Κική Δημουλά: Η γνωστή ποιήτρια άφησε ως κληρονομιά, τα τελευταία ποιήματά της, στην ηθοποιό, Δανάη Μπάρκα.
Η Ελληνίδα ποιήτρια «έφυγε» από τη ζωή, το περασμένο Σάββατο (σ.σ. 22 Φεβρουαρίου του 2020). Ο λόγος που η Κική Δημουλά αποφάσισε να προβεί σε μία τέτοια κίνηση δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, η ποιήτρια είχε σαν εγγονή της την κόρη της ηθοποιού, Βίκυ Σταυροπούλου.
Δανάη Μπάρκα: Η ανάρτησή της στο Instagram για την Κική Δημουλά
Κική Δημουλά: Η κηδεία της
Το τελευταίο αντίο στην Κική Δημουλά είναι σήμερα, Τρίτη 25 Φεβρουαρίου, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στις 16:00. Παράκληση της οικογένειας της σπουδαίας ποιήτριας είναι αντί στεφάνων, όσοι το επιθυμούν να ενισχύσουν την Στέγη Γερόντων, ‘Αγιος Νεκτάριος, Αγία Παρασκευή. Αυτό, μπορεί να γίνει από τον λογαριασμό Εθνική Τράπεζα: GR 6801 10 18 000000 180 5580 2856. Επίσης, τον Σύλλογο φίλων παιδιών με καρκίνο ΕΛΠΙΔΑ.
Η κηδεία της ποιήτριας θα γίνει δημοσία δαπάνη ως ελάχιστος φόρος τιμής, όπως ανακοίνωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, σε συνεργασία με τον υπουργό Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκο και τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα.
Κική Δημουλά: Στοιχεία βιογραφίας
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα όπου κι έζησε. Παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό και ποιητή ‘Αθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος επί 25 χρόνια. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2015 αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτορα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες – αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,ιταλικά, σουηδικά κ.ά.
Το σημαντικό έργο της έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις που ξεκινούν από το 1972, με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου». Με το ίδιο βραβείο τιμήθηκε το 1989 για τη συλλογή της «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Το 2001 τής απονεμήθηκε το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της, και Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής, από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Το 2009, τιμήθηκε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.
Κική Δημουλά: Αυτοβιογραφία
Το 2010 βραβεύτηκε, με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του ποιητικού και του πεζού έργου της. Έτσι, η ποιήτρια έγραψε αυτοβιογραφούμενη: «Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης.
Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.
Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα». Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο «πρέπει να εργαστείς», και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια.
Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή ‘Αθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης».
Κική Δημουλά: Συνέχεια αυτοβιογραφίας
Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι «γιαγιά». Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα. Δεν νιώθω δημιουργός.
Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής.
Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.
Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».