Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, πέρασα τουλάχιστον 2 ώρες μιλώντας στο τηλέφωνο με το γραφείο.
Φορούσα κάτι ξεχαρβαλωμένες της πυτζάμες, στη μέσα εσοχή της βεράντας για να μη με βλέπει έτσι ο κόσμος που πήγαινε και ερχόταν στο μπαλκόνι μας, τελώντας ο καθένας εσωτερικά το δικό του προσωπικό μνημόσυνο μέρες τώρα. Ήταν μέρες ή μήνες; Ο χρόνος ξαφνικά έγινε ελαστικός σαν τσίχλα που σου κολλάει στο παπούτσι για ώρες. Ή μήνες;
Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου και ενώ με το γυαλί ηλίου και τις ξερχαβαλωμένες της πυτζάμες διέσχισα το ηλιόλουστο μπαλκόνι και τους ανθρώπους, δεν μπορούσα παρά να αισθάνομαι λύπη για τη λύπη που εκείνοι αισθάνονταν. Κάποιοι από αυτούς, ήταν μακράν θλιβερότεροι της ληθαργικής μου μάνας, που μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας δεν αποφάσιζε αν ήθελε να φύγει ή αν αντέχε να μείνει. Ας είναι.
Το σαββατοκύριακο πριν τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, έκανα τον πρώτο σοβαρό μου τσακωμό με τα θεία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, εκτός από κάποιες συμπάθειες και αρκετές αντιπάθειες, λίγα ήταν τα πάρε δώσε μου με τα άνωθεν. Γενικώς πάντα σκεφτόμουν ότι τα θέματα μου είναι πολύ υποδιέστερα συγκριτικά με μυριάδες βασανισμένες ζωές που κυκλοφορούν γύρω μας. Τσακώθηκα όμως. Και με το Θεό και με γιαγιάδες και παπούδες και πεθαμένες θειάδες και γενικώς με όλο το client service του άλλου κόσμου, που ενώ (θεωρητικά) την έβλεπαν να παραπαίει, δεν τσακίστηκαν να έρθουν να την πάρουν να λυτρωθεί, όσο και αν ικέτευα, όσο και αν χτυπιόμουνα, όσο και αν έκανα τα άχρηστα μαγικά μου, με τις ενέργειες και τις βλακείες.
Εκείνο το σαββατοκύριακο, εγώ η αδελφή μου και η καλύτερη φίλη της μάνας μου, ξαπλωμένες όλες στο ίδιο αυτό παλαιό διπλό της κρεβάτι, τραγουδήσαμε παράφωνα τραγούδια, φιλήσαμε κρύα χέρια ξανά και ξανά, ακούσαμε με λαχτάρα ασθενικούς χτύπους καρδιάς και υπογράψαμε όλες ένα μυστικό συμβόλαιο αφοσίωσης. Είδαμε τη στιγμή που η συνειδητότητα έδωσε τη θέση της στο μεταξύ γης και ουρανού.
Τη στιγμή που εκείνη αφέθηκε από συστολές ανθρώπινες, έπαψε να κλαίει και να αντιστέκεται και ξεκίνησε να κολυμπάει μισότυφλη στην άλλη πλευρά. Είδαμε τη στιγμή που πια το στόμα δεν άνοιγε ούτε για να φάει, ούτε για να πιεί, ούτε για να ζητήσει. Σε εκείνο το μπαλκόνι, λίγο πιο πέρα από το παλαιό διπλό της κρεβάτι, καραβοτσακιστήκαμε μια η μία μια η άλλη, μαζί με μνήμες, με ματωμένες ματιές, με τρολαρίσματα, με απόγνωση, με αγάπη πιο πάνω από το χρόνο, πιο πέρα από το θάνατο.
Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, έκανα μπάνιο και έφαγα ομελέτα. Η αδελφή μου ήταν ξαπλωμένη μαζί της, δεν ερχόταν να φάει. «Η μαμά νομίζω φεύγει», μου είπε και της χαίδευε τα μαλλιά. Νομίζεις η μαμά φεύγει; Η μαμά έφευγε 6 μήνες. Τόσο χρόνο έδωσαν οι γιατροί και καταλήξαμε εμείς οι μοναδικές, με εκείνη τη μοναδικότερη των μοναδικών, να γίνουμε αριθμός σε απάνθρωπες καρκινικές στατιστικές. Στον έρωτα και στο θάνατο, πάντα μοναδικός νιώθεις. Μετά το τέλος, το βλέπεις. Το καταραμένο στατιστικό. Την κατάπτυστη επιβεβαίωση του κανόνα.
Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, έκατσα δίπλα της στο κρεβάτι και είδα τα μάτια της ορθάνοιχτα μετά από μέρες. Πού κοιτούσε; Τι κοιτούσε; Μερικές μέρες πριν μου ζητούσε να διώξω το μαύρο που κρυβόταν πίσω από τον καλόγερο. Δεν υπήρχε μαύρο. Μαύρη ήταν η αρρώστια της, που μου την έκανε να ζει αγκαλιά με μια λεκάνη. Την έβλεπα να κάνει εμετούς ξανά και ξανά και φαντασιωνόμουν ότι μια από αυτές τις φορές, θα τον έβγαζε τον καρκίνο της. Σα μια μαύρη μπάλα. Θα τον έπιανα τότε στα χέρια μου και θα τον έκοβα με ξυράφια. Θα τον έκαιγα με αναπτήρες. Θα τον ξέσκιζα με ψαλίδια. Θα τον ξεφτίλιζα.
Αυτή την ίδια μισητή λεκάνη, 4 μέρες μετά τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, καθαγίασα με ούζο. Μια γουλιά εγώ, μια γουλιά αυτή. Εγώ μέθυσα και κυλίστηκα στα πατώματα και αυτή η ατιμασμένη δεν έλιωσε από ντροπή, όπως της άξιζε. Την κλώτσησα μέσα στη σακούλα και την πέταξα στα σκουπίδια κάνοντας οχτάρια.
Τη μέρα που πέθανε η μάνα η μάνα μου, έβαλα το χέρι μου πάνω στο κεφάλι της και την εξομολόγησα από μέσα μου. Εγώ η σχεδόν άθεη. Η αμαρτωλή μεγάλη της κόρη. Της ζήτησα να συγχωρήσει εμένα και όλους. Όποιον την πρόδωσε, την πόνεσε, την απογοήτευσε, την τερμάτισε, την εκμεταλεύτηκε. Της είπα ότι τη συγχωρώ. Και εγώ και όποιος άθελα της πλήγωσε. Το «άθελα της» βγήκε αβίαστα, γιατί ήταν σιγουράκι. Ζήτησα από τους δικούς μου να μην της λένε «Φύγε Θάλεια, φύγε να ξεκουραστείς» γιατί ήταν πάντα γνωστό, ότι η μάνα μου αν την πίεζες μουλάρωνε. Έφηβη στα 61,5 της. Αν δεν μου τη γερνούσε ο καρκίνος μέσα σε 6 μήνες, ακόμα έτσι θα ήταν και θα μου έπαιζε τα νεύρα. Κρυφά όμως την καμάρωνα. Την ατίθαση. Την πεισματάρα. Τη ξεροκέφαλη. Την ελεύθερη μου μάνα.
Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου και λίγο μετά αφού άφησε την τελευταία της κοφτή ανάσα στην αγκαλιά μας, συνέβη κάτι που με σόκαρε βαθιά. Δεν πέθανα. Αν κρίνουμε με βάση τη σημαντικότητα της στη ζωή μου, την καθοριστική επιρροή της σε κάθε συνειδητό και ασυνείδητο μου, την καψούρα που της είχα 35 χρόνια τώρα, κανονικά μαζί με εκείνη, θα έπρεπε να είχα πεθάνει και εγώ. Άντε με μερικά λεπτά διαφορά λόγω μικρότερης ηλικίας.
Δεν πέθανα όμως. Έζησα για να καλέσω τη γιατρό για να υπογράψει το πιστοποιητικό θανάτου. Έζησα για να τηλεφωνήσω στο γραφείο τελετών για να έρθουν οι άνθρωποι και να πράξουν τα δέοντα. Έζησα για να της κλείσω με την αδελφή μου τα μάτια. Και παραδόξως, έζησα για να υπογράψω χαρτιά και άλλα χαρτιά, για να λάβω στο viber το κηδειοχαρτο της και να δώσω το οκ για να τυπωθεί, για να δω μέσα στην κλειστή κρεβατοκάμαρα να τη βάζουν στο φέρετρο και να τους παρακαλώ να της ρίξουν από πάνω το πράσινο σεντόνι. Δεν μπορούσε να προστατευθεί όπως έκανε σε όλη της τη ζωή το αγρίμι μου. Ήταν σχεδόν γυμνή και τελείως νεκρή.
Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, προφανώς ήμουν στην Κρήτη, οπότε άκουσα Ψαραντώνη και Φουσταλιέρη. Προφανώς πίτα στο μεθύσι. Προφανώς δεν έβλεπα πια τίποτα, εκτός από το στίχο. Η γη όμως δεν άνοιξε ποτέ μέσα να μπω, κόσμε ψεύτη. Άνοιξε την επόμενη και μπήκε εκείνη. Φοβόμουν μην την δουν οι φίλοι μου και τρομάξουν. Όμως ήταν όμορφη η άτιμη. Ήρεμη. Έκανα τον κόσμο να κλαίει γιατί της χάιδευα το κεφάλι και της μίλαγα στο αυτί. Αν δεν ντρεπόμουν θα το έκανα περισσότερο. Αλλά ντρεπόμουν τόσος κόσμος. Να έρχεσαι να με βλέπεις και να μου μιλάς, της έλεγα συνέχεια. Ποια εγώ. Που ούτε Χάρυ Πότερ δεν βλέπω μόνη μου το βράδυ.
Τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, πιο πολύ από όλους αυτούς τους βασανισμένους 6 μήνες, ήπια όλη την παιδική μου ηλικία χτυπημένη στο μίξερ. Μέχρι που μου βγήκε από τα αυτιά. Μέχρι που ζήτησα βοήθεια από τα θεία που έβριζα πριν μερικές μέρες. Δεν ξέρω τι βοήθεια ήρθε από ψηλά. Ξέρω τη βοήθεια που ήρθε από χαμηλά. Από την οικογένεια και τους φίλους που 6 μήνες κοπανούσα σαν άγριο κρητικό κρι κρι. Και κοπανάω ακόμα. Ξέρω τη βοήθεια που ήρθε από μέσα.
Όλα τα αντέχει ο άνθρωπος. Αυτό ήταν η πρώτη κουβέντα που είπα ελάχιστα λεπτά αφού πέθανε η μάνα μου. Όλα. Όλα. Ξέρω τη βοήθεια που γεννήθηκε τη μέρα που γεννήθηκα και η μάνα μου αποφάσισε ότι ήμουν η κόρη της. Και με μεγάλωσε με μια αγάπη όχι θεϊκή, αλλά βαθιά ανθρώπινη. Που μέσα της χώρεσαν όλα. Η αλήθεια μου και η αλήθεια της μαζί σφιχτά σαν μία. Μια αλήθεια γεμάτη ουσία και ένταση και μύθους και θρύλους και θυμούς και αγκαλιές και βιβλία και αγάπη, αγάπη που δεν αφήνει τίποτα ανολοκλήρωτο. Τίποτα ανείπωτο. Δεν υπάρχει τίποτα που δεν είπα στη μάνα μου. Και όχι από όταν αρρώστησε. Πάντα. Αυτά που με διαόλιζαν σε εκείνη, αυτά που τις χρέωνα, αυτά που γονάτιζα μπροστά της από σεβασμό. Αυτά που με έκαναν και θα με κάνουν πάντα υπερήφανη. Τόσο υπερήφανη για εκείνη, που θα υποκλίνομαι στη χάρη της για όσο ζω. Ο έρωτας μου για εκείνη, ο αγιάτρευτος. Ο απίστευτος. Ο αξεπέραστος. Τα σ΄αγαπώ, τα σε έχω ανάγκη, τα θα σε κλέισω όμως τώρα γιατί θα πλακωθούμε, τα χωρίς εσένα τι είμαι; Ίδια στη μούρη, ίδια στη ψυχή, μάνα.
Από τη μέρα που πέθανε η μάνα μου πέρασαν μέρες. Όχι πολλές. Πώς μετριέται όμως μετά από όλα αυτά ο χρόνος; Ρολόγια δεν φόραγα ούτως ή άλλως ποτέ. Τώρα που πέθανε, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μπορεί να παίζει μπάλα στη ζωή μου πιο εύκολα. Να τα κανονίσει όλα όπως της γουστάρει. Πριν που ζούσε, ήμουν και εγώ πάντα μουλάρα και τη ζόριζα. Ίδια στη μούρη, ίδια στη ψυχή δεν είπαμε;
Στα σαράντα της που ήταν και η μέρα των γενεθλίων της, πήρα όρκο ιερό. Θα σε λατρεύω και θα σε τιμώ για πάντα, της είπα σταυροπόδι πάνω στον τάφο. Μου φαίνεται, ή έσκασε στα γέλια η τύπισσα; Άσε τώρα τις μαλακίες στα μνήματα και πήγαινε να ευτυχήσεις παιδουλινάκι μου, σα να άκουσα.
Λίγο χρόνο δώσε μου μανούλα και έτρεξα.