Η κόρη μου ήταν τριών χρονών όταν τη βρήκα κάτω από μια γέφυρα μέσα στη λάσπη και την ανέθρεψα σαν δικό μου παιδί

Η κόρη μου ήταν τριών χρονών όταν τη βρήκα κάτω από μια γέφυρα μέσα στη λάσπη και την ανέθρεψα σαν δικό μου παιδί.

Η Άννα και το κορίτσι της τύχης. Η Άννα έζησε μια λιτή ζωή σ’ ένα μικρό χωριό, μονάχη όπως η γη που όργωνε. Χήρα χωρίς παιδιά, δούλευε σκληρά στα χωράφια και φρόντιζε το ταπεινό της σπιτικό με τα ίδια της τα χέρια. Δεν της έλειπαν οι δυσκολίες, αλλά έβρισκε παρηγοριά στη φύση, στο κελάηδισμα των πουλιών, στη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ψωμιού.

Μια μέρα όμως, η μοίρα της επιφύλασσε κάτι απρόσμενο.

Ήταν Μάρτης, η γη ακόμα βρεγμένη από τα χιόνια που έλιωναν, όταν, καθώς μάζευε κλαδιά κοντά στη γέφυρα του χωριού, άκουσε ένα αδύναμο κλάμα. Σκύβοντας κάτω από την πέτρινη καμάρα, είδε ένα μικρό κορίτσι, κουλουριασμένο, με βρώμικα μαλλιά και σκισμένα ρούχα. Τα μάτια του μεγάλα, γεμάτα φόβο.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Άννα το πήρε στην αγκαλιά της, το τύλιξε στο παλιό της σάλι και το πήγε σπίτι της. Το παιδί δεν μιλούσε, μόνο την κοιτούσε σιωπηλά, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα.

Το χωριό αντέδρασε. Μερικοί γείτονες ήταν δύσπιστοι, άλλοι αποδοκίμασαν ανοιχτά την απόφασή της. «Ένα ξένο παιδί φέρνει συμφορές», έλεγε η γριά Σωτηρία. Μα η Άννα δεν λύγισε.

Τη βάφτισε Μαρία, όπως τη μητέρα της, και της έδωσε ό,τι μπορούσε: ζεστασιά, ψωμί, ένα σπιτικό όπου κανείς δεν την εγκατέλειπε. Τη νύχτα, όταν η μικρή ξυπνούσε κλαίγοντας, η Άννα της χάιδευε τα μαλλιά και της τραγουδούσε χαμηλόφωνα, ώσπου το κορίτσι αποκοιμιόταν ξανά. Και λίγο-λίγο, η Μαρία άνθιζε, σαν λουλούδι που ποτίζεται μετά από καιρό.

Όταν για πρώτη φορά είπε «Μαμά», η Άννα έκλαψε.

Η ζωή δεν ήταν εύκολη, αλλά τώρα η μοναξιά της είχε γεμίσει με γέλια παιδικά, με φωνές, με όνειρα. Κι όταν μια βαριά αρρώστια χτύπησε τη Μαρία, η Άννα έτρεξε ξυπόλυτη μέσα στη λάσπη, διανύοντας εννέα χιλιόμετρα για να φτάσει στην πόλη και να φέρει φάρμακα. Ο γιατρός δεν ζήτησε αντάλλαγμα – ίσως είδε στα μάτια της μια αγάπη που δεν μπορούσε να μετρηθεί με χρήματα.

Η Μαρία έγινε καλά, και μαζί μεγάλωσε και η αγάπη τους. Ακόμη και η γριά Σωτηρία άλλαξε γνώμη, δίνοντας στη μικρή το πρώτο της κουβάρι μαλλί και διδάσκοντάς τη να πλέκει.

Τα χρόνια πέρασαν σαν ποτάμι που κυλά ασταμάτητα. Η Μαρία έδειξε σπάνιο ταλέντο στα γράμματα και έφυγε για την πόλη να σπουδάσει. Έγινε δασκάλα, έμαθε σε άλλα παιδιά τη δύναμη των λέξεων.

Μα η Άννα έμεινε στο χωριό της, στο σπίτι που είχε γίνει κάποτε καταφύγιο για μια ψυχή χαμένη. Ένα βράδυ, η Μαρία τη ρώτησε: — Θυμάμαι μια γυναίκα με ένα μπλε μαντίλι.

Με άφησε κάτω από τη γέφυρα και είπε «Συγγνώμη»… Γιατί με εγκατέλειψε; Η Άννα την κοίταξε απαλά. Ίσως η μητέρα της να μην είχε άλλη επιλογή. Ίσως η πείνα, η φτώχεια ή κάτι χειρότερο να την έσπρωξαν να το κάνει.

Η Μαρία έμεινε σιωπηλή για λίγο και μετά χαμογέλασε. — Δεν πειράζει, μαμά. Εσύ με βρήκες.

Και η Άννα κατάλαβε πως στη ζωή δεν έχει σημασία μόνο το αίμα. Έχει σημασία ποιος σε κρατάει όταν κρυώνεις, ποιος περπατά ξυπόλυτος στη βροχή για σένα.

Αυτό είχε σημασία. Και αυτό ήταν η ευτυχία της.

Exit mobile version