Αυτό λοιπόν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα πρώιμος δείκτης που θα μπορούσε να βοηθήσει τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να καθορίσουν ποιοι ασθενείς μπορεί να χρειαστούν νοσηλεία.
Τα ευρήματα της έρευνας που έγινε στο νοσοκομείο UC San Diego Health, δημοσιεύθηκαν στο τελευταίο τεύχος της ιατρικής επιθεώρησης International Forum of Allergy & Rhinology.
Μία από τις άμεσες προκλήσεις για τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης είναι να καθορίσουν πώς να αντιμετωπίσουν καλύτερα τα άτομα που έχουν μολυνθεί.
Εάν εμφανίζουν ήπια συμπτώματα, μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους και σε αυτο-καραντίνα.
Αυτό λοιπόν που βρήκε η ερευνητική ομάδα ήταν ότι η απώλεια όσφρησης και γεύσης προϊδεάζει για ηπιότερα συμπτώματα της λοίμωξης, ειδικά αν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, όπως η γενική καλή υγεία και το να μην πάσχουν από κάποιο νόσημα.
Η μελέτη περιελάμβανε 169 ασθενείς που ήσαν θετικοί στον COVID-19 και προσήλθαν στο UC San Diego Health.
Από αυτούς που νοσηλεύτηκαν, μόνο το 27% ανέφερε συμπτώματα ανοσμίας και δυσγευσίας, ενώ από εκείνους που δεν χρειάζονταν νοσηλεία το 67% ανέφερε τέτοια συμπτώματα.
Μια εξήγηση για αυτό μπορεί να είναι το ότι αν ο ιός πλήξει το ανώτερο αναπνευστικό περιορίζεται εκεί και δεν προσβάλλει τους πνεύμονες (κατώτερο αναπνευστικό).
Όπως αναφέρεται, λοιπόν, στη μελέτη «εάν ένα μολυσμένο άτομο χάσει αυτές τις αισθήσεις είναι πιθανότερο να παρουσιάσει ήπια συμπτώματα, εφόσον δεν συντρέχουν άλλοι υποκείμενοι παράγοντες κινδύνου».
Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν την ηλικία (τα ηλικιωμένα άτομα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο) και τις υποκείμενες ιατρικές καταστάσεις, όπως χρόνια πνευμονική νόσο, σοβαρές καρδιακές παθήσεις, διαβήτη και παχυσαρκία.
Πηγή: ygeiamou.gr