Φρικτό Έγκλημα: Τη σκότωσε και την «τελείωσε» μέσα σε μια βαλίτσα

Πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι ο έρωτας τυφλώνει. Κανένας όμως δεν περίμενε να έχει αυτό το τέλος ο έρωτας ανάμεσα στον Γιώργο Σκιαδόπουλο και την Τζούλι Μαρί Σκάλι. Η δικιά τους ιστορία αγάπης έλαβε τέλος με τον πιο φρικιαστικό τρόπο

Η γνωριμία
Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν τον Νοέμβριο του 1997, πάνω στο κρουαζιερόπλοιο Galaxy στην εξωτική Καραϊβική. Αυτό ήταν το πρώτο ταξίδι του 22χρονου Γιώργου ως τρίτου μηχανικού, αμέσως μετά το τέλος των σπουδών του στην Ανώτερη Δημόσια Σχολή του Εμπορικού Ναυτικού.

Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος

Στο ίδιο κρουαζιερόπλοιο βρισκόταν και η 29χρονη αμερικανίδα Τζούλι, πρώην μοντέλο. Ταξίδευε με τον τότε σύζυγό της Τιμ Νιστ. Ήταν μαζί του παντρεμένη επτά χρόνια και είχαν ήδη αποκτήσει ένα κοριτσάκι, ηλικίας ενός έτους.

Η Τζούλι Μαρί Σκάλι

Η γνωριμία του ζευγαριού με τον Σκιαδόπουλο ήταν τυχαία, γρήγορα όμως άρχισαν να κάνουν παρέα. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Ήταν αποφασισμένοι να το ζήσουν, χωρίς να σκεφτούν τις όποιες συνέπειες θα είχε μια τέτοια σχέση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η κρουαζιέρα τελείωσε, οι δυο τους συνέχισαν να επικοινωνούν καθημερινά.

Η Τζούλι Μαρί Σκάλι

Ο έρωτάς τους «φούντωνε» ολοένα και περισσότερο κι έτσι όπως είχε δηλώσει ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος η Τζούλι «τρεις μήνες μετά, πείθει το σύζυγό της να ξανακάνουν την ίδια ακριβώς κρουαζιέρα, ώστε να βρεθεί ξανά κοντά στον Γιώργο». Το ταξίδι αυτό έγινε τον Φλεβάρη του 1998. Σε αυτά τα πλαίσια και τρελαμένη από έρωτα, η Τζούλι ενώ βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγό της, πηγαίνει ξανά ταξίδι με το κρουαζιερόπλοιο. Ο Σκιαδόπουλος την σύστηνε ως αρραβωνιαστικιά του.

Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος με τη Τζούλι Μαρί Σκάλι

Το ζευγάρι έκανε σχέδια για την κοινή του ζωή. Εκείνη θα άφηνε τα πάντα πίσω της και θα ερχόταν στην Ελλάδα. Ο Σκιαδόπουλος θα άφηνε την καριέρα του στα καράβια και θα εργαζόταν ως ταξιτζής στην Καβάλα. Όλα έμοιαζαν τέλεια…

Η νέα αρχή στη Ελλάδα
Τον Αύγουστο του 1998 ο Σκιαδόπουλος, αφού πρώτα εγκατέλειψε την καριέρα του, επισκέφτηκε την Τζούλι στο σπίτι της στο Νιού Τζέρσεϋ για να γνωρίσει την οικογένειά της. Εκεί γνωρίζει και την μητέρα της, η οποία δε συμφωνούσε με τα σχέδια τους. Επιπλέον θεωρούσε ότι ο Γιώργος είχε βάλει στο μάτι την περιουσία της Τζούλι και τις 600.000 δολάρια, που θα έπαιρνε μετά το διαζύγιο από τον πρώην σύζυγό της.
Λόγω του όλου κλίματος, ο Σκιαδόπουλος επέστρεψε νωρίτερα στην Καβάλα. Λίγο καιρό μετά, αφού πλέον το διαζύγιό της Τζούλι εκδόθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1998, εκείνη έρχεται στην Ελλάδα. Φτάνει στις 25 Οκτωβρίου και ξεκινά αμέσως τις προετοιμασίες του πολιτικού τους γάμου, μιας και εκείνη ήταν καθολική.

Ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού

Στις αρχές Νοεμβρίου η Τζούλι θα πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Αμερική. Τότε θα παραχωρήσει πλήρως την κηδεμονία της κόρης της στον πρώην σύζυγό της. Επιστρέφει στην Ελλάδα έχοντας παραλάβει τις πρώτες 150.000 δολάρια μετά το διαζύγιο. Όμως η ίδια είναι λίγο διαφορετική..

Της λείπει η κόρη της και την «πονάει» το γεγονός ότι δε θα έχει κανένα λόγο πλέον στη ζωή της. Οι τύψεις και οι αμφιβολίες τη βασανίζουν και δεν αργούν να δημιουργηθούν οι πρώτες εντάσεις ανάμεσα στο ζευγάρι. Το σενάριο του να μετακομίσουν και οι δυο στην Αμερική ήταν δύσκολο, καθώς εκείνος δεν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Τζούλι ανακοίνωσε στον Γιώργο πως θα πάει ένα ταξίδι στην Αμερική, να δει την κόρη της, έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Εκείνος φοβήθηκε ότι δε θα γυρίσει ποτέ πίσω.

Λίγο πριν το τέλος – Το «μοιραίο» ταξίδι
Στις 8 Ιανουαρίου του 1999 το ζευγάρι ξεκίνησε ένα σύντομο ταξίδι προς της Αθήνα. Νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και ξεκίνησε από την Καβάλα. Σε αυτό το ταξίδι θα παραλάμβαναν κάποια πράγματα της Τζούλι που είχαν έρθει από την Αμερική και θα την γνώριζε στη μητέρα του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, όταν ξεκίνησε η γνωστή συζήτηση, το κλίμα μεταξύ τους έγινε πιο έντονο.

Πάνω στην ένταση της συζήτησης δεν άργησε να ξεσπάσει ο καυγάς. Κοντά στο 132ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης ο Σκιαδόπουλος βγήκε από το δρόμο και μπήκε σε ένα χωματόδρομο. Η Τζούλι άρχισε να φωνάζει, εκείνος θόλωσε και την άρπαξε από το λαιμό.. Την στραγγάλισε μέσα στο αυτοκίνητο. Η Τζούλι ήταν πλέον νεκρή..

Ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού

Ο ίδιος ο Σκιαδόπουλος αργότερα θα πει στην απολογία του: «Τα χέρια μου εκτινάχτηκαν και την έπιασα απ’ το λαιμό. Από τη στιγμή που έγινε το μοιραίο, προσπάθησα να την επαναφέρω με τεχνητή αναπνοή. Ήμουν σε κατάσταση πανικού».
Επιπλέον, ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος αναφέρει «Ήταν ένα φρικιαστικό έγκλημα, που έλαβε χώρα σε μια ελώδη περιοχή, στο πλάι της εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης. Τη στραγγάλισε μέσα στο αυτοκίνητο. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει η Σκάλι ήταν “Τί πας να κάνεις;”. Μέσα σε λίγα λεπτά ήταν νεκρή στο κάθισμα του συνοδηγού».

