Στα μέσα του Ιουνίου 1965 ξεβράστηκε σε ερημική παραλία στην Εύβοια το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας.
Οι αρχές, οι οποίες ειδοποιήθηκαν άμεσα από κάποιους περαστικούς, μετά από έρευνα που διενήργησαν διαπίστωσαν πως η σορός ανήκε στην 27χρονη Β., μητέρα δυο παιδιών. Ο 30χρονος σύζυγος της νεαρής γυναίκας Σ.Ν. είχε δηλώσει την εξαφάνιση της, περίπου 10 ημέρες νωρίτερα.
Από την ιατροδικαστική εξέταση προέκυψε ότι η γυναίκα είχε δολοφονηθεί άγρια, καθώς είχε δεχθεί πολλαπλά χτυπήματα με μαχαίρι στον λαιμό, ενώ έφερε σημάδια από αλυσίδες στα πόδια και το κεφάλι.
Η αστυνομία στην προσπάθεια της να πιάσει την άκρη του νήματος, που θα την οδηγούσε στον δράστη της δολοφονίας, επικέντρωσε την έρευνά της σε πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος της 27χρονης. Όλα τα στοιχεία οδήγησαν στο σύζυγό της, ο οποίος και δεν άργησε να ομολογήσει το αποτρόπαιο έγκλημα.
Όπως είπε στους αστυνομικούς, τη σκότωσε και στη συνέχεια, για να εξαφανίσει το πτώμα, την έδεσε με αλυσίδες, της έβαλε δυο άγκυρες, μια στο κεφάλι και μια στα πόδια και την πέταξε στη θάλασσα. Δυο ημέρες αργότερα, δήλωσε την εξαφάνιση της στην αστυνομία και πήγε την μεγαλύτερη κόρη τους σε ορφανοτροφείο.
Τα υπόγεια ρεύματα, όμως, παρέσυραν το αλυσοδεμένο άψυχο κορμί της γυναίκας με αποτέλεσμα να ξεβραστεί στην παραλία.
Ο 30χρονος ισχυρίστηκε πως η ζωή του με την 27χρονη ήταν μαρτύριο. Είχαν γνωριστεί και ερωτευτεί το 1954 και παντρεύτηκαν παρά το γεγονός, όπως είπε, πως γνώριζε ότι στο χωριό είχε τη φήμη «ζωηρής» γυναίκας. Ο γάμος και η γέννηση των δυο παιδιών τους δεν την άλλαξαν, ισχυρίστηκε. Όλα αυτά τα χρόνια τον είχε εγκαταλείψει τρεις φορές, φεύγοντας με άλλους άνδρες και άλλες τόσες φορές εκείνος τη συγχώρεσε και τη δέχτηκε πίσω, για χάρη των παιδιών τους, αλλά και γιατί την αγαπούσε.
Το μοιραίο βράδυ της 31ης Μαΐου το ζευγάρι επέστρεφε από το σπίτι της αδελφής του θύματος και όταν εκείνη αρνήθηκε να κάνει έρωτα μαζί του, μέσα στο φορτηγό του, εκείνος θόλωσε και την σκότωσε με ένα κατσαβίδι που είχε στο αυτοκίνητο.
