Για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο μιλάει εκ νέου ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας

Το σενάριο της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο επαναφέρει, μιλώντας στην κυπριακή εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, Θάνος Ντόκος.

«Εφόσον ανακαλυφθούν σημαντικά κοιτάσματα στο Αιγαίο ή (το πιο πιθανόν) στην Ανατολική Μεσόγειο, εφόσον το κοίτασμα εκτείνεται στις θαλάσσιες ζώνες και των δύο χωρών (περίπτωση Κατάρ-Ιράν), εφόσον η ποσότητα, η τιμή και οι τάσεις απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα επιτρέψουν την εμπορική εκμετάλλευση του κοιτάσματος και, τέλος, εφόσον η Ελλάδα αποφασίσει ότι αυτό τη συμφέρει, τότε θα μπορούσε να διαπραγματευθεί μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης με ποσοστά που θα καθοριστούν σύμφωνα με τα συμφωνημένα θαλάσσια σύνορα» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, δεν «κρύβει» την ανησυχία του για ένα «θερμό» επεισόδιο στο Αιγαίο. Επικρίνει, ακόμη, τη Γαλλία και τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, για το βέτο στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων, παρά τις σχετικές προβλέψεις της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ο κ. Ντόκος καταγράφει ως σημαντικότερη αλλαγή των τελευταίων ετών την χρήση, πλέον, από την Τουρκία, του εργαλείου της στρατιωτικής ισχύος. Ο αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της Ελλάδας σημειώνει ότι η προσφυγή στη Χάγη αποτελεί θέση διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων και θα ήταν εφικτή, μόνο εφόσον η Τουρκία δεν επιμείνει στον μακρύ κατάλογο διεκδικήσεων που σταδιακά έχει θέσει στο τραπέζι τις τελευταίες δεκαετίες.

Εκτιμά, δε, πως αν κερδίσει ο Μουσταφά Ακιντζί και αν η ΕΕ, και ιδίως η Γερμανία, δείξει ενεργό ενδιαφέρον, ίσως υπάρξει ένα μικρό «παράθυρο» ευκαιρίας για το Κυπριακό.

Δεν υποτιμά την ανησυχία για τις κινήσεις του «Γιαβούζ» και τονίζει ότι, για να διαφυλάξουν την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχικά δικαιώματα, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να ενισχύσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τους συντελεστές εθνικής ισχύος και να πετύχουν στενότερο στρατηγικό συντονισμό στην προσπάθεια χάραξης και υλοποίησης αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής.

Αναλυτικά η συνέντευξη Ντόκου

– Δύσκολη εποχή για τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας της Ελλάδας;

Για τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας μιας χώρας που βρίσκεται σε μια δύσκολη γειτονιά, που χαρακτηρίζεται από υψηλή ρευστότητα και αστάθεια, πολλαπλές εστίες εντάσεων και συγκρούσεων και χώρες με ιδιαίτερα φιλόδοξη έως και αναθεωρητική ατζέντα, ενώ παράλληλα μεταβάλλεται ο παγκόσμιος συσχετισμός ισχύος, οι εποχές είναι κατά κανόνα δύσκολες και οι λόγοι επαγρύπνησης πολλαπλοί.

– Ποιος ο μεγαλύτερος φόβος;

Ο μεγαλύτερος φόβος είναι η Τουρκία να υπερτιμήσει τις δυνάμεις της και να υποτιμήσει τη θέληση και την ικανότητα της Ελλάδας να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Και να εισέλθουμε έτσι σε μια κρίση από την οποία κανείς δεν θα βγει κερδισμένος.

– «Ελλάδα και Κύπρος σε ένα σύνθετο γεωπολιτικό περιβάλλον», η διάλεξή σας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας που διοργάνωσε το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και την AgoraDialogue, πού εστιαστήκατε;

To περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή της Μεσογείου και Μέσης Ανατολής έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό.

