Τα ουρλιαχτά από τη γυναίκα του δωματίου 303 της μαιευτικής κλινικής στην Κατερίνη τάραξαν την ησυχία που επικρατούσε στους διαδρόμους του τρίτου ορόφου.
Οι νοσοκόμες έσπευσαν να ανταποκριθούν στις εκκλήσεις της για βοήθεια αλλά το θέαμα που αντίκρισαν ήταν σοκαριστικό.
Στο διάδρομο, έξω από το δωμάτιο, κείτονταν αιμόφυρτη μία ηλικιωμένη γυναίκα. Λίγα μέτρα πιο μακριά, μέσα στο δωμάτιο, μία νεαρή γυναίκα βρίσκονταν μέσα σε μια λίμνη αίματος. Φορούσε τις πιτζάμες της καθώς δύο ημέρες νωρίτερα είχε φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί.
Ο δράστης του διπλού εγκλήματος είχε ακινητοποιηθεί από τους συγγενείς που εκείνη την ώρα είχαν επισκεφθεί τις άλλες λεχώνες που νοσηλεύονταν στο ίδιο δωμάτιο. Ένα μαχαίρι, ήταν πεταγμένο λίγα μέτρα μακρύτερα. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς έγινε το κακό.
Όπως περιέγραψαν οι αυτόπτες μάρτυρες, ο νεαρός άνδρας ήταν εκτός εαυτού και χρειάστηκαν λίγα μόνο λεπτά για να βάψει τα χέρια του με αίμα σκοτώνοντας τη γυναίκα και την πεθερά του.
Οι άλλες γυναίκες που βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο με τη νεαρή γυναίκα είχαν καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι η Κατίνα και ο Γιώργος αντιμετώπιζαν προβλήματα.
Ο 26χρονος συμπεριφερόταν περίεργα και δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται για τη γέννηση του παιδιού τους. Από μαρτυρίες προέκυψε ότι αμέσως μετά τη γέννηση του μωρού ο νεαρός επισκέφθηκε τη σύζυγό του στο νοσοκομείο και, αντί να δει το παιδί του, της ζήτησε τα χρήματα που είχαν δώσει ως δώρα οι συγγενείς τους. Όταν εκείνη του τα έδωσε ο 26χρονος έφυγε από το νοσοκομείο αφήνοντας πίσω του την Κατίνα η οποία ξέσπασε σε κλάματα.
Ο γάμος τους είχε γίνει ένα χρόνο νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1958, και από τότε η νεαρή γυναίκα, όπως έλεγαν οι συγγενείς της, δεν είχε δει άσπρη μέρα. Ο Γιώργος ήταν πολύ σκληρός μαζί της, δεν αναλάμβανε καμία οικογενειακή ευθύνη, την πίεζε να εργάζεται ως μοδίστρα και στη συνέχεια της έπαιρνε τα χρήματα τα οποία κατασπαταλούσε σε διασκεδάσεις με άλλες γυναίκες. Όπως έλεγε η Κατίνα όσες φορές τόλμησε να του παραπονεθεί για τη συμπεριφορά του, εκείνος την έβριζε και την ξυλοκοπούσε άγρια.
Το γεγονός ότι, λίγους μήνες μετά το γάμος τους, η Κατίνα έμεινε έγκυος δεν άλλαξε τίποτα στην καθημερινότητα τους. Ο Γιώργος εξακολουθούσε να έχει ακριβώς την ίδια συμπεριφορά ενώ άρχισε να αμφισβητεί ότι ο ίδιος είναι πατέρας του παιδιού που περίμεναν με αποτέλεσμα να έχουν ομηρικούς καυγάδες.
Στις 17 Αυγούστου του 1959 η Κατίνα μπήκε στο νοσοκομείο για να γεννήσει. Τη συνόδευσε η μητέρα της και όχι ο σύζυγός της ο οποίος, ακόμη και μετά τη γέννηση του παιδιού, την επισκέφθηκε μόνο και μόνο για να πάρει τα δώρα και δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για αυτό.
Στις 18 Αυγούστου ο Γιώργος επέστρεψε στο νοσοκομείο συνοδευόμενος από έναν μικροβιολόγο και ζήτησε να γίνει εξέταση αίματος του παιδιού προκειμένου, όπως είπε, να διαπιστώσει αν είναι ο πατέρας του. Η Κατίνα εξοργίστηκε με τη συμπεριφορά του και δεν του επέτρεψε να πάρει αίμα από το βρέφος. Έγινε άγριος καυγάς μεταξύ του ζευγαριού και ο 26χρονος έφυγε από το νοσοκομείο σε έξαλλη κατάσταση.
Από την έρευνα των αρχών προέκυψε ότι ο νεαρός άνδρας, φεύγοντας από το νοσοκομείο, πήγε σ’ ένα κατάστημα από το οποίο αγόρασε ένα μαχαίρι και στη συνέχεια επέστρεψε στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν η σύζυγός του.
Έντρομοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο δωμάτιο τον είδαν να τραβά με τη βία τη νεαρή γυναίκα από το κρεβάτι, να τη ρίχνει στο πάτωμα και να τη χτυπά με το μαχαίρι που έβγαλε από την τσέπη του. Η πεθερά του σοκαρισμένη κινήθηκε προς την πόρτα στην προσπάθεια της να ζητήσει βοήθεια αλλά δεν τα κατάφερε. Ο 26χρονος την πρόλαβε στο διάδρομο και της κατάφερε αλλεπάλληλες μαχαιριές με το ίδιο φονικό όπλο που, λίγα λεπτά νωρίτερα, είχε κατακρεουργήσει την κόρη της.
Λίγους μήνες αργότερα ο 26χρονος κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης αλλά η δίκη του αναβλήθηκε, καθώς έγινε δεκτό το αίτημα του να εξεταστεί από ψυχίατρο. Το Μάρτιο του 1961 ο νεαρός κλήθηκε και πάλι να δώσει εξηγήσεις ενώπιον της δικαιοσύνης. Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν κατέληξαν στο συμπέρασμα πως είναι σε θέση να δικαστεί.
Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού οι οποίοι μίλησαν για το σύντομο γάμο του. Η κακή συμπεριφορά του νεαρού στη γυναίκα του ήταν ο κοινός παρονομαστής στις μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίοι απέκλεισαν το γεγονός η νεαρή γυναίκα να είχε παράνομη σχέση.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως ήταν πεπεισμένος πως η γυναίκα του είχε εραστή και ότι το παιδί δεν ήταν δικό του. «Η γυναίκα μου και οι συγγενείς της μου έκαναν μάγια» είπε επικαλούμενος ψυχολογικά προβλήματα.
Όταν ο κατηγορούμενος κλήθηκε από το δικαστήριο να περιγράψει τη στιγμή του διπλού εγκλήματος, ισχυρίστηκε πως δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί τη μοιραία ημέρα στο δωμάτιο του νοσοκομείο. Ωστόσο, λίγο μετά τη σύλληψη του, μιλώντας στους αστυνομικούς, είχε περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το αποτρόπαιο διπλό έγκλημα.
Ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για το διπλό φονικό, χωρίς κανένα ελαφρυντικά, κάνοντας λόγο για προμελετημένο έγκλημα.
Οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον 26χρονο με το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Τελικά, το δικαστήριο επέβαλε στον νεαρό συνολική ποινή κάθειρξης 24 ετών.