Πανικός και φρίκη
Ο Σκιαδόπουλος πανικοβλήθηκε όταν διαπίστωσε πως η αγαπημένη του είναι δίπλα του νεκρή και μάλιστα εξαιτίας του. Η πρώτη σκέψη ήταν να κάψει το άψυχο κορμί της νεαρής γυναίκας, με στόχο να πετάξει τις στάχτες της στη θάλασσα και να εξαφανίσει κάθε της ίχνος. «Επειδή είχαμε γνωριστεί στη θάλασσα, σκέφτηκα να πετάξω το πτώμα της κάπου, που να υπάρχει νερό» θα πει στην απολογία του.
Έτσι κι έκανε.. Έβαλε το πτώμα στο πορτ-παγκαζ, πήγε να βρει βενζινάδικο, για να αγοράσει βενζίνη, επέστρεψε εκεί που είχαν σταματήσει προηγουμένως, σε ένα χωματόδρομο, που είχε κοντά και δύο λίμνες. Έβαλε φωτιά στο άψυχο σώμα της, ωστόσο εκείνο δεν κάηκε ολοκληρωτικά, όπως είχε εκείνος φανταστεί.
Τότε θυμήθηκε ότι στο σπίτι της γιαγιάς του υπήρχε μια βαλίτσα. Ξαναέβαλε το πτώμα στο πορτ παγκάζ, πήγε στο σπίτι της, πήρε μια μεγάλη βαλίτσα, προκειμένου να βάλει μέσα το πτώμα της Τζούλι. Όμως το κεφάλι της εξείχε. Τότε θυμήθηκε το σιδεροπρίονο, που υπήρχε στο σπίτι. Με αυτό έκοψε το κεφάλι της Τζούλι, που εξείχε.

Στη συνέχεια, πέταξε τη βαλίτσα με το ακέφαλο πτώμα στη λίμνη, ενώ σε κάποιο σημείο της διαδρομής, επιστρέφοντας προς την Καβάλα, έκανε μια στάση και πέταξε το κεφάλι της Τζούλι στη θάλασσα.

Σύμφωνα με τα όσα λέει ο Πάνος Σόμπολος: «Αρχικά ο Σκιαδόπουλος επιχείρησε να την κάψει με βενζίνη, αλλά δεν τα κατάφερε. Εν συνεχεία, πήγε στην Καβάλα, όπου και πήρε μια μεγάλη βαλίτσα και ένα σιδηροπρίονο από το σπίτι της γιαγιάς του, επέστρεψε στην εθνική και έκοψε το κεφάλι της Σκάλι.Τη βαλίτσα με το ακέφαλο πτώμα πέταξε στην ελώδη περιοχή, ενώ το κεφάλι της στη θάλασσα».

Τάσεις αυτοκτονίας
«Το μόνο που μπόρεσα να σκεφθώ ήταν να την εξαφανίσω και να θέσω τέρμα στη ζωή μου». Έτσι είχε δηλώσει ο Σκιαδόπουλος στην απολογία του. Ο δράστης μετά το φονικό επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή του, όμως δεν τα κατάφερε. Όπως ο ίδιος είπε «Προσπάθησα να αυτοκτονήσω παίρνοντας μεγάλη ποσότητα από τα παυσίπονα της Τζούλι, αλλά έκανα εμετό και επέζησα. Γυρνούσα απελπισμένος στους δρόμους μη γνωρίζοντας τι να κάνω».

Η εξαφάνιση και η τηλεοπτική αναζήτηση
Μετά το πρώτο σοκ, άρχισε να πρυτανεύει η λογική. Έπρεπε κάτι να σκεφτεί.. Αποφάσισε να δηλώσει την εξαφάνισή της. Για 18 μέρες ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το αποτρόπαιο έγκλημά του.
Στη συνέχεια ο Σκιαδόπουλος έστησε μια φανταστική ιστορία. Ισχυρίστηκε ότι η Τζούλι εξαφανίστηκε στο κέντρο της Αθήνας. Είχε αλλάξει τις ημερομηνίες και είχε πει πως ταξίδεψε με την Τζούλι για την Αθήνα στις 10 του Γενάρη και όχι στις 8, όπως είχε γίνει στην πραγματικότητα. Εκείνη χάθηκε από τα μάτια του, όταν πήγε μόνη της σε ένα φασταφουντάδικο για να αγοράσει φαγητό.
Για αρκετές μέρες την αναζητούσε απεγνωσμένα, κρατώντας τις φωτογραφίες της. Απευθύνθηκε ακόμα και στις τηλεοπτικές εκπομπές της Αγγελικής Νικολούλη και του Κώστα Χαρδαβέλλα, ζητώντας να τον βοηθήσουν να τη βρει.
Οι αστυνομικοί, όμως, τον υποπτεύτηκαν επειδή έπεφτε συνεχώς σε αντιφάσεις. Έτσι μετά από δεκαοκτώ μέρες ομολόγησε το έγκλημά του.

