Λέσβος: Έφυγε ο τελευταίος ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Ασημάκης Πολυπαθέλλης
Μια μέρα πριν την επέτειο του «ΟΧΙ», ο Ασημάκης Πολυπαθέλλης, 99 ετών, αποχαιρέτησε ήρεμα τη ζωή στο σπίτι του, αφήνοντας πίσω τις μοναδικές του αναμνήσεις και ιστορίες που είχε μοιραστεί με τους κατοίκους του χωριού του, του Ασώματου. Με την απουσία του, οι τελευταίες προσωπικές μαρτυρίες ενός τοπικού ήρωα από τη Λέσβο περνούν στην αιωνιότητα.
Οι αξέχαστες εμπειρίες του στον πόλεμο
«Όλα ξεκίνησαν για πλάκα», έλεγε συχνά ο ίδιος, αναπολώντας την απρόβλεπτη αρχή της πολεμικής του περιπέτειας. Σε ηλικία μόλις 17 ετών, κολυμπώντας με έναν φίλο του στη Φυκιότρυπα της Μυτιλήνης, βρέθηκε σε μια γερμανική βάρκα με όπλα. Οι Γερμανοί, όμως, δεν έβρισκαν χιούμορ στην πράξη του και, για να αποφύγει τη σύλληψη, βγήκε τρέχοντας στην ακτή και κρύφτηκε στα δέντρα, αφήνοντας πίσω τον φόβο της εφηβικής του απερισκεψίας.
Η σοβαρότητα των κινδύνων που αντιμετώπιζαν οι τολμηροί πατριώτες αποκαλύφθηκε πολύ σύντομα: η ποινή για τέτοιες πράξεις ήταν η εκτέλεση. Λίγα μέτρα μακριά, στα Τσαμάκια, εκεί που είχαν συλλάβει άλλους πατριώτες, οι εκτελέσεις ήταν συχνές και γνωστές για τη σκληρότητά τους. Ο Ασημάκης, ωστόσο, διέφυγε στα παράλια της Μικράς Ασίας και κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη, ξεκινώντας τον αγώνα του ως αγωνιστής της εποχής.
Στρατιωτική εκπαίδευση και αποστολές
Η πορεία του τον οδήγησε σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Πέργαμο, όπου μαζεύονταν μαχητές και στρατιωτικοί όλων των βαθμίδων για να περάσουν στις αντίπαλες γραμμές. Από εκεί κατέληξε στη Σμύρνη και τελικά στο Χαλέπι, όπου κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και πολέμησε στα μέτωπα της βόρειας Αφρικής, προσφέροντας τις υπηρεσίες του για την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου.
Όσα …δεν κατάφερε να πετύχει
Ονειρευόταν να γίνει δάσκαλος και είχε τη δυνατότητα να ενταχθεί στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά τελικά η επιλογή του να παντρευτεί και οι υποχρεώσεις του ως πολεμιστής τον κράτησαν μακριά από αυτή την καριέρα. «Δε βαριέσαι», έλεγε, αναλογιζόμενος τους χαμένους στόχους του.
Επιστροφή στο αγαπημένο του χωριό
Αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εργαζόμενος στην Αθήνα, επέστρεψε στον Ασώματο μετά τη συνταξιοδότησή του. Το περιέγραφε ως «το ομορφότερο μέρος στον κόσμο», όπου περνούσε τις μέρες του μοιράζοντας ιστορίες από τη ζωή και τον πόλεμο με τους φίλους του στο καφενείο, κρατώντας ζωντανή τη μνήμη του παρελθόντος για τις επόμενες γενιές.