Έχουν εμφανιστεί νέοι κρατικοί δρώντες και κενά ισχύος τα οποία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν φιλόδοξες περιφερειακές δυνάμεις. Η απειλή χρήσης και η χρήση στρατιωτικής ισχύος ως εργαλείο προώθησης σχεδιασμών εξωτερικής πολιτικής έχουν γίνει συχνότερες, ενώ οι περιφερειακές ισορροπίες μεταβάλλονται συνεχώς.

Προσπαθώντας να διαφυλάξουν την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχικά δικαιώματα, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να ενισχύσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τους συντελεστές εθνικής ισχύος: οικονομία, διπλωματία (με έμφαση στις διμερείς και πολυμερείς συμμαχίες) και άμυνα (όπου η Κυπριακή Δημοκρατία έχει σημαντικά περιθώρια αύξησης της συμβολής της στην κοινή προσπάθεια).

Επιπλέον, δε, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, απαιτείται ακόμη στενότερος στρατηγικός συντονισμός Ελλάδας και Κύπρου στην προσπάθεια χάραξης και υλοποίησης αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής.

– Η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο μέσα από αυτό που η ίδια ονομάζει «Γαλάζια Πατρίδα», το μήνυμα που δίνει είναι ότι είναι η επικυρίαρχος χώρα της Ανατολικής Μεσογείου;

Η Τουρκία προβάλλει, με συζητούμενη πειστικότητα, την εικόνα μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και της Μέσης Ανατολής.

Η σημαντικότερη αλλαγή των τελευταίων ετών είναι ότι χρησιμοποιεί πλέον το εργαλείο της στρατιωτικής ισχύος σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την εποχή Νταβούτογλου, όπου η έμφαση ήταν στη διπλωματία, τις οικονομικές σχέσεις και την «κοινή πολιτιστική (οθωμανική) κληρονομιά».

Με την επικράτηση των στρατιωτικών στον εσωτερικό ανταγωνισμό με το Υπουργείο Εξωτερικών, η Τουρκία χρησιμοποιεί το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» για να προωθήσει την παρουσία, τον ρόλο και την επιρροή της σε θαλάσσιες περιοχές όπου θεωρεί (μέσω αρκετά ευφάνταστων ερμηνειών του διεθνούς δικαίου της θάλασσας) ότι υπάρχει νομικό κενό και διεκδικήσιμες θαλάσσιες περιοχές.

Επιπλέον, σύμφωνα με το τουρκικό αφήγημα, ο αποκλεισμός της Τουρκίας από ενεργειακές και άλλες συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτέλεσμα των δικών της στρατηγικών επιλογών, θα προσθέταμε ότι την έχει υποχρεώσει να αντιδράσει για να προστατεύσει τα συμφέροντά της.

– Το Γιαβούζ βρίσκεται ήδη στο τεμάχιο 8 της κυπριακής ΑΟΖ και ετοιμάζει τα επόμενα παράνομα γεωτρητικά του βήματα.

Οι κινήσεις του Γιαβούζ στο τεμάχιο 8 προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς ενδέχεται να αξιοποιήσει πληροφορίες από έρευνες της ΕΝΙ που είχαν δημοσιευθεί λόγω ημέτερης αβλεψίας.

Οι παράνομες τουρκικές γεωτρήσεις αποτελούν μια σημαντική κλιμάκωση, αλλά μέχρι στιγμής δεν στέφθηκαν από επιτυχία, είτε λόγω μη-ύπαρξης κοιτασμάτων στις περιοχές ερευνών, είτε λόγω απειρίας του προσωπικού ή άλλων τεχνικών δυσκολιών. Μια επιτυχημένη γεώτρηση θα μεταβάλει το τοπίο υπέρ της Τουρκίας και θα φέρει Κύπρο και Ελλάδα σε ακόμη πιο δύσκολη θέση, καθώς η Τουρκία θα μπορέσει να προχωρήσει σε εκμετάλλευση του ανακαλυφθέντος κοιτάσματος, ενώ ταυτόχρονα θα τεθεί εν αμφιβόλω η ικανότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας να παραχωρεί τεμάχια της ΑΟΖ της προς εκμετάλλευση.