Η ομολογία
«Δεν έχει εξαφανιστεί η Τζούλι. Ψέμματα σας λέω και ψέμματα έλεγα ως τώρα. Τη σκότωσα εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια! Τη στραγγάλισα!». Η ομολογία του ήταν αναμενόμενη για τους αστυνομικούς, όχι όμως και οι φρικιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με το έγκλημα.

Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος συνοδευόμενος από αστυνομικούς

Ο ίδιος στην απολογία του είπε «Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όταν μου είπε πως θα χωρίζαμε, λίγες ημέρες πριν παντρευτούμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου (…). Είχα χτίσει το όνειρο της ζωής μου γύρω από τη Τζούλι και έβλεπα ότι καταρρίπτεται».

Ξένα δημοσιεύματα

Το πτώμα βρέθηκε μετά τις απαραίτητες έρευνες και με τις σχετικές υποδείξεις του δράστη, όχι όμως και το κεφάλι. Το πτώμα της νεαρής γυναίκας παρέλαβε ο πρώην σύζυγός της Τιμ. Ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος περιγράφει: «Ήμουν στο νεκροτομείο όταν την έφεραν. Η εικόνα του ακέφαλου μισοκαμένου πτώματος της Σκάλι ήταν ανατριχιαστική. Δεν έχω αντικρίσει ποτέ στην καριέρα μου κάτι παρόμοιο. Τη σορό παρέλαβε ο πρώην άντρας της και, παρότι δύτες έψαχναν για το κεφάλι της στη θάλασσα της Καβάλας, αυτό δεν βρέθηκε ποτέ».

Η ποινή, η ζωή στη φυλακή και ο αέρας ελευθερίας
Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος, όπως ήταν φυσικό, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Το πρωτόδικο δικαστήριο τον καταδίκασε το 1999 σε ισόβια κάθειρξη.

Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος συνοδευόμενος από αστυνομικούς

Το 2002 στο Εφετείο η ποινή του μειώθηκε στα 23 χρόνια, καθώς του αναγνωρίστηκαν τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της καλής διαγωγής μετά την πράξη.
Μέσα στη φυλακή, σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε στραφεί στο Θεό, παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής μουσικής και ξεκίνησε σπουδές στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ήταν υπόδειγμα κρατουμένου.

Με τη μητέρα του

Το 2009 αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους και έκτοτε του έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και εμφάνισης στο Αστυνομικό Τμήμα. Τον Ιούνιο του 2012 υπέβαλε αίτηση για πρώτη φορά για άρση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων, δηλαδή της εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Η αίτηση του απορρίφθηκε. Το 2013 για δεύτερη φορά το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε την αίτηση του. Σύμφωνα με πληροφορίες του δημοσιογράφου Πάνου Σόμπολου, ο Σκιαδόπουλος μετά την αποφυλάκισή του έχει ανοίξει σύγχρονο στεγνοκαθαριστήριο στην Κομοτηνή, προσπαθώντας να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο.

Κανένας όμως, πιθανότατα ούτε ο ίδιος δε θα ξεχάσει που τον οδήγησε ο κεραυνοβόλος έρωτας.. Εξάλλου, ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του «Αφαίρεσα ανθρώπινη ζωή, ξέρω ότι οι τύψεις θα με συνοδεύουν όσο ζω και ειλικρινά πιστεύω πως ύστερα απ’ αυτό που έκανα δεν αξίζει να ζω».

Η ιστορία των δύο νέων αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για δύο επεισόδια στη σειρά ”10η Εντολή”:

Ακολουθεί η πρώτη συνέντευξη του Γιώργου Σκιαδόπουλου στην εφημερίδα τα «ΝΕΑ», μέσα από τις φυλακές Κομοτηνής, το 1999, μία μέρα μετά την πρώτη του νύχτα στο κελί.

