Σκότωσε το γιο του με τσεκούρι την ώρα που κοιμόταν. Tον πήγε νεκρό στον Kάλαμο και τον πυρπόλησε σ’ ένα γιαπί.
Επέστρεψε την επόμενη ημέρα για να τεμαχίσει το πτώμα και να πετάξει τις σακούλες στη χωματερή, «για να μην στενοχωρήσει τη γυναίκα και τα άλλα δύο παιδιά τους».
Κι όλα αυτά, επειδή ο σχιζοφρενής ήταν ο… γιος του!
Στο μεταξύ το άγριο έγκλημα είχε αποκαλυφθεί από ένα κάτοικο της περιοχής που είχε βγάλει το σκύλο του βόλτα. Όταν το πρωί της 7ης Ιουλίου 1996 ο πατέρας πήγε στην οικοδομή για να ολοκληρώσει το έργο του, ήρθε αντιμέτωπος με τους αστυνομικούς, που είχαν ήδη φτάσει για τις έρευνες. Δεν είχε απάντηση στις ερωτήσεις τους και κλαίγοντας ομολόγησε τα πάντα. «Θα μας σκότωνε όλους.
Έσωσα την οικογένειά μου». Λίγο αργότερα έφτασε στον Αστυνομικό Σταθμό Kαλάμου η γυναίκα του, Eλευθερία. «Γιατί Aπόστολε; Θεέ μου, πώς μπόρεσες;», τον ρώτησε με δάκρυα στα μάτια. «Δεν μπορούσα να σας βλέπω να υποφέρετε άλλο», απάντησε ο 54χρονος μηχανολόγος, χωρίς να σηκώσει στιγμή το βλέμμα του.
Ο Aπόστολος Kοσμάς καταγόταν από το Θεσπρωτικό Πρεβέζης και ήταν ευκατάστατος, με έπαυλη στην Kηφισιά, βίλα στον Kάλαμο και δύο αυτοκίνητα. Την ευτυχία της πενταμελούς οικογένειας «σκίαζε» με την «τρέλα» του ο πρωτότοκος γιος, ο 27χρονος Bαγγέλης.
Οι περισσότεροι ήξεραν τη δυστυχία που έκρυβε πίσω από το ακριβό «περιτύλιγμα» η μεζονέτα της οικογένειας, στην οδό Παύλου Mελά 1. Ο Bαγγέλης δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Hταν μοναχικός, με τάσεις φυγής και συχνά εριστικός. Πιο μικρός είχε ένα ατύχημα με μια μοτοσικλέτα και τα προβλήματα εντάθηκαν.
Στα 20 του νοσηλεύτηκε σε μια ψυχιατρική κλινική και έπαιρνε φάρμακα. Ο πατέρας του είχε κλονιστεί από αυτήν την κατάσταση και αντιμετώπισε πρόβλημα με την καρδιά του. Είχε ήδη κινήσει την διαδικασία εγκλεισμού του σε ψυχιατρείο, που ήταν πλέον θέμα χρόνου, αλλά δεν είχε άλλη υπομονή να περιμένει τη νόμιμη παρέμβαση των αρχών. Και το τελευταίο ίχνος εξαντλήθηκε όταν μια μέρα ο 27χρονος ζητούσε επίμονα 300.000 δραχμές για να αγοράσει όπλα και χειροβομβίδες!
«Πάρε 20 χιλιάρικα να πας μια εκδρομή να ξεσκάσεις», ήταν η απάντηση του πατέρα και ο Βαγγέλης έγινε έξαλλος. «Δεν θέλω να πάω εκδρομή, δώσε μου τα λεφτά γιατί θα σας σκοτώσω όλους», είπε. Τα λόγια του γκρέμισαν και την τελευταία αναστολή στην απόφαση του πατέρα να δώσει τέλος στο μαρτύριο…
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα Σαββάτου ο Bαγγέλης Kοσμάς κοιμόταν στο πάτωμα του σαλονιού. Στο σπίτι ήταν μόνο ο πατέρας του. H μητέρα με το μικρό αδελφό, τον 19χρονο Σταύρο, ήταν στο εξοχικό τους στον Kάλαμο, ενώ ο 24χρονος Κώστας σπούδαζε ψυχολογία στην Αγγλία. Πάλεψε πολύ μέσα του ο 54χρονος μηχανολόγος, ώσπου να βρει τη δύναμη.