«Μόνο το δικό της κέφι ήθελε να κάνει»
«Η ζωή μας δεν ήταν παρά αυτό το “πήγαινε – έλα”. Εκείνη δεν μπορούσε να μείνει σπίτι της. Της άρεσε να περνά από τη μια αγκαλιά στην άλλη και δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για εκείνους που άφηνε πίσω της. Μόνο το δικό της κέφι ήθελε να κάνει… Όλα αυτά με είχαν πληγώσει από τη μια, όμως, την αγαπούσα και από την άλλη, γιατί ήταν στη μέση τα παιδιά. Έτσι, την ξαναδεχόμουν κοντά μου. Άλλη γυναίκα, ύστερα από αυτές τις υποχωρήσεις μου, θα έκανε οτιδήποτε για να με ευχαριστήσει. Σε αυτήν, όμως, δεν υπήρχε τίποτα, λες και ήμασταν υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε την αισχρή αυτή διαγωγή της», θα έλεγε ο Σ.Ν., λίγους μήνες αργότερα, ενώπιον του Κακουργιοδικείου της Αθήνας κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Ο 30χρονος ισχυρίστηκε, πως η 27χρονη σύζυγος του «αρνιόταν να εκπληρώσει ακόμη και τα συζυγικά της καθήκοντα και μου έλεγε κατάφατσα πως προτιμούσε να γέρνει σε ξένες αγκαλιές και όχι τη δική μου. Μαλάκωνε και ερχόταν και σε εμένα όταν την έπαιρνα με το φορτηγό και πηγαίναμε περίπατο και όχι όλες τις φορές. Επειδή στην τελευταία της επιστροφή αρνιόταν συνεχώς να μείνει μαζί μου, σκέφτηκα να την πάρω με το αυτοκίνητο μήπως πετύχω εκείνο που δεν κατάφερνα στο σπίτι, όπως γινόταν και τις άλλες φορές. Γι’ αυτό και της πρότεινα να πάμε στην αδελφή της…».
Η άρνηση της γυναίκας να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του, όταν ο κατηγορούμενος σταμάτησε το φορτηγό του σε ένα απόμερο σημείο κατά τη διάρκεια της επιστροφής τους, στάθηκε μοιραία.
«Εκείνη αρνήθηκε, με έσπρωξε και μου πέταξε κατάφατσα τα βρομόλογά της. Έκανα να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να την αναγκάσω να υποκύψει. Τότε με έπιασε από τα γεννητικά όργανα και με έσφιξε δυνατά. Ούρλιαζα από τον πόνο και της ζητούσα να με αφήσει. Εκείνη, όμως, τίποτα. Την έσπρωξα για να γλυτώσω, μα τίποτα. Με έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και με τρέλαινε.
Τότε, χωρίς να πολυκαταλάβω τι έκανα, έχωσα το χέρι μου μέσα στην τσάντα του αυτοκινήτου με τα εργαλεία και άρπαξα ένα κατσαβίδι. Το έσφιξα δυνατά στο χέρι μου, όσο με άφηνε ο πόνος, και την χτύπησα. Έγειρε πίσω. Το σφίξιμο σταμάτησε. Της ρίχνω μια ματιά, τη σκουντώ. Την είχα σκοτώσει. Με έπιασε τρόμος. Τι θα την κάνω τώρα, είπα.
Εκείνη τη στιγμή άλλη σκέψη δεν είχα στο μυαλό μου, αλλά πώς θα γλυτώσω από τη σκοτωμένη. Τράβηξα κατά τη θάλασσα, εκεί που ήταν αραγμένες οι βάρκες. Την έδεσα με τις αλυσίδες, της έβαλα και δυο άγκυρες για βάρος, μια στο κεφάλι και μια στα πόδια και την φουντάρισα.
Έφυγα και ξαναγύρισα στη Χαλκίδα. Όλα αυτά, όμως, δεν τα έκανα γιατί ήθελα να γλυτώσω. Όχι. Ήθελα να μου δοθεί χρόνος για να τακτοποιήσω τα παιδιά μου. Που θα έμεναν ύστερα από το κακό μόνα και μετά να παραδοθώ. Μα η κακή μου μοίρα που με έσπρωξε σε αυτό το μεγάλο κακό δεν το θέλησε… Πέταξε τη σκοτωμένη από τον πάτο της θάλασσας και με πρόδωσε πριν την ώρα. Αυτό είναι όλο το δράμα μου. Δεν ήθελα να την σκοτώσω γιατί την αγαπούσα. Το κακό έγινε χωρίς να το θέλω, κακή στιγμή».
