H άγνωστη ζωή του Μιχάλη Μενιδιάτη που έχτισε την καριέρα του «Πετραδάκι – Πετραδάκι»

«Δεν έγινα τραγουδιστής, γεννήθηκα έτσι». Ο Μιχάλης Μενιδιάτης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους λαϊκούς καλλιτέχνες, χτίζοντας «Πετραδάκι πετραδάκι» μια αξιόλογη καριέρα στο τραγούδι, που τον πήγε ως την κορυφή.

«Μην περιμένεις πια», «Περιφρόνα με, γλυκιά μου», «Πού να ‘ναι τέτοια ώρα η αγάπη μου», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα, καλή μου», «Πήραν τα στήθια μου φωτιά» είναι μόλις μια στάλα στη «θάλασσα» των σουξέ του.

Στη βιογραφία του, την οποία επιμελήθηκε ο Κώστας Μπαλαχούτης (εκδόσεις Μένανδρος) και κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο τραγουδιστής, ο οποίος «έφυγε» το 2012 χωρίς να προλάβει την έκδοση του βιβλίου, αποκάλυψε πως ήταν από τους πρώτους που έκαναν αισθητική επέμβαση στην Ελλάδα. Μίλησε για τη θρυλική Φαντασία, τους εκκεντρικούς και διάσημους θαμώνες της, ενώ περιέγραψε άγνωστα περιστατικά της ζωής του, όπως η αναστάτωση που προκλήθηκε σε πτήση από την Αυστραλία, όταν πιάστηκε στα χέρια με τον Χαλιλόπουλο.

Ο Μενιδιάτης γεννήθηκε το 1932, με το επώνυμο Καλογράνης, το οποίο του άλλαξε ο Απόστολος Καλδάρας, προς τιμήν των κατοίκων του Μενιδίου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μιχάλης, οι οποίοι τον ακολουθούσαν πιστά στα κέντρα όπου τραγουδούσε. Τα χρόνια της Κατοχής είχαν στιγματίσει τον τραγουδιστή. «Παιδιά πέθαιναν κάθε μέρα από την ασιτία. Χάσαμε τον αδερφό μας τον Δημητράκη, τότε, δύο χρόνων, το ’42. Πού να αντέξει το παιδί. Τον τυλίξαμε σε ένα σεντόνι και τον ρίξαμε σε έναν λάκκο στο νεκροταφείο» περιέγραψε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στον τραυματισμό του από αυτοσχέδιο όπλο.

«Καμιά κατοσταριά μέτρα από το σπίτι μου, πίσω από μια ελιά, βλέπω έναν μυγοχάφτη. Γεμίζω πάλι με μπαρούτι το όπλο και όπως κάνω να χτυπήσω το πουλί, το όπλο κάνει δυο εκρήξεις, μία κι άλλη μία πιο δυνατή, και σπάει ένα κομμάτι σίδερο και μου καρφώνεται ανάμεσα στα φρύδια, στο κούτελο. Με άρπαξαν, με έτρεξαν στο φαρμακείο, μου έβαλαν ιώδιο, αλλά δεν κόλλησε το δέρμα. Ηθελε ράψιμο. Το σημάδι, που με συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι ρυτίδα. Αργότερα, όταν ήμουν 29 χρόνων και τραγουδούσα στα μαγαζιά, ένας θαμώνας χειρουργός μού πρότεινε να το σουλουπώσει, να φαίνεται κάπως καλύτερα» είπε. Ωστόσο, χρόνια αργότερα, ο Χιώτης και η Λίντα τον προέτρεψαν να κάνει κι άλλες διορθώσεις στο πρόσωπό του. «Θυμάμαι που μου έλεγε ο Μανώλης: “Μιχάλη, βγάλε την καμπούρα από τη μύτη. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε άμεση επαφή με το κοινό και πρέπει να ξεχωρίζει σε όλα του.

