώσεις της εταιρείας ήταν διπλάσιες από τον τζίρο της (41 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 37 εκατ. ευρώ βραχυπρόθεσμες), ενώ στις 31 Δεκεμβρίου 2017 το σύνολο των υποχρεώσεών της ανερχόταν σε 44,65 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων τα 27,32 εκατ. ευρώ βραχυπρόθεσμες).

Στη μείωση της ζήτησης και στην ταυτόχρονη πίεση των λιανεμπόρων για προσφορές ήρθε να προστεθεί η κατάρρευση του δικτύου της «Μαρινόπουλος» το 2016.

Πέρα από την εκ των πραγμάτων μείωση των πωλήσεων, η εταιρεία υπέστη –όπως και οι λοιποί προμηθευτές της αλυσίδας σούπερ μάρκετ– «κούρεμα» 50% στις απαιτήσεις της, οι οποίες ανέρχονταν σε περίπου 1,36 εκατ. ευρώ.

Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και η πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις της LAKY τον Απρίλιο του 2017, προκαλώντας μεγάλες ζημίες.

Συζητήσεις με Σπ. Θεοδωρόπουλο, Impala Invest

Από τις αρχές του 2017 είχε γίνει γνωστό το ενδιαφέρον του κ. Σπύρου Θεοδωρόπουλου να αποκτήσει τη ΒΙΚΗ. Το καλοκαίρι του 2017, μάλιστα, στο περιθώριο της πρώτης γενικής συνέλευσης μετόχων της αλλαντοβιομηχανίας «Νίκας» υπό τη νέα ιδιοκτησία της και με πρόεδρο πλέον τον κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι βρισκόταν σε ιδιαιτέρως προχωρημένες συζητήσεις με τη ΒΙΚΗ.

Η απόκτηση της ΒΙΚΗ εντασσόταν στο σχέδιό του να διαδραματίσει τον ρόλο αυτού που θα κάνει πράξη τη συγκέντρωση στον κλάδο της επεξεργασίας κρέατος, θα είχε τον ρόλο δηλαδή του consolidator. Ο κ. Θεοδωρόπουλος είχε δώσει, πάντως, μια πρόγευση των κινδύνων που θα εμφανίζονταν τελικώς στη συνέχεια.

Όταν ρωτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2017 για το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της συμφωνίας, είχε απαντήσει ότι δεν μπορεί να γίνει ασφαλής πρόβλεψη. Είχε μάλιστα επισημάνει ότι η κατάσταση ήταν αρκετά πολύπλοκη, καθώς η εταιρεία είχε λάβει δάνειο και από την ΑΤΕbank, το οποίο έχει μεταφερθεί στην ειδική εκκαθάριση που διενεργεί η εταιρεία PQH.

Τον Φεβρουάριο του 2018 έγινε γνωστό ότι αποσύρει το ενδιαφέρον του, θεωρώντας ότι οι διαδικασίες ήταν εξαιρετικά χρονοβόρες. Οι τράπεζες στράφηκαν τότε στον κ. Δημήτρη Βιντζηλαίο, της Impala Invest και κύριο μέτοχο της Λακωνικής Τροφίμων, γνωρίζοντας το ενδιαφέρον του από παλιά για τη ΒΙΚΗ.

Ο κ. Βιντζηλαίος είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του για τη ΒΙΚΗ από τα τέλη του 2016, προτείνοντας στις τράπεζες, μεταξύ άλλων, διαγραφή των δανείων της ηπειρωτικής βιομηχανίας κατά 25%.

