Είναι πολλοί οι ακαδημαϊκοί σε όλη τη διάρκεια της νεότερης ιστορίας που έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ότι στην πραγματικότητα δεν ζούμε στη χρονιά που αναγράφεται στα ημερολόγιά μας.
Όσο περισσότερο ερευνώνται επιστημονικά οι απαρχές και η ανάπτυξη των συστημάτων χρονολόγησης, τόσο περισσότερο ενισχύεται μάλιστα η πίστη ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανθρώπινη «κατασκευή».
Πώς ξεκίνησε το πρόβλημα
Στον δυτικό κόσμο, το έτος αναφέρεται σε κυρίαρχο βαθμό στον αριθμό των ετών που έχουν περάσει από τη γέννηση του Ιησού. Όμως αφού στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να είμαστε 100% βέβαιοι για την ακριβή ημερομηνία γέννησης του Ιησού, τότε πώς ξέρουμε ότι έχουν περάσει 2018 χρόνια από τότε;
Το πρόβλημα ξεκινάει από τη βάση, δηλαδή τις ιστορικές μας πηγές που δεν είναι άλλες από τα τέσσερα Ευαγγέλια και τις Επιστολές του Παύλου.
Τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά μας ενημερώνουν ότι ο Ιησούς γεννήθηκε «στις ημέρες του Βασιλιά Ηρώδη του Μέγα», ο οποίος πέθανε τη χρονιά που εμείς θα αποκαλούσαμε 4 μ.Χ.. Ο Λουκάς όμως προσθέτει ότι η γέννηση συνέβη κατά τη διάρκεια της απογραφής του Αυγουστίνου και της βασιλείας του Κυρήνιου στη Συρία, η οποία ξεκίνησε μετά τη χρονιά 6 μ. Χ.. Με αυτή τη λογική ο Χριστός θα πρέπει να έχει γεννηθεί είτε πριν, είτε μετά από τη χρονιά που έχουμε ορίσει ως τη χρονολογία γέννησης του Ιησού.
Τα Ευαγγέλια μας ενημερώνουν επίσης ότι ο Χριστός ξεκίνησε τη διδασκαλία του σε ηλικία 30 ετών και ότι αυτή διήρκεσε τρία χρόνια, μέχρι την εβδομάδα των Παθών και τη Σταύρωσή του. Ωστόσο, η θέση ότι τα Πάθη και η Ανάσταση του Χριστού έγιναν κατά τη διάρκεια του εβραϊκού Πάσχα (που ορίζεται σύμφωνα με σεληνιακούς και ηλιακούς κύκλους), επίσης δημιουργεί χρονολογικά ζητήματα. Σύμφωνα με τις ημερομηνίες που παραθέτουν οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς, η εβδομάδα των Παθών θα πρέπει να έχει συμβεί είτε το έτος 29, είτε μετά το έτος 39 μ.Χ., όμως όχι το έτος 33, όπως ορίζει η εκκλησιαστική παράδοση.
Άρα τι χρονιά έχουμε σήμερα;
Η ημερολογιακή διαφωνία φαίνεται να ενδιέφερε πολύ τους Χριστιανούς θεολόγους και στοχαστές σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Σε μια προσπάθεια να βρεθεί μέση λύση, ο Σκύθιος μοναχός Διονύσιος ο Μικρός (470-544 μ.Χ), αλλά και αργότερα ο Άγγλος ιστορικός Bede (672-734 μ.Χ.) διαπίστωσαν ότι οι ηλιακοί και σεληνιακοί κύκλοι, που όριζαν τις ημερομηνίες των Πανσελήνων και συνεπώς του Πάσχα, επαναλαμβάνονταν κάθε 532 χρόνια.
Έτσι, αυτός ο 532ετής κύκλος ξεδιπλώθηκε στα ημερολόγια των ακαδημαϊκών της εποχής και επιχειρήθηκε να τοποθετηθούν χρονικά τα γνωστά ιστορικά γεγονότα σε μια προσπάθεια να διαπιστωθεί και να ταυτοποιηθεί η ημερομηνία του Πάσχα εκείνης της επίμαχης χρονιάς, φυσικά σε συνάρτηση με τα ιστορικά γεγονότα.
Ωστόσο η μέθοδος αυτή ανέδειξε τόσο στον Διονύσιο, όσο και στον Bede ότι η τοποθέτηση της ημερομηνίας γέννησης του Χριστού περιείχε αρκετά λάθη.
Τη χρονιά που θα αποκαλούσαμε 1076 μ.Χ., ένας μοναχός και χρονικογράφος, ο Marianus Scotus, επιχείρησε μια αναλυτική καταγραφή της Παγκόσμιας Ιστορίας. Εντάσσοντας στην έρευνά του τις ημερομηνίες όλων των μεχρι τότε γνωστών ιστορικών γεγονότων, ο Marianus διαπίστωσε ότι η ημερομηνία γέννησης του Χριστού στην πραγματικότητα είχε συμβεί 22 χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι είχαμε υπολογίσει. Ως εκ τούτου, η χρονιά που έγραφε το έργο του δεν ήταν το 1076, αλλά το 1098 μ.Χ..
Ο χρόνος είναι απλώς μια σύμβαση
Το παγκόσμιο χρονογράφημα του Marianus κυκλοφόρησε σε όλη την τότε χριστιανική Ευρώπη και η αναθεωρημένη ημερομηνία που πρότεινε, έτυχε πολύ θετικής υποδοχής από τους ακαδημαϊκούς, τους θεολόγους, αλλά και την ίδια την εκκλησία. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό ώστε όλη η Δυτική Ευρώπη να αλλάξει, ξαφνικά, κατά 22 χρόνια το τρέχον έτος της.
Όπως όλα δείχνουν, αλλά και όπως ορίζει η κοινή λογική, η ακρίβεια του συστήματος χρονολόγησης δεν ήταν τόσο σημαντική όσο η ίδια η ύπαρξη ενός συστήματος χρονολόγησης που λειτουργούσε ως μέσο για τον εντοπισμό των ημερομηνιών ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος μέσα σε ένα συνεκτικό πλαίσιο.
Άλλωστε, μια ενδεχόμενη ανατροπή και αλλαγή των ημερομηνιών των ιστορικών γεγονότων χιλιάδων ετών, αλλα και η αντίστοιχη αλλαγή νομικών και διοικητικών εγγράφων που είχαν παραχθεί τους τελευταίους αιώνες, θα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη, πολυέξοδη και σε μεγάλο βαθμό περιττή.
Άρα λοιπόν, τι χρονιά έχουμε σήμερα; Το έτος 2018 κυριαρχεί στις διεθνείς σχέσεις, όμως η ημερομηνια γέννησης του Ιησού (ακριβής ή λανθασμένη), δεν είναι ο μοναδικός τρόπος χρονολόγησης που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι σήμερα.
Σε προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε αναφερθεί στα διαφορετικά τρέχοντα έτη που προκύπτουν από τα διαφορετικά ημερολόγια που τηρούν χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο με άλλους να πιστεύουν ότι είμαστε στο έτος 4715, και άλλους στο έτος 1440.
Σε ό,τι αφορά πάντως τα δικά μας… αν θεωρήσουμε την εκτίμηση του Marianus Scotus σωστή, και έχουμε «πέσει έξω» στους υπολογισμούς μας για τη γέννηση του Ιησού κατά 22 χρόνια.
Από το 2018, λοιπόν, καλωσήρθαμε στο… 2040!
Από Αντώνης Ρηγόπουλος Πηγές: altsantiri.gr, theconversation.com, wikipedia