Η γυναίκα-σκέτη κόλαση που πόθησαν όλοι: Η ιέρεια των ελληνικών αισθησιακών ταινιών

Πάντοτε αναρωτιέμαι πώς γίνεται να γνωρίζουμε ανθρώπους που έζησαν σε μακρινές από την δική μας εποχές.

Πώς γίνεται να έχουμε την αίσθηση ότι περάσαμε πολλά βράδια διασκέδασης μαζί τους και πολλές κουβέντες νοσταλγίας, αλλά στην πραγματικότητα να μην τους είδαμε ούτε από απόσταση 50 μέτρων.

Ούτε καν να ζήσαμε ταυτόχρονα στον ίδιο τόπο. Είμαι 26 χρονών, η Γκιζέλα Ντάλι θα ήταν σήμερα 81. Δεν είναι. Πέθανε στα 73 της, το 2010. Από καρκίνο. Έζησε σχεδόν δέκα χρόνια μαζί του. Και αποτελεί μια από εκείνες τις αναλλοίωτες, τις underground ιστορίες που έχει να διηγηθεί η παλιά Αθήνα, το παλιό ελληνικό σινεμά.

Η ίδια ήταν πάντα στην ιδιότυπη σκιά του σινεμά. Παρά το ότι ήταν μια πανέμορφη και σέξι γυναίκα, παρά το ότι την αποκαλούσαν Μπριζίτ Μπαρντό και την τοποθετούσαν πάνω κι από την Αλίκη σε ομορφιά, η Γκιζέλα Ντάλι δεν βρέθηκε ποτέ στο προσκήνιο. Αφέθηκε με μια ανεμελιά και αδιαφορία στην εξωτερική της εμφάνιση και πορεύτηκε για πολύ με αυτήν. Ίσως να παρασύρθηκε κι από την αντιμετώπιση των άλλων.

Η γεννηθείσα στην Πλάκα το 1937 Αδαμαντία Μαυροειδή – έτσι την έλεγαν κανονικά – ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις που σε αφόπλιζαν με τον τρόπο τους. Δεν έμεινε στις αναμνήσεις ως σπουδαία ηθοποιός. Όλοι την σκέφτονταν όταν έψαχναν μια κοπέλα για έναν μικρό ρόλο. Συνήθως το ρόλο της πλανεύτρας.

Σαν τη Σπεράντζα Βρανά κι αυτή. Η αιώνια γυναικάρα που μένει πάντα στο πάνω πάνω διαμέρισμα και μαζεύονται για χάρη της στην εσωτερική αυλή των οικημάτων. Κατίνες νοικοκυρές για να την κουτσομπολέψουν και να την παρατηρήσουν για την ελευθερία των ηθών της. Σύζυγοι νοικοκυρών για να κάνουν επίδειξη του παρά που δεν έχουν. Πιτσιρικάδες για να κάνουν χάζι. Νεαρές κοπέλες για να ζητήσουν τη συμβουλή τους. Αυτή η εικόνα μυρίζει Γκιζέλα Ντάλι.

Έχοντας σπουδάσει από αρκετά νεαρή ηλικία χορό και υποκριτική, η Γκιζέλα ξεκινάει δειλά δειλά με το Ραντεβού στη Βενετία το 1960. Μέσα σε αυτή τη δεκαετία έζησε σχεδόν τα πάντα. Συμμετοχές σε ανεξάρτητες παραγωγές μακριά από τη σκέπη του Φίνου, γνωριμία με τον Βέγγο που της έδωσε τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές της, γάμος με τον σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα που της έδωσε 7 ρόλους σε ισάριθμες ταινίες.

«Ήταν άλλη η όψη μου και άλλη η κόψη μου. Ο Ντίμης Δαδήρας και οι άλλοι κινηματογραφικοί παραγωγοί εκμεταλλεύτηκαν την όψη μου! Η κόψη μου ήταν η βλάχα από τα Μέγαρα, στουρνάρι στο κεφάλι! Τώρα που βλέπω τις ταινίες μου, μ’ αρέσει αυτή η κοπέλα, η Γκιζέλα, αλλά σήμερα δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της».

Αν και ο Δαδήρας έμεινε μαζί της περισσότερο απ΄όλους, αν και της έδωσε τόσα, ο μεγάλος της έρωτας ήταν άλλος. Ο Άλκης Γιαννακάς, ένας ζεν πρεμιέ. Για εκείνη και για το 90% των γυναικών του χώρου ήταν ο ωραιότερος. Η Γκιζέλα καυχιόταν πάντοτε ότι είχε γίνει δικός της. Από τα λόγια της καταλάβαινε κανείς ότι ένιωθε περήφανη γι΄αυτό που αισθανόταν όσο ήταν μαζί του.

Κάπου στη δεκαετία του 70, από το 1975 και μετά, τότε που το ελληνικό σινεμά όδευε προς το θάνατο, η Γκιζέλα πρωταγωνίστησε σε μερικές soft porn ταινίες. Από τις τελευταίες φορές που το κοινό της εποχής μπόρεσε να θαυμάσει αυτό το θάρρος που είχε στο να βγάζει τα ρούχα της στην οθόνη. Κάτι που μέχρι και το 1980 ήταν ως και ταμπού. Πολλοί θα περίμεναν η δεκαετία αυτή, του 1980, να είναι το δικό της ζενίθ, αφού η βιντεοκασέτα και το ύφος των ταινιών θα ήταν παιχνιδάκι για εκείνη.

Αντ΄αυτού η Γκιζέλα αποχωρίστηκε οριστικά τον χώρο και έζησε μιαν άλλη ζωή. Διάβαζε πολλά βιβλία, μετακόμισε στη Νάξο στο χωριό της μαμάς της και έζησε ως «βλάχα» και άφησε διά παντός την εικόνα που είχε πριν. Η ίδια έλεγε ότι «με λένε Διαμάντω. Από το Δίας και το διαμάντι». Και δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος ο συνδυασμός. Ίσως με αυτή την εξήγηση το Διαμάντω να είναι πιο σέξι από το Γκιζέλα. Το γράφω με την έννοια ότι το διαμάντι για τον χαρακτήρα της ειπώθηκε από σχεδόν όλους όσοι την ήξεραν. Όσο για τον Δία, είμαι βέβαιος πως αν ζούσε τότε, μάλλον δε θα μιλούσε κανείς για τον μύθο της Ευρώπης σήμερα. Ή θα την είχε μετατρέψει η Ήρα σε κάποιο φυτό.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε με την εξής επιγραφή έξω από το σπίτι της: Μην πλησιάζετε είμαι άρρωστη. Παρά το ότι στους πρώτους μήνες του καρκίνου γελούσε αλαζονικά απέναντι στη νόσο λέγοντας «θα το νικήσω μόνη μου τον πούστη», περισσότερο έμοιαζε να το σφιχταγκαλιάζει.

Πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε η ασθένεια σε οστά και εγκέφαλο. Τα 9 και πλέον χρόνια που έζησε έτσι ήταν μια υπέρβαση. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι τον νίκησε. Αυτή ήταν η νίκη. Να του δώσεις την ψευδαίσθηση ότι θα υποταχθείς χωρίς μάχη και να σε υποτιμήσει. Και κάθε μέρα να του κρύβεσαι, να μη σε βρίσκει. Τελικά, η Γκιζέλα δεν απέφυγε το να γίνει μύθος. Όλως περιέργως ένας μύθος που θα λήξει πολύ πιο μετά από τους μύθους άλλων πιο καταξιωμένων του ελληνικού σινεμά της εποχής της!

Exit mobile version