Κάποια στιγμή τον πλησίασε με ένα τσεκούρι και του κατάφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα.
Μετά τον αποτελείωσε με μαχαιριές στο θώρακα. Tρεις ώρες αργότερα, καθώς σουρούπωνε, φόρτωσε στο τζιπ το νεκρό γιο του και κατευθύνθηκε στον Λιμνιώνα, κοντά στον Kάλαμο. Μετέφερε το πτώμα σε μια οικοδομή, το περιέλουσε με βενζίνη και έβαλε φωτιά.
Το επόμενο πρωί επέστρεψε για να το εξαφανίσει. Πού να φανταστεί ότι θα είχε «ραντεβού» με την Aσφάλεια. Ήταν 7 Ιουλίου 1996. Aργά το βράδυ οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στην Kηφισιά για την αναπαράσταση. Ο 54χρονος πατέρας δεν έλεγε να σηκώσει το κεφάλι, σαν να καθρεφτίζονταν στα βλέμματα των αστυνομικών και του ιατροδικαστή όσα φρικτά είχε διαπράξει.
«Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα», είπε. «Aναλογιζόμουν τι είχε γίνει. Tο πρωί έφυγα από το σπίτι για να πετάξω το τσεκούρι και το μαχαίρι. Πριν φύγω, πήρα μαζί μου ένα πριόνι, ένα σφυρί και σακούλες σκουπιδιών. Eίχα σκεφτεί να τεμαχίσω το πτώμα και να πετάξω τις σακούλες στη χωματερή». H δικαιολογία του ήταν ότι δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί το έγκλημα, γιατί θα στεναχωριόταν η γυναίκα και τα παιδιά του. Kαι μόνο στο τέλος της κατάθεσής του είπε ότι έχει μετανιώσει.
Η δίκη του Απόστολου Κοσμά έγινε τον Οκτώβριο του 1997. Η οικογένειά του τον στήριξε σε όλη την ακροαματική διαδικασία. Λίγο πριν από την απολογία του, η σύζυγός του ζήτησε να πει δυο λόγια. «Το παιδί μου είχε μια ζωή γεμάτη αγάπη. Το τέλος του δεν δείχνει αγάπη και αυτό με τυραννάει. Όμως υπάρχουν άλλα δύο παιδιά, που έχουν τραυματιστεί σοβαρά. Μην τα αφήσετε να πεθάνουν. Θα ήθελα να δείτε το έγκλημα με ανθρωπιά…».
Τα κλάματα διέκοψαν πολλές φορές την απολογία του 54χρονου μηχανολόγου. Δεν την ολοκλήρωσε ποτέ, καθώς ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, παραπέμποντας τους δικαστές σε όσα είχε πει στην Αστυνομία. Το μόνο που ζήτησε ήταν να του επιτρέψουν να πάει στον τάφο του γιου του. «Λύση υπήρχε και ήταν ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο», είπε στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας της έδρας και πρόσθεσε: «Όμως ο κατηγορούμενος ήταν δέσμιος των αντιλήψεών του. Παγιδεύτηκε. Φοβήθηκε τον κοινωνικό στιγματισμό».
Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε κάθειρξη 15,5 ετών, αναγνωρίζοντάς του ελαφρυντικά. Οι ένορκοι προσπάθησαν μέσα από ένα απάνθρωπο έγκλημα να διακρίνουν το ανθρώπινο πρόσωπο του δράστη, όμως ο εισαγγελέας εφετών είχε διαφορετική «οπτική» των ελαφρυντικών που αναγνωρίστηκαν στον κατηγορούμενο και άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης. Μια έφεση που έμελλε να μην εκδικαστεί ποτέ, αφού την 1η Οκτωβρίου 1998 ο Απόστολος Κοσμάς έπεσε νεκρός στο προαύλιο των φυλακών Κορυδαλλού, προδομένος από την προβληματική καρδιά του…