Η γυναικοκτονία που συγκλόνισε την Ελλάδα: Δολοφόνησε τη σύντροφό του όταν έμαθε ότι ήταν συνοδός πολυτελείας

δολοφόνησε

25 Νοεμβρίου 1996, ώρα 10 το πρωί. Σε μια ερημική τοποθεσία, στον οικισμό Καρελλά στο Κορωπί, ένας αγρότης εντόπισε το πτώμα ενός 19χρονου μοντέλου με καταγωγή από την Αίγυπτο.

Το κεφάλι της άτυχης κοπέλας ήταν πολτοποιημένο και το αυτοκίνητό της βρέθηκε καρφωμένο σε ένα ελαιόδεντρο.

Μέσα στο όχημα υπήρχαν η τσάντα της 19χρονης, με το κινητό της τηλέφωνο και τα προσωπικά της αντικείμενα άθικτα, ενώ τα κλειδιά βρίσκονταν πάνω στο διακόπτη. Η 19χρονη αγνοείτο για σχεδόν τρεις εβδομάδες και, από την πρώτη στιγμή, οι αρχές επιδόθηκαν σε “αγώνα δρόμου” για να εξιχνιάσουν το έγκλημα.

Όπως αποκαλύφθηκε, ο δολοφόνος ήταν ο 24χρονος φίλος της και διέπραξε το στυγερό έγκλημα τις πρωινές ώρες της 6ης Νοεμβρίου 1996.

Στην αρχική του κατάθεση, ο 24χρονος υποστήριξε ότι δεν γνώριζε τίποτε για την εξαφάνιση της κοπέλας. Όταν, όμως, εντοπίστηκε η σορός της, παραδόθηκε στην Αστυνομία και ομολόγησε. Η υπόθεση σόκαρε την κοινή γνώμη και απασχόλησε έντονα τον Τύπο.

Το χρονικό του εγκλήματος

H 19χρονη Αιγύπτια ζούσε στην Ελλάδα με την οικογένειά της και εργαζόταν ως μοντέλο. Ήταν όμορφη και ελκυστική γυναίκα που “μαγνήτιζε” τα βλέμματα των ανδρών. Με τον 24χρονο μπάρμπαν και πρώην πορτιέρη διατηρούσε σχέση από το Μάιο του 1996.

Ο λόγος: έμαθε ότι η 19χρονη κοπέλα του έκλεινε ραντεβού και συναντούσε σχεδόν καθημερινά, έναντι αμοιβής, οικονομικά εύρωστους πελάτες.

Στο φίλο της, είχε πει ότι έκανε φωτογραφίσεις και επιδείξεις μόδας ως μοντέλο και εργαζόταν σε χρηματιστηριακή εταιρεία. Ωστόσο, το γεγονός ότι κυκλοφορούσε με πανάκριβο αυτοκίνητο, φορούσε ακριβά ρούχα και είχε ένα χλιδάτο τρόπο ζωής έβαλαν τον 24χρονο σε υποψίες.

Ένα βράδυ, ο άνδρας παρακολούθησε την κοπέλα να πηγαίνει σε ένα ξενοδοχείο της Γλυφάδας συνοδευόμενη. Έμαθε, έτσι, για τη “διπλή ζωή” της. Για τις νυχτερινές επισκέψεις της σε πελάτες, οι οποίοι πλήρωναν αδρά τη συντροφιά της, και για τις ροζ αγγελίες που έβαζε στις εφημερίδες, όπου συστηνόταν ως top model.

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η 19χρονη μετείχε σε ροζ κύκλωμα με νεαρές γυναίκες που παρείχαν συντροφιά σε πλούσιους Έλληνες και ξένους επιχειρηματίες και εμπόρους. Ο κύκλος των γνωριμιών της φέρεται να ήταν τόσο μεγάλος, ώστε, όταν είχε φόρτο εργασίας, έστελνε κάποια άλλη από τις συνεργαζόμενες κοπέλες.

Ο 24χρονος εξαγριώθηκε. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι η πανέμορφη γυναίκα, με την οποία ήταν ερωτευμένος, συνευρισκόταν και με άλλους άνδρες. Όπως ισχυρίστηκε, την πίεσε να σταματήσει τη ζωή που έκανε, αλλά εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να του κάνει το χατίρι.

Τα μεσάνυχτα της 5ης Νοεμβρίου 1996, η 19χρονη και ο 24χρονος διασκέδαζαν σε μπαρ της λεωφόρου Βουλιαγμένης. Έφυγαν από εκεί στις 3 η ώρα με το αυτοκίνητο της 19χρονης. Κατευθύνθηκαν προς το Κορωπί, όπου ο 24χρονος είχε εξοχικό.