Στις αρχές του περασμένου Μαΐου δεν είχε διαφανεί καμία πρόοδος στις συζητήσεις και ο ίδιος εμφανιζόταν δυσαρεστημένος με τη στάση της PQH, αποδίδοντάς της τη βασική ευθύνη για τη μη χορήγηση των απαιτούμενων στοιχείων για το ύψος των απαιτήσεων που είχε από τη ΒΙΚΗ. Υπενθυμίζεται ότι στην αίτηση λήψης προληπτικών μέτρων κατά το άρθρο 106α του Πτωχευτικού Κώδικα, που κατέθεσε η ΒΙΚΗ στις 9 Φεβρουαρίου 2018 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αρτας, ανέφερε ότι η υποχρέωσή της από δάνειο που είχε λάβει από την Αγροτική Τράπεζα ήταν 1,14 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η PQH είχε απαίτηση ύψους 14 εκατ. ευρώ, καθώς διαφωνούσε με τον διακανονισμό που είχε γίνει με τον προηγούμενο εκκαθαριστή.

Στις 18 Μαΐου 2018 οι ιδιοκτήτες της ΒΙΚΗ (η δεύτερη γενιά της οικογένειας Παπαγιάννη) κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης της εταιρείας, η οποία επρόκειτο εξ αναβολής να συζητηθεί στις 28 Σεπτεμβρίου.

Η παραίτηση από την αίτηση αυτή σημαίνει έκδοση διαταγών πληρωμής –αναμένεται να ξεκινήσουν οι σχετικές ενέργειες από αύριο– από όσους έχουν απαιτήσεις από τη ΒΙΚΗ (44,65 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2017) και σε βάθος χρόνου πλειστηριασμοί. Η εταιρεία διαθέτει συνολικά δέκα ακίνητα σε Ήπειρο, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, σε κάποια εκ των οποίων έχουν εγγραφεί υποθήκες και προσημειώσεις υπέρ της ΑΤΕbank και της Τράπεζας Πειραιώς.

Ενέχυρα έχουν τεθεί από την ΑΤΕbank και σε μηχανολογικό εξοπλισμό του εργοστασίου, γεγονός που σημαίνει ότι –εάν αυτά έχουν ήδη πωληθεί– οι ιδιοκτήτες της εταιρείας κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν κατηγορίες για κακουργηματική υπεξαίρεση.

Καλύτερη τύχη φαίνεται ότι επιφυλάσσει το μέλλον για την εταιρεία ζωοτροφών LAKY. Η προγραμματισθείσα για τις 28 Σεπτεμβρίου συζήτηση της αίτησης πτώχευσης που είχαν καταθέσει πέντε εργαζόμενοι της εταιρείας αναβλήθηκε για τις 14 Δεκεμβρίου, γεγονός που σημαίνει παράταση της προστασίας από τους πιστωτές. Το κυριότερο είναι ότι επίκειται συμφωνία εξυγίανσης βάσει των άρθρων 106 β και 106δ της εταιρείας.

Στην οικογένεια Παπαγιάννη ανήκει και η εταιρεία Thesauri, με αντικείμενο την παραγωγή χαβιαριού από τη μονάδα εκτροφής οξύρρυγχου στην Αρτα. Οι ιδιοκτήτες της, μάλιστα, φαίνεται ότι θέλουν να επικεντρωθούν σε αυτή τη δραστηριότητα.

Οι αλλαγές στο λιανεμπόριο επηρεάζουν έντονα τον κλάδο των αλλαντικών

Η υπόθεση της ΒΙΚΗ δεν αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα επιχειρηματικών ανακατατάξεων στον κλάδο των αλλαντικών και ευρύτερα της επεξεργασίας κρέατος.

Ο έντονος ανταγωνισμός, η πίεση από τους λιανεμπόρους για ολοένα και περισσότερες προσφορές, η υποχώρηση της ζήτησης, καθώς τα αλλαντικά δεν θεωρούνται βασικό και αναντικατάστατο είδος διατροφής, καθώς και διατροφικά σκάνδαλα έπληξαν σημαντικά τον κλάδο και μάλιστα και μερικές εκ των κορυφαίων εταιρειών αυτού.

Ο έντονος ανταγωνισμός, η πίεση από τους λιανεμπόρους για ολοένα και περισσότερες προσφορές, η υποχώρηση της ζήτησης διαμορφώνουν δύσκολες συνθήκες για τις εταιρείες του κλάδου.