– Τι ρόλο παίζει η Ιταλία, μια συμπορεύεται, μια τα γυρίζει;

Αν και θα ήταν επιθυμητή μια πιο ξεκάθαρη τοποθέτηση της Ιταλίας σχετικά με τις τουρκικές κινήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, τον αγωγό EastMed, αλλά και τις συμφωνίες Σαράτζ-Τουρκίας, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι μια χώρα-μέλος της ΕΕ, με καλές σχέσεις με Ελλάδα και Κύπρο, θα αγνοούσε τη διεθνή νομιμότητα, την κοινοτική αλληλεγγύη, την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, αλλά και τα συμφέροντα μιας πολύ σημαντικής ιταλικής εταιρείας (ΕΝΙ) για να συνδιαλλαγεί κάτω από το τραπέζι με την Τουρκία.

Βεβαίως, η Ιταλία έχει και άλλα συμφέροντα, όπως οι διμερείς οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία και η ανάγκη περιορισμού των μεταναστευτικών ροών μέσω Λιβύης, που την υποχρεώνουν να διατηρεί μια καλή σχέση με την Άγκυρα, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό γίνεται σε βάρος των συμφερόντων Ελλάδας και Κύπρου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζει διστακτικότητα και αναποφασιστικότητα στην υλοποίηση αποφάσεων του Συμβουλίου Υπουργών και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η ΕΕ, εκ φύσεως, κινείται στη λογική του συμβιβασμού και λαμβάνει αποφάσεις στη βάση του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή.

Σε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα όπως αυτό της επιβολής κυρώσεων επί της Τουρκίας, ενώ υπάρχει ουσιαστική ομοφωνία στη φραστική καταδίκη των παράνομων τουρκικών ενεργειών, παρατηρείται μια σημαντικά μεγαλύτερη δυσκολία στη λήψη και υλοποίηση αποτελεσματικών κυρώσεων.

Αυτό οφείλεται από τη μια στην ύπαρξη σημαντικών συμφερόντων σε εθνικό επίπεδο (οικονομικές σχέσεις, ανάγκη διαχείρισης προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών) και από την άλλη στην έλλειψη αποτελεσματικών εργαλείων άσκησης πίεσης από ευρωπαϊκής πλευράς, καθώς οι θεσμικές σχέσεις έχουν φθάσει στο ναδίρ και η ΕΕ δεν μπορεί να απειλήσει π.χ. με περικοπή κονδυλίων αναπτυξιακής βοήθειας ή με το πάγωμα της ενταξιακής διαδικασίας, καθώς στην πράξη ούτε το ένα ούτε το άλλο υφίστανται.

– Θεωρείτε ότι υπάρχουν δυνατότητες συνεννόησης σε θέματα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, καθώς στο τραπέζι παραμένει και η ελληνοκυπριακή δέσμευση για δημιουργία Ταμείου Υδρογονανθράκων προς όφελος και των δύο κοινοτήτων;

Η Τουρκία χρησιμοποιεί συχνά το επιχείρημα ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν να μοιραστούν τα οφέλη της εξόρυξης υδρογονανθράκων με τους Τουρκοκύπριους και σε αυτό το επιχείρημα αρκετές χώρες τείνουν ευήκοον ους.

Θα πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να «εκθέσουμε» την Τουρκία στο ζήτημα αυτό, ίσως με την υποβολή πρότασης για μια άτυπη επιτροπή Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων που θα συζητήσει μελλοντικούς τρόπους διαμοιρασμού των εσόδων.

– Ποιες είναι οι προοπτικές για την επίλυση του Κυπριακού με αυτά τα δεδομένα;

Δυστυχώς, η ατμόσφαιρα είναι τόσο τοξική που η επανέναρξη των συνομιλιών με μια σοβαρή προοπτική επίλυσης φαντάζει πολύ δύσκολη. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει νόημα μια τέτοια συζήτηση πριν τις τουρκοκυπριακές εκλογές.