– Πέρα απ’ όλα αυτά υπήρχαν και τα λεφτά της Τζούλι. Ακούστηκε ότι μπορεί να τη σκότωσες γι’ αυτά τα λεφτά.
– Είναι κάτι που επίσης μ’ έχει πληγώσει πολύ. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις που λένε ότι το συμφέρον μου ήταν να ζήσει. Είναι πολύ ψυχρό να σου αποδίδουν κίνητρα οικονομικά. Δεν θέλω να το συζητώ. Είναι φτηνό σενάριο. Ο μισθός μου ήταν 4.000 δολάρια και θα αυξανόταν συνεχώς. Τα άφησα για την Τζούλι και είχα αποφασίσει ν’ αφήσω και την καριέρα μου γιατί ναυτικός και οικογένεια δεν συμβαδίζουν. Το έχω ζήσει στο οικογενειακό μου περιβάλλον και το είχα αποφασίσει. Τα άφησαν όλα για την Τζούλι. Έχουν ακουστεί πολλά για δύο βιβλιάρια με καταθέσεις. Δεν τα έχω πειράξει».

– Έφτασες λοιπόν στα όριά σου κι έγινες ο δολοφόνος της Τζούλι;
– Κανένας δεν ξέρει τι σημαίνει αυτό. Για να καταλάβεις πώς είναι να φτάσεις στα όριά σου, πρέπει να το έχεις ζήσει, ο ίδιος να έχεις φτάσει. Να το φαντάζεσαι, δεν λέει τίποτα. Κι έρχονται όλα αυτομάτως στο μυαλό σου, περνάνε όλες οι καλές στιγμές που ζήσαμε σαν κινηματογραφική ταινία, όλα αυτά που είχε κάνει για μένα. Και στο τέλος φτάνεις πάλι σ’ ένα μεγάλο «γιατί». Γιατί δεν μπόρεσα να κοντρολάρω εγώ τον εαυτό μου εκείνο το μοιραίο βράδυ. Φτάνω στο σημείο και λέω πως και εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τον εαυτό μου. Πώς αλλιώς να εξηγήσω ότι εγώ σκότωσα την Τζούλι που ήταν η ίδια η ζωή μου; Δεν θέλω να φανώ ρομαντικός, αλλά θυμάμαι πως κάποιες στιγμές που κοιμόμασταν πλησίαζα τη μύτη μου στη μύτη της και ανέπνεα τον αέρα που ανέπνεε. «Είσαι η ζωή μου» της έλεγα κι αυτό τής άρεσε.

– Εκείνο που αναρωτιέται όλος ο κόσμος είναι πώς ένας ερωτευμένος νέος φθάνει στο σημείο, όχι μόνο να σκοτώσει την αγαπημένη του, αλλά και να την κομματιάσει.
– Την στιγμή που η Τζούλι μού εξέφρασε τις αντιρρήσεις της για το γάμο μας, ένιωσα να φεύγει ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου. Τη νύχτα που έγινε το μοιραίο είχαμε μια πολύ έντονη λογομαχία. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να την μεταπείσω ως προς την απόφασή της να μη γίνει ο γάμος κι ενώ εγώ είχα στα χέρια μου έτοιμα τα χαρτιά. Όταν είδα ότι δεν τα κατάφερνα, ότι τα επιχειρήματά μου δεν ήταν αρκετά να την μεταπείσουν, θόλωσα. Μπήκε η λογική στην άκρη. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν με ποιο τρόπο θα την κρατούσα κοντά μου. Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από εκείνη τη νύχτα που έγινε το μοιραίο και ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει πώς εγώ έκανα κάτι τέτοιο, τι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή.
Είχαν προηγηθεί κάποιες ανάλογες συζητήσεις, κάποιες λογομαχίες πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά ποτέ δεν μου είχε εκφράσει την άρνησή της για το γάμο μας. Έβλεπα, πλέον, πως δεν ήταν η Τζούλι που ήταν πριν, η γεμάτη ενθουσιασμό για το γάμο μας. Της είχε φύγει ο ενθουσιασμός, δεν ήταν η ίδια, όμως μέχρι εκείνη την ώρα δεν μου είχε πει: «Ξέρεις, Γιώργο, δεν θέλω να παντρευτώ».
Μου το είπε εκείνο το βράδυ, μέσα στο αυτοκίνητο, έξω από την Καβάλα. «Γιώργο, δεν θέλω να προχωρήσουμε σ” αυτό το γάμο». Πάγωσα. Η λογομαχία μας για τα επόμενα δέκα λεπτά έγινε πιο έντονη, σε σημείο που δεν μπορούσα πλέον να οδηγήσω. Εκείνη τη στιγμή, στο πρώτο δρομάκι που βρήκα μπροστά μου έστριψα και σταμάτησα το αυτοκίνητο για να το συζητήσουμε. Ήλπιζα ακόμη ότι θα την μετέπειθα.