Η πλέον σημαντική ανακατάταξη στον κλάδο μέχρι στιγμής ήταν η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιστορικής αλλαντοβιομηχανίας «Νίκας», η οποία πέρασε στην Chipita υπό τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο από την Global Finance.

Οι διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει το 2014, αλλά η τελική συμφωνία υπεγράφη στις 30 Δεκεμβρίου 2016. Μάλιστα, η συμφωνία υπεγράφη με τις τράπεζες, καθώς αυτές είχαν επί της ουσίας τον έλεγχο της αλλαντοβιομηχανίας, λόγω της δυσχερούς χρηματοοικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η εταιρεία.

Η συμφωνία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, «κούρεμα» δανείων και τόκων ύψους περίπου 37 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016, το καθαρό χρέος της «Νίκας» είχε φθάσει τα 80,68 εκατ. ευρώ.

Οι όχι και πολύ επιτυχημένες –όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων– επιλογές σε σχέση με τις πατέντες στα προϊόντα της, η μείωση της κατανάλωσης, αλλά και η κατάρρευση της «Μαρινόπουλος» οδήγησαν την έτερη μεγάλη εταιρεία του κλάδου, την Creta Farm, σε δύο συμφωνίες αναδιάρθρωσης του δανεισμού της μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών –μία το 2014 και μία φέτος–, καθώς και σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.

Η φετινή συμφωνία αναδιάρθρωσης με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες αφορά κοινοπρακτικά δάνεια, διμερή δάνεια και χρηματοδοτήσεις factoring και leasing.

Στο τέλος του 2017 οι δανειακές της υποχρεώσεις –μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες– ανέρχονταν σε 106,87 εκατ. ευρώ, με τον κύκλο εργασιών της να είναι περίπου 108 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι η εταιρεία έχασε και 4,4 εκατ. ευρώ από τη «Μαρινόπουλος», εισπράττοντας μόνο το 50% των απαιτήσεών της, 3,9 εκατ. ευρώ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση της Impala Invest και του επιχειρηματία Δημήτρη Βιντζηλαίου. Με επενδύσεις στον κλάδο επεξεργασίας κρέατος στη Βουλγαρία (με την εταιρεία αλλαντικών Bella), η εταιρεία αρχικά επρόκειτο να συνεργασθεί με την Chipita για την απόκτηση της «Νίκας», συνεργασία, όμως, που έληξε τον Οκτώβριο του 2016.

Μάλιστα, το αρχικό σχέδιο προέβλεπε συγχώνευση της «Νίκας» με την επίσης εταιρεία αλλαντικών Λακωνική Τροφίμων, στην οποία το 2015 η Impala Invest απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο μετοχών. Ο ίδιος επιχειρηματίας απέκτησε πριν από λίγο καιρό το 70% μίας ακόμη εταιρείας του κλάδου.

Πρόκειται για τη Σερραϊκή – Θρακική Αλλαντοβιομηχανία Α.Ε. (ΧΑΡΙΝΟ Α.Ε.). Ο ίδιος, μάλιστα, προχώρησε σε επενδύσεις ύψους 2,5 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου της εταιρείας και με αυτή την επενδυτική κίνηση αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκών της αγοράς της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως στον κλάδο του HORECA (εστίαση, ξενοδοχεία, τροφοδοσία).

Σε πολύ πιο ισχυρή θέση βρίσκεται η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου «Υφαντής», παρά το γεγονός ότι το 2013 υπέστη πλήγμα από τον εντοπισμό κρέατος με DNA αλόγου σε προϊόντα της.

Σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της, ο οποίος αφορά τη χρήση του 2016, ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών ανήλθε σε 135,6 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση σε σύγκριση με το 2015, ενώ το καθαρό αποτέλεσμα της εταιρείας ήταν κέρδη ύψους 2,09 εκατ. ευρώ.

Βεβαίως και η «Υφαντής» ήταν μεταξύ των εταιρειών με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις από τη «Μαρινόπουλος», περίπου 6 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων εισέπραξε το 50%.

Πηγή: kathimerini

Exit mobile version