Αν κερδίσει ο κ. Ακιντζί και αν η ΕΕ, και ιδίως η Γερμανία, δείξει ενεργό ενδιαφέρον, ίσως υπάρξει ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας. Αλλά θα πρέπει να διεξαχθεί και εντός των τειχών μια συζήτηση για τη μορφή της λύσης που είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε.

– Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει τις πλάτες της Αμερικής;

Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας έχουν μπει σε πορεία επιδείνωσης από το 2003 και την απόφαση της Άγκυρας να μην επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων για το άνοιγμα δεύτερου μετώπου κατά του Ιράκ.

Ακολούθησαν πολλά «επεισόδια» και σοβαρές διαφωνίες και οι διμερείς σχέσεις επιδεινώθηκαν σημαντικά, με αποκορύφωμα την κρίση των S-400 που έχει στρέψει ολόκληρο το αμερικανικό «σύστημα» (Κογκρέσο και υπηρεσίες εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας) εναντίον της Τουρκίας.

Αν και το λεγόμενο αμερικανικό «κατεστημένο»δεν παραγνωρίζει τη στρατηγική αξία της Τουρκίας και δεν θα επιθυμούσε να την «χάσει» προς όφελος της Ρωσίας, το μόνο που προστατεύει στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο την Τουρκία από την επιβολή σκληρών κυρώσεων είναι η προσωπική σχέση Τραμπ-Ερντογάν.

Ο Πρόεδρος Τραμπ θεωρεί ότι μπορεί να κάνει «business» με τον Τούρκο ομόλογό του και αυτό το εκμεταλλεύεται όσο περισσότερο μπορεί ο κ. Ερντογάν.

– Μπορεί να κάνει κίνηση νότια και ανατολικά της Κρήτης ο Ταγίπ Ερντογάν;

Ασφαλώς και θα μπορούσε να κάνει κίνηση νότια και ανατολικά της Κρήτης, η Τουρκία.

Το έχει άλλωστε εξαγγείλει επανειλημμένως ο κ. Ερντογάν. Γνωρίζει βεβαίως ότι η αποστολή ερευνητικού σκάφους ή άλλης μορφής έμπρακτη αμφισβήτηση σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί τμήμα των θαλασσίων ζωνών της είναι μια κίνηση που καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αγνοήσει, πολύ περισσότερο να αποδεχθεί.

– Ανησυχείτε για το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου ή και στρατιωτικής σύγκρουσης;

Αν και έχουν σταλεί προς όλες τις κατευθύνσεις τα μηνύματα περί ελληνικών «κόκκινων γραμμών», υπάρχει ανησυχία ότι, είτε για λόγους εσωτερικής πολιτικής είτε επειδή τα πράγματα στη Λιβύη δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε η Τουρκία είτε γιατί μπορεί να υποτιμήσει την ελληνική αντίδραση, η Τουρκία θα μπορούσε να προχωρήσει με μια κίνηση έμπρακτης αμφισβήτησης στη συγκεκριμένη περιοχή, κλιμακώνοντας έτσι τη σοβούσα κρίση.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα κάνει βεβαίως ό,τι μπορεί για να μη συμβάλει στην περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης, αλλά πλέον όλες οι επιλογές θα βρίσκονται στο τραπέζι.

– Να «τα βρούμε» με την Τουρκία είπατε και έπεσαν πολλοί πάνω σας. Προτείνατε συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο;

Η συγκεκριμένη φράση, που δυστυχώς παρερμηνεύθηκε, ήταν η ακόλουθη: «Ακόμη και η συνεκμετάλλευση θα μπορούσε να συζητηθεί, υπό την προϋπόθεση της πρότερης οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο». Αυτό σημαίνει μια ξεκάθαρα εμπροσθοβαρή, υπέρ ημών, συμφωνία.

Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα εξασφαλίζει αυτό που επεδίωξαν διαδοχικές ελληνικές Κυβερνήσεις, δηλαδή την προσφυγή των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

Τα επόμενα βήματα είναι υποθετικά: εφόσον ανακαλυφθούν σημαντικά κοιτάσματα στο Αιγαίο ή (το πιο πιθανόν) στην Ανατολική Μεσόγειο, εφόσον το κοίτασμα εκτείνεται στις θαλάσσιες ζώνες και των δύο χωρών (περίπτωση Κατάρ-Ιράν), εφόσον η ποσότητα, η τιμή και οι τάσεις απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα επιτρέψουν την εμπορική εκμετάλλευση του κοιτάσματος και, τέλος, εφόσον η Ελλάδα αποφασίσει ότι αυτό τη συμφέρει, τότε θα μπορούσε να διαπραγματευθεί μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης με ποσοστά που θα καθοριστούν σύμφωνα με τα συμφωνημένα θαλάσσια σύνορα.

Η Ελλάδα εξασφαλίζει λοιπόν τη βασική της επιδίωξη (οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών) με ένα υποθετικό αντάλλαγμα που έτσι κι αλλιώς δεν θα τη βλάψει, καθώς θα στηρίζεται στα δεδομένα της οριοθέτησης που θα έχει προηγηθεί.

– Πού βρίσκεται το ενδεχόμενο να προσφύγετε από κοινού με Τουρκία στη Χάγη για θαλάσσιες ζώνες, όπως είπε ο Πρωθυπουργός;

Η προσφυγή στη Χάγη αποτελεί θέση διαδοχικών ελληνικών Κυβερνήσεων και θα ήταν εφικτή μόνο εφόσον η Τουρκία δεν επιμείνει στον μακρύ κατάλογο διεκδικήσεων που σταδιακά έχει θέσει στο τραπέζι τις τελευταίες δεκαετίες.

Η θέση της ελληνικής Κυβέρνησης είναι ότι προσφυγή μπορεί να υπάρξει μόνο με αντικείμενο την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Παρά τα κάποια ρητορικά πυροτεχνήματα, δεν διαφαίνεται ιδιαίτερη διάθεση από τουρκικής πλευράς.

Όσον αφορά στη συνολική πολιτική της Ελλάδας έναντι μιας τουρκικής ηγεσίας που χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη φιλοδοξία αλλά και έντονη ανασφάλεια (ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016), μίγματος ιδιαίτερα επικίνδυνου, η βασική επιλογή είναι η συνέχιση μιας δισδιάστατης πολιτικής: από τη μια ετοιμότητα για ομαλοποίηση των σχέσεων και από την άλλη ετοιμότητα για κάθε άλλο ενδεχόμενο.

Απαραίτητη θα είναι μια πολιτική «έξυπνης ισχύος»: συνδυασμός «ήπιας» και «σκληρής» ισχύος (με έμφαση στην ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας, την οποία η Τουρκία καταλαβαίνει και σέβεται, μέσω σημαντικών τομών στις Ένοπλες Δυνάμεις και επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες) και βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς μας στον στρατηγικό σχεδιασμό και τη διαχείριση κρίσεων, τομείς στους οποίους αναμένεται να συμβάλλει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.

– Γεωστρατηγικής αξίας και σημασίας ο EastMed;

Βεβαίως, πρόκειται για μια σημαντική συμφωνία σε γεωστρατηγικό επίπεδο και μια ισχυρή απάντηση στη συμφωνία Σαράτζ-Τουρκίας.

Για την υλοποίησή του θα πρέπει να απαντηθούν στο μέλλον σημαντικά ερωτήματα οικονομικής κυρίως φύσης, αλλά αυτή τη στιγμή ιδιαίτερη σημασία έχει η γεωστρατηγική αξία του, άμεση για τις εμπλεκόμενες χώρες και έμμεση για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.