Οχι μόνο στο τραγούδι, αλλά και στην εμφάνισή του”. Ετσι έγινα ένας από τους πρωτοπόρους των πλαστικών εγχειρήσεων στην Ελλάδα».


Το 1964 ο Μιχάλης και τα αδέρφια του άνοιξαν τη Φαντασία στις Τρεις Γέφυρες κι έτσι άρχισε να γράφεται νέα ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα. Το 1971 το μαγαζί μετακόμισε στην παραλιακή κι όλος ο «καλός κόσμος» παρέλασε από την αίθουσά της. «Αξέχαστη μου έχει μείνει η βραδιά που μπήκαν στο μαγαζί ο στρατάρχης Τίτο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο.

Ηταν το 1974 και όλοι σχεδόν κοιτούσαν με δέος την ξεχωριστή συντροφιά στο κέντρο. Ο Καραμανλής είχε έρθει μερικές ακόμη φορές. Αγαπημένο του τραγούδι ήταν το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”» ανέφερε και πρόσθεσε: «Τακτικός θαμώνας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ζητούσε να ακούσει το “Τρελοκόριτσο” (“Γεννήθηκες για την καταστροφή”). Αλλά και άλλοι πολιτικοί, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Κώστας Καραμανλής, όταν ήταν ακόμη νεαρός, και άλλοι διαλεχτοί. Θυμάμαι τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Αντονι Κουίν, τον Τέλι Σαβάλας, που έριχνε και τις στροφές του στην πίστα, τον Μπένι Χιλ που είχε κάνει κράτηση τραπεζιού από το Λονδίνο, την Γκρέις Τζόουνς, τον Τζέιμς Κάγκνεϊ».

Ωστόσο, από τη Φαντασία πέρασαν και άλλοι, λιγότερο διάσημοι, που άφησαν το στίγμα τους. «Υπήρχε ένας θαμώνας που για πολλά χρόνια ερχόταν τακτικά. Ζητούσε ανελλιπώς το συγκεκριμένο τραγούδι (σ.σ.: “Ούτε ώρα αναβολή”) και πράγματι το τραγουδούσα και το χόρευε. Οταν έφυγε από τη ζωή, συνέβη κάτι πρωτόγνωρο και συγκινητικό. Ερχόντουσαν στο μαγαζί συγγενείς του και με παρακαλούσαν να το τραγουδάω για τη μνήμη του συγχωρεμένου», περιέγραψε ο Μενιδιάτης, ενώ σε άλλο σημείο πρόσθεσε: «Ο Χαραλαμπόπουλος, ένας μεγάλος γλεντζές της εποχής, ερχόταν, έκανε μεγάλες καταστάσεις και ήθελε να σκίζει τα φορέματα των αγαπημένων του τραγουδιστριών. Χούι, ελάττωμα, πείτε το όπως θέλετε. Πάντα όμως ρωτούσε ή ήξερε ότι του επιτρεπόταν από την τραγουδίστρια και το μαγαζί μια τέτοια κίνηση, και όχι μόνο αυτό, αλλά και πλήρωνε τη ζημιά που έκανε και με το παραπάνω». Μέχρι και… δώρα λάβαινε επί πίστας! «Ο Χουντάλας, ο φίλος μου, με τον οποίο γίναμε και κουμπάροι, γλεντούσε όμορφα, αλλά έφτανε και στο σημείο να μου δωρίζει γούνες πάνω στην πίστα την ώρα που τραγουδούσα».

Οι προστάτες στο Σικάγο

Η φωνή του Μιχάλη Μενιδιάτη ακούστηκε -και αγαπήθηκε- κι εκτός συνόρων, και μάλιστα live, αφού μαζί με σημαντικούς συναδέλφους του ταξίδεψε σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Τα ευτράπελα, όμως, τον… ακολουθούσαν, όπως κάποια χρονιά στο Σικάγο, όπου δύο «τύποι» τον είχαν πάρει στο… κατόπι! «Ρωτάω το μαγαζί, τίποτα, δεν ξέρει κανένας. Ωσπου χτυπάει μια μέρα το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ακούω έναν φανατικό θαυμαστή μου και τακτικό θαμώνα της Φαντασίας, τον Τζέρυ Δρίτσα τον Ελληνοαμερικανό. Αυτός είχε έρθει σε μια άλλη πολιτεία και έμαθε για τις εμφανίσεις μου και έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους να με φυλάνε για να μη μου συμβεί τίποτα» θα πει.