– Τι αισθήματα νιώθεις εκείνη τη στιγμή και πώς αντιδράς;
– Αισθήματα, λογική, εκείνη τη στιγμή είχαν μπει όλα στο περιθώριο. Δεν ήμουν σε θέση να σκεφθώ. Ήμουν τελείως εκτός ελέγχου, δεν ήξερα τι έκανα.

– Εκείνη πώς αντέδρασε στην επιμονή σου;
– Συνέχιζε να είναι αρνητική. «Όχι, Γιώργο, μην επιμένεις. Δεν μπορώ, μην με πιέζεις».

– Ένιωθες πως σου ανήκε αυτή η γυναίκα;
– Είχα λόγους να το νιώθω. Φτάνει η Τζούλι στην Ελλάδα κι αφήνει πίσω τον άντρα της, το σπίτι της, αφήνει κυρίως την κορούλα της, την Κέιτι, αφήνει την πατρίδα της και ακολουθεί εμένα. Αυτό είναι πολύ μεγάλο για μένα.

– Και την στραγγαλίζεις;
– Είχα πάθει τέτοιο σοκ που οποιοσδήποτε κι αν ήταν δίπλα μου εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο ήταν η Τζούλι, λέγοντάς μου: «Ξέρεις, Γιώργο θα παντρευτούμε». Όμως δεν το’ πε.

– Δηλαδή, φταίει κιόλας;
– Όχι, δεν θέλω να το θέσω έτσι. Είμαι αδικαιολόγητος, έκανα κάτι φοβερό, που δεν έπρεπε να κάνω.

– Πιστεύεις ότι θα μπορούσε οποιοσδήποτε να βρεθεί στη δική σου θέση;
– Ναι, το πιστεύω απόλυτα αυτό. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος.

– Κι αν ακόμη το δεχθώ αυτό, δεν μπορώ να δεχθώ το τι έκανες στη συνέχεια, που τεμάχισες το πτώμα κι όλα τα άλλα. Χρειαζόταν πολύ ψυχραιμία και λογική για να κάνεις όλα όσα έκανες στη συνέχεια.
– Τη στιγμή που κατάλαβα ότι η Τζούλι ήταν πλέον νεκρή, πανικοβλήθηκα, προσπάθησα να τη συνεφέρω με κάποια τεχνική αναπνοή, τη χτύπησα ελαφρά στο πρόσωπο, όμως κατάλαβα πως δεν γινόταν τίποτα και ότι η Τζούλι ήταν νεκρή. Είχα φοβηθεί, είχα τρομοκρατηθεί, όμως, έπρεπε κάτι να κάνω. Το πρώτο που σκέφθηκα ήταν να εξαφανίσω την Τζούλι με κάθε τρόπο και στη συνέχεια να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου. Έτσι δεν θα γινόταν γνωστό ότι ο Γιώργος Σκιαδόπουλος δολοφόνησε μ’ αυτό τον τρόπο την αγαπημένη του. Δεν ήθελα να βγει κάτι τέτοιο προς τα έξω. Αν δεν υπήρχε πουθενά η Τζούλι κι έβρισκαν εμένα νεκρό, και να με υποψιάζονταν για δολοφόνο της δεν θα μπορούσαν να το αποδείξουν.