Πρόεδρος: Ώστε δεν είχες προμελετήσει να σκοτώσεις τη γυναίκα σου;
Κατηγορούμενος: Όχι κύριε πρόεδρε, εάν ήθελα να την είχα σκοτώσει θα το είχα κάνει. Αφορμές είχα ένα σωρό. Τρεις φορές με άφησε και έφυγε με κάποιο καινούργιο φίλο της. Δεν σκέφτηκε ούτε παιδιά ούτε τίποτα. Ξαναγύρισε, όταν την έδιωξε εκείνος. Τη δέχτηκα γιατί την αγαπούσα. Ξανάφευγε και ξαναγύριζε. Αυτό γινόταν και εγώ τα ανεχόμουν γιατί την αγαπούσα, αδιαφορώντας για τα “μου” και “σου” των συγχωριανών μας. Ήταν η κακιά στιγμή. Με χτύπησε όταν έκανα να την αγκαλιάσω. Ο πόνος με τρέλανε και δεν ξέρω πως άρπαξα το κατσαβίδι και τη χτύπησα. Τα άλλα, πώς τα έκανα, δεν ξέρω…
«Δεν θα τον δικαιολογούσα ποτέ…»
«Αν τη σκότωνε την ώρα που ξαναγύρισε σπίτι από το φίλο της, τότε θα μπορούσα να πω πως βρέθηκε σε τέτοια στιγμή… που έκανε κάτι που πολλοί στη θέση του θα έκαναν. Δεν θα τον δικαιολογούσα ποτέ για τούτο το κακό, μα θα το έβρισκα σαν πιο φυσικό, αν θα γινόταν τότε», κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου, ο 60χρονος πατέρας του θύματος, εκφράζοντας την πεποίθηση πως ο γαμπρός του έφτασε στο έγκλημα γιατί η κόρη του «του είχε φύγει τρεις φορές».
Συνήγορος υπεράσπισης: Εάν η δική σου γυναίκα έφευγε εσύ τι θα έκανες;
Μάρτυρας: Εγώ θα τη σκότωνα εκείνη την ώρα, όχι όμως μετά από έξι μήνες.
Ο 60χρονος, με δάκρυα στα μάτια είπε ακόμη στους δικαστές, πως «ο κατηγορούμενος είναι καλό παιδί και έκανε κάτι που ίσως δεν θα το έκανα εγώ. Δηλαδή, δεν θα δεχόμουν ποτέ εγώ να την συγχωρήσω και να την ξαναπάρω κοντά μου, αν πήγαινε με κάποιον άλλον. Θα την έδιωχνα, θα της έκλεινα την πόρτα».
Αλλά και δυο από τα αδέλφια του θύματος, κατέθεσαν πως ο κατηγορούμενος ήταν καλός άνθρωπος και σύζυγος, τονίζοντας πως η αδελφή τους «δεν ήταν εντάξει απέναντι του». Ωστόσο, όπως είπε η αδελφή της και ο νεαρότερος αδελφός της, «δεν έπρεπε να τη σκοτώσει αλλά να τη χωρίσει και να ξαναπαντρευτεί».
Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο «αδίστακτο εγκληματία» και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος για την δολοφονία της συζύγου του, με το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως.
Ο κατηγορούμενος άκουσε σιωπηλός το δικαστήριο να τον καταδικάζει σε κάθειρξη 10 ετών. Οι ένορκοι αποφάνθηκαν ότι το έγκλημα διεπράχθη εν βρασμώ ψυχικής ορμής και ότι ωθήθηκε στην πράξη του, λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, χωρίς ωστόσο, να έχει ταπεινά κίνητρα και του αναγνώρισαν τα ελαφρυντικά: της μέτριας συγχύσεως και του πρότερου έντιμου βίου.
Όταν δικαστές και ένορκοι αποχώρησαν από το δικαστήριο ο 30χρονος ξέσπασε σε λυγμούς.