Σε άλλη περίπτωση, ο τραγουδιστής, που επέστρεφε από Αυστραλία, παραλίγο να καταλήξει στην… Αίγυπτο. «Στην Αυστραλία, την πρώτη φορά που πήγα, ήμουν μαζί με τη Λίτσα Διαμάντη, τον Θανάση Κομνηνό και τον Λευτέρη Ζέρβα. Τη δουλειά την είχε κλείσει ο επονομαζόμενος βασιλιάς των γύφτων, ο Χαλιλόπουλος, ο οποίος ήταν καλός μάνατζερ, τον ξέραμε όλοι οι καλλιτέχνες. Ομως η επιταγή που μας έδωσε δεν είχε αντίκρισμα. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο, ούτε μπορούσα να το χωνέψω. Βέβαια, στο τέλος τα πήρα τα χρήματά μου, αλλά στην αρχή είχαμε προβλήματα. Μπήκαμε στο αεροπλάνο της επιστροφής. Για κακή του τύχη συνέπεσε να ταξιδεύει μαζί μας. Με τον που τον είδα, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τον βουτάω και τον αρχίζω στις καλές και τις ανάποδες. Πέφτουν πάνω μου οι αεροσυνοδοί, οι φροντιστές και τώρα θέλουν να με κατεβάσουν στην Αίγυπτο» περιέγραψε.

Την ερωτεύτηκε από το… μπαλκόνι!

«Η Χρυσούλα μου, η Σούλα μου, πάντα είναι στο πλευρό μου, φίλος, σύντροφος, μάνα, ταίρι και γυναίκα. Την πρώτη φορά που ήρθε μαζί με την οικογένειά της στη Φαντασία για να με ακούσουν, της αφιέρωσα το τραγούδι “Ευγνωμοσύνη σου χρωστώ”» θα πει ο Μιχάλης Μενιδιάτης για τη γυναίκα της ζωής του και μητέρα των τριών παιδιών του.

Τη γνώρισε σε μια φάση της ζωής του που ήθελε να ερωτευτεί «με τον τρόπο που ερωτεύτηκα κάποτε, όταν ήμουν παιδί, αυθόρμητα κι αγνά, και έτσι να χτίσω κάτι σπουδαίο και μεγάλο από την αρχή».

Εκείνος ήταν 40 ετών, ήδη διάσημος, κι εκείνη μαθήτρια ακόμη. «Είχα τότε ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο, μια σπορ λιμουζίνα Τζάβελινγκ, που δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει απαρατήρητη […] Κάποια στιγμή, το μάτι μου έπεσε σ’ ένα κοριτσάκι, με ποδιά ακόμη, που με παρατηρούσε απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού της […] Πότε την έβλεπα στο μπαλκόνι της, πότε στον δρόμο, όταν πήγαινε ή γύριζε απ’ το σχολείο. Το βλέμμα της χαμήλωνε αμέσως μόλις την κοιτούσα, με αναστάτωνε. […] Μερικές φορές την ακολούθησα έως το σπίτι της. Της μίλησα. Ηταν πολύ σεμνή και ντροπαλή. Με τα πολλά… κάποια στιγμή τη συνόδευσα με το αυτοκίνητο από το σχολείο στο σπίτι της» περιγράφει, προσθέτοντας ότι σχεδόν αμέσως γνώρισε την οικογένειά της.

ΑΠΟ ΤΗΝ espresso και την ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΚΥΡΙΤΣΗ

Exit mobile version