– Όμως δεν το έκανες…
– Έκανα πολλές προσπάθειες. Θέλεις να τις απαριθμήσω; Έκανα πολλές μέχρι να φτάσω στην Αθήνα. Είναι γνωστά. Δεν θέλω να δικαιολογήσω την πράξη μου σε καμία περίπτωση. Είμαι αδικαιολόγητος και θέλω να τιμωρηθώ με το σκληρότερο τρόπο. Όσο σκληρός ήμουν εγώ με τη γυναίκα που αγαπούσα, με την ίδια σκληρότητα θέλω να τιμωρηθώ. Κι όταν κατάλαβα τι είχα κάνει, την ίδια στιγμή θέλησα να αυτοτιμωρηθώ, αλλά δεν τα κατάφερα.

– Αν δίκαζες εσύ σήμερα τον εαυτό σου, τι ποινή θα επέβαλες;
– Θάνατο. Χωρίς καν να το σκεφθώ. Σας είπα είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αφαίρεσα ανθρώπινη ζωή, ξέρω ότι οι τύψεις θα με συνοδεύουν όσο ζω και ειλικρινά πιστεύω πως ύστερα απ’ αυτό που έκανα δεν αξίζει να ζω.

– Ο Τιμ Νιστ, ο πρώην άντρας της Τζούλι εξέφρασε την επιθυμία να σε δει και να του απαντήσεις στο μεγάλο «γιατί» τη σκότωσες.
– Εξέφρασε την επιθυμία, αλλά δεν το έκανε…

– Δεν του χρωστάς μια απάντηση;
– Μόνον γιατί είναι ο πατέρας του παιδιού της Τζούλι και όχι επειδή υπήρξε ο πρώην σύζυγος. Ναι, θα τον δεχόμουν.

– Υπάρχει και μία άλλη πτυχή. Η συμπεριφορά σου όταν έτρεχες στις τηλεοπτικές εκπομπές, αναζητώντας δήθεν τη χαμένη Τζούλι.
– Όταν ερχόμουν με το αυτοκίνητο στην Αθήνα σκεφτόμουν πως έπρεπε να δικαιολογήσω την απουσία της Τζούλι, στον πατέρα μου, στους συγγενείς μου που με περίμεναν και περίμεναν να γίνει και ο συγκεκριμένος γάμος. Είχαμε προγραμματίσει να παντρευτούμε στα μέσα Ιανουαρίου. Έπρεπε, λοιπόν, να δικαιολογήσω την απουσία της κι αυτό που σκέφτηκα ήταν να δηλώσω μια εξαφάνιση, με σκοπό να κερδίσω χρόνο και τελικά να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω. Κι όχι ν’ αποφύγω τις συνέπειες της πράξης μου. Δηλώνω την εξαφάνιση και από εκείνη τη στιγμή οι ίδιοι οι συγγενείς μού προτείνουν να πάω στις εκπομπές του Χαρδαβέλλα και της Νικολούλη. Ήμουν σε αδιέξοδο και δεν μπορούσα να αποφύγω τις προτροπές των συγγενών. Θα κινούσα υποψίες. Έπρεπε να γίνω πιστευτός ότι η Τζούλι είχε εξαφανιστεί πραγματικά και ότι έκανα το καλύτερο για να βρεθεί. Γιατί, βέβαια, δεν ήθελα με τίποτα να φανεί ότι εγώ ήμουν ο δολοφόνος.

Με πληροφορίες από: eleftherostypos.gr, tanea.gr, athensmagazine.gr, voria.gr, ”Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα” του Πάνου Σόμπολου, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

tromaktiko.gr

Exit mobile version