Μεγαλώνοντας πριν το 1985: Το άλυτο μυστήριο της γενιάς που μεγάλωσε πριν το ’85

Ένα κείμενο-ωδή στα παιδιά που μεγάλωσαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τότε που η ελευθερία είχε άλλη έννοια, τα καλοκαίρια κρατούσαν για πάντα και η παιδικότητα δεν ήταν ψηφιοποιημένη.

Μια γενιά που έμαθε να περιμένει

«Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε…» ξεκινά το κείμενο, μιλώντας για μια γενιά που μεγάλωσε περιμένοντας. Περιμέναμε δύο ώρες μετά το φαγητό για να μπούμε στη θάλασσα, υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο για ξεκούραση, και τις Κυριακές μέναμε νηστικοί για να κοινωνήσουμε.

Ακόμα και οι πόνοι έφευγαν με την υπομονή. Κοιτάζοντας πίσω, φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι επιβιώσαμε. Ταξιδεύαμε με αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους, στοιβαγμένοι πέντε άτομα σε ένα μικρό Φιατάκι, διανύοντας δέκα και δώδεκα ώρες χωρίς να παραπονιόμαστε για τις θέσεις.

Ζωή χωρίς ασφάλειες και περιορισμούς

Τότε τα φάρμακα δεν είχαν καπάκια ασφαλείας, τα ποδήλατα δεν συνοδεύονταν από κράνη ή επιγονατίδες. Κάναμε οτοστόπ, ανεβαίναμε σε μηχανάκια χωρίς δίπλωμα και χωρίς δεύτερη σκέψη.

Τα παιχνίδια ήταν σκληρά, αλλά αληθινά

Οι παιδικές χαρές είχαν μεταλλικές κούνιες με κοφτερές άκρες, τα παιχνίδια μας δεν ήταν ακίνδυνα. Κατασκευάζαμε μόνοι μας αυτοσχέδια αυτοκινητάκια και τα κατρακυλούσαμε σε κατηφόρες, χωρίς φρένα.

Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και δεν έπαθε κανείς τίποτα. Τρέχαμε έξω από το πρωί μέχρι να ανάψουν τα φώτα στους δρόμους. Δεν υπήρχαν κινητά, και κανείς δεν ήξερε πού είμαστε. Αν σπάγαμε κόκαλα ή ανοίγαμε κεφάλια παίζοντας πόλεμο με πέτρες και ξύλα, έφτανε λίγος ιώδιος και λίγα ράμματα. Δεν υπήρχε κανείς να κατηγορήσουμε, εκτός από τον εαυτό μας.

Η σκληραγώγηση ερχόταν με φυσικό τρόπο

Καυγάδες, πειράγματα, φάρσες… Ξέραμε να τα αντιμετωπίζουμε μόνοι μας. Τρώγαμε γλυκά, πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως ένας να ήταν λίγο πιο γεμάτος, και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν το ίδιο μπουκάλι νερό ή χυμό χωρίς πρόβλημα.

Αν κολλούσαμε ψείρες στο σχολείο, η λύση ήταν ζεστό ξύδι από τις μαμάδες.

Χωρίς οθόνες, αλλά με αληθινούς φίλους

Δεν υπήρχε Playstation, ούτε Nintendo 64, ούτε 99 κανάλια στην τηλεόραση. Δεν είχαμε υπολογιστές ή Ίντερνετ. Είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε και βγαίναμε. Ακόμα και όταν δεν είχαμε κανονίσει τίποτα, βγαίναμε στο δρόμο και βρίσκαμε τους υπόλοιπους.

Παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα. Η τεχνολογία μας σταματούσε εκεί.

Το παιχνίδι ήταν ελευθερία

Τρέχαμε όλη μέρα έξω. Φτιάχναμε παιχνίδια από ξύλα. Χάναμε μπάλες ποδοσφαίρου κατά εκατοντάδες. Πίναμε νερό από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και συχνά βάζαμε τα χείλη μας απευθείας πάνω της.

Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, χωρίς επίβλεψη από ενήλικες.

Η κοινωνικότητα δεν ήθελε ειδοποίηση

Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων με το ποδήλατο ή με τα πόδια και φωνάζαμε απ’ έξω. Δεν ζητούσαμε άδεια, δεν στέλναμε μήνυμα. Απλά φωνάζαμε. Ήμασταν μόνοι έξω στον κόσμο, χωρίς ενήλικους να μας επιβλέπουν.

Παιδικά χρόνια χωρίς φιλτράρισμα

Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι. Όσοι δεν ήθελαν, έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Όποιος δεν τα κατάφερνε στα μαθήματα, έμενε στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν τεστ προσαρμοσμένα για να περάσουν όλοι.

Το καλοκαίρι διαρκούσε τρεις ολόκληρους μήνες. Ήμασταν με τις ώρες στην παραλία, χωρίς αντηλιακά με δείκτη 30, χωρίς μαθήματα τένις, ιστιοπλοΐας ή γκολφ. Φτιάχναμε κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα απλό αγκίστρι και πετονιά.

Η εφηβεία χωρίς φίλτρα και chat rooms

Φλερτάραμε κυνηγώντας τα κορίτσια στις γειτονιές, όχι γράφοντας emoticons σε chat rooms.

Είχαμε ελευθερία. Είχαμε την ευκαιρία να αποτύχουμε, να πετύχουμε, να αναλάβουμε ευθύνες. Και μέσα από όλα αυτά, μεγαλώσαμε.

«Αν εσύ είσαι από τους “παλιούς”… συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί…»

Exit mobile version