Το αμάξι σταμάτησε έξω από ένα κτήμα. Εκεί, ύστερα από έντονη λογομαχία, ο 24χρονος τέλεσε το έγκλημα. Έριξε στο έδαφος την 19χρονη, πήρε μια μεγάλη πέτρα και, με αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι, την σκότωσε. Αντί να πάρει το αυτοκίνητο του θύματος και να τραπεί σε φυγή, επέλεξε να γυρίσει σπίτι του με ταξί.

“Τον τύφλωσε η ζήλεια”

Στους αξιωματικούς της Ασφάλειας, ο 24χρονος ομολόγησε ότι δολοφόνησε την 19χρονη σε μία “έκρηξη” οργής, “τυφλωμένος από τη ζήλεια”. Επίσης, παραδέχθηκε ότι εθελοτυφλούσε.

Αν και είχε υποψίες για τη “διπλή ζωή” της κοπέλας του, “αρνείτο να το παραδεχθεί” και “”κατάπινε” τα ψέματα που του έλεγε”. Οι “εκρήξεις” ζήλειας ήταν πολύ συχνές και οι μεταξύ τους καβγάδες έντονοι.

Κατά τη μεταφορά του στον εισαγγελέα, που του απήγγειλε την κατηγορία για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ο δολοφόνος παρέμενε ψύχραιμος. Στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων για τους λόγους που τον οδήγησαν στο έγκλημα δεν απάντησε. Όταν, όμως, τον ρώτησαν αν την αγαπούσε, έγνεψε το κεφάλι καταφατικά.

Σε άλλες δηλώσεις του, κατά την προθεσμία που έλαβε για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, ο 24χρονος είπε: “Ναι, εγώ το έκανα, αλλά ήμουν μεθυσμένος. Ζητώ συγγνώμη, αλλά σκεφθείτε ποιο είναι το θύμα σε αυτή την υπόθεση“.

Η δίκη και η καταδίκη

Η δίκη του 24χρονου αναβλήθηκε δύο φορές, τον Οκτώβριο του 1997 και τον Ιανουάριο του 1998. Τη δεύτερη φορά, οι πατεράδες θύτη και θύματος λογομάχησαν έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου και χρειάστηκε η επέμβαση των αστυνομικών για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

Η δίκη πραγματοποιήθηκε, εν τέλει, στις αρχές Μαρτίου 1998, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Οι συγγενείς του θύματος υποστήριξαν πως δεν γνώριζαν για τη “διπλή ζωή” της 19χρονης. Κατηγόρησαν τον δολοφόνο ότι την ζήλευε και την εκμεταλλευόταν οικονομικά και απαίτησαν την παραδειγματική τιμωρία του.

Μέχρι τελευταία στιγμή, ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να πείσει τους δικαστές ότι μετατράπηκε σε δολοφόνο, διότι έχασε τον έλεγχο. Όμως, δεν το κατόρθωσε.

Τα λόγια του εισαγγελέα ήταν καταπέλτης:

“Με τρόπο σκληρό και βάναυσο ο Α.Κ. σκότωσε την 19χρονη φίλη του. Το μαρτυρούν αυτό τα συντριπτικά κτυπήματα που της κατάφερε στο πρόσωπο με μία ογκώδη πέτρα. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο όταν πήρε την απόφαση να σκοτώσει τη Σ. όσο και όταν διέπραξε το έγκλημα”.

Όσον αφορά τη ζωή που έκανε το θύμα, ο εισαγγελέας ήταν σαφής και κατηγορηματικός: “Πράγματι διήγε ­έκλυτο βίο (σ.σ. η κοπέλα), είχε εφήμερους εραστές με απώτερο σκοπό να αποκτήσει χρήματα εκδιδόμενη. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν έδινε το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να αναγορεύσει τον εαυτό του σε ταγό της ηθικής και της ευπρέπειας.

Ακόμη και αν τη θεωρούσε πόρνη, η ζωή της είχε την ίδια αξία, άσχετα πώς εκτιμούσε τις επιλογές της το κοινωνικό σύνολο ή ένα μεμονωμένο άτομο. Όποια και αν ήταν η Σ., δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι ο κατηγορούμενος έκοψε το νήμα της ζωής ενός 19χρονου κοριτσιού στερώντας το από τους γονείς του“.

Η πλειοψηφία των ενόρκων έκρινε τον 26χρονο ως ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση χωρίς ελαφρυντικά. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν τα ισόβια δεσμά.

Πηγή: mixanitouxronou.gr

Exit mobile version