– Υποβάθμιση της Ελλάδας φάνηκε από την απουσία της στη Διάσκεψη του Βερολίνου;

Ομολογουμένως υπήρξε μια απογοήτευση λόγω της μη πρόσκλησης της Ελλάδας στη Διάσκεψη του Βερολίνου. Βεβαίως αυτή η εξέλιξη δεν αποτέλεσε ιδιαίτερη έκπληξη, καθώς η Ελλάδα δεν είχε πρότερη εμπλοκή οποιασδήποτε μορφής (πλην της συμμετοχής στη Διάσκεψη του Παλέρμο, που ήταν όμως μια ξεχωριστή διαδικασία) στις προσπάθειες επίλυσης του λιβυκού προβλήματος.

Αυτό που έχει πλέον σημασία είναι η συμμετοχή στα επόμενα στάδια της διαδικασίας (καθώς και σε τυχόν ειρηνευτική δύναμη υπό σημαία ΕΕ ή ΟΗΕ), καθώς και η επιτυχημένη υλοποίηση της επιτευχθείσας συμφωνίας, καθώς κάτι τέτοιο θα συμβάλλει στον περιορισμό της παρουσίας και επιρροής τρίτων χωρών, όπως η Τουρκία.

– Βλέπετε τη Συμφωνία Βερολίνου να υλοποιείται;

Μέχρι τώρα φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες στην εφαρμογή της εκεχειρίας και εν συνεχεία της οριστικής κατάπαυσης του πυρός.

Πολύ περισσότερο δε στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις των αντιμαχόμενων πλευρών για σχηματισμό (νέας) κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Από την άλλη πλευρά, τη συμφωνία στηρίζει μεγάλο τμήμα της διεθνούς κοινότητας που είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικές πιέσεις στους άμεσα εμπλεκόμενους.

Επειδή όμως υπάρχουν αποκλίνοντα συμφέροντα ανάμεσα σε ορισμένους εκ των κεντρικών παικτών, η υλοποίηση της Συμφωνίας του Βερολίνου δεν θα είναι απλή υπόθεση.

-Η Συμφωνία των Πρεσπών έχασε την αξία της μετά που δεν έκαναν τη Βόρεια Μακεδονία μέλος της ΕΕ;

Είναι γεγονός ότι η «λογική των Πρεσπών» δέχθηκε ένα προσωρινό πλήγμα από την άσκηση βέτο από τη Γαλλία στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΕ και Βόρειας Μακεδονίας. Καταβάλλονται προσπάθειες σε πολλά επίπεδα να αλλάξει η γαλλική στάση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2020 και κάτι τέτοιο είναι αρκετά πιθανό να συμβεί.

Έτσι κι αλλιώς, η έναρξη διαπραγματεύσεων δεν σημαίνει γρήγορη ένταξη, σε περίπτωση που η υποψήφια χώρα δεν πληροί τα κριτήρια σε ικανοποιητικό βαθμό.

Σε περίπτωση, πάντως, που δεν υπάρξει κάποιας μορφής πρόοδος, έστω και συμβολική, στην ενταξιακή πορεία των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, η επιρροή της ΕΕ θα μειωθεί σημαντικά προς όφελος τρίτων χωρών.

– Πώς αναμένετε το 2020;

Με γεωπολιτικά και γεωοικονομικά κριτήρια, το 2019 δεν ήταν μια ιδιαίτερα καλή χρονιά για τον κόσμο, την Ευρώπη και την περιοχή μας.

Το 2020 θα είναι εν πολλοίς μια συνέχεια της προηγούμενης χρονιάς: διαχείριση του Brexit και των άλλων ευρωπαϊκών κρίσεων, διατλαντικές σχέσεις και σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία και την Κίνα, οικονομικοί ανταγωνισμοί και απειλή εμπορικών «πολέμων», μεταναστευτικές ροές, περιφερειακές συγκρούσεις, αρκετές από αυτές στην ευρύτερη περιοχή μας, κλιματική αλλαγή. Ο κατάλογος των προκλήσεων ασφαλείας θα παραμείνει δυστυχώς μακρύς.

Exit mobile version