Για τα δύσκολα χρόνια του παρελθόντος μίλησε ο πασίγνωστος ηθοποιός και την αντιδραστική σχέση που είχε με τους γονείς του.
Για την απόφαση που πήρε στην ηλικία των 17 ετών να εγκαταλείψει το πατρικό του και να ζήσει μόνος του στην Πάτρα αλλά και για τους λόγους που τον έκαναν να αρνείται να πάει στο σχολείο μίλησε ο Νίκος Πολυδερόπουλος στη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό «ΟΚ!».
Η αντιδραστική στάση απέναντι στους γονείς του
«Είµαι δυσλεκτικός και στο σχολείο δεν μπορούσα –και δεν μπορούσαν και οι άλλοι– να κατανοήσω τι είναι αυτό που έχω. Πέρασα δύσκολα χρόνια, µε πολλή τιµωρία από τους καθηγητές. Ποτέ δεν έμαθα ορθογραφία. Μέχρι σήμερα κάνω λάθη. Η κατάσταση στο σχολείο µε έκανε να πάρω την απόφαση να φύγω για την Πάτρα. Οι γονείς µου τότε δεν καταλάβαιναν ότι εγώ δεν ήθελα να πάω σχολείο γιατί οι καθηγητές µε χτυπούσαν.
Θυμάμαι ότι οι δικοί µου µου έλεγαν: “Πρέπει να διαβάσεις. Όλοι διαβάζουν και εσύ όχι”. Για να καταλάβεις, η μάνα µου µε έστελνε Αγγλικά και εγώ την κοπανούσα και πήγαινα να μαζέψω λουλούδια για να τα δώσω στους καθηγητές και να περάσω τα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Ένιωθα λοιπόν γενικά µια πίεση µε αποτέλεσμα να έχω τάσεις φυγής», λέει στη συνέντευξή του ο Νίκος Πολυδερόπουλος, ενώ σε άλλο σημείο αποκαλύπτει:
«Έµενα σε ένα υπόγειο το οποίο δεν είχε ρεύμα και εγώ ζεσταινόμουν από τον λέβητα. Το είχε η αδελφή μιας φίλης µου. Θυμάμαι ότι τότε έδινα 50 ευρώ τον μήνα και σκέψου ότι το κράτησα μέχρι και όταν πήγα φαντάρος. Επειδή ανήκω σε πολύτεκνη οικογένεια, έπαιρνα από τον στρατό 55 ευρώ και κάπως έτσι πλήρωνα το ενοίκιο.
Το σημαντικό σε αυτή την ιστορία είναι ότι δεν σταμάτησα να νιώθω την αγάπη και τη φροντίδα από την οικογένειά µου. Απλά προσπάθησαν µε πίεση να µε κάνουν να καταλάβω κάποια πράγματα και εγώ αντέδρασα. Πιστεύω ότι στην περίπτωσή µου οι γονείς µου είχαν πάντα τη σιγουριά του τύπου “θα τα καταφέρει”».
Νίκος Πολυδερόπουλος: «Πρέπει να προσέχουμε τι ονειρευόμαστε»
Επιθυµώντας να δηµιουργήσει κάτι δικό του, βρέθηκε στα 24 µε ένα µπαρ στο Κολωνάκι και έναν χρόνο αργότερα συναντήθηκε µε τα χρέη, τις αγωγές και τους δικηγόρους.
Τα 24 χρόνια του τον βρήκαν µε ένα µπαρ στο κέντρο της Αθήνας. Το Κολωνάκι έγινε ο καθηµερινός προορισµός του. Ωστόσο, έναν χρόνο αργότερα αναγκάστηκε να πουλήσει την επιχείρησή του. «Χρεοκόπησα. Με κυνηγούσαν οι αγωγές και οι δικηγόροι. Έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι που µπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος. Πέρασα µια µαύρη περίοδο στη ζωή µου. Όταν ήρθε αυτή η άγια ηµέρα της πώλησης, ήµουν µαζί µε τον δικηγόρο µου στο µαγαζί. Θυµάµαι που µου έλεγε: “Μη δώσεις το µαγαζί γιατί δεν έχεις τίποτα άλλο στη ζωή σου. Προσπάθησε και θα το ξαναφέρεις στα ίσια µε τα χρόνια”.
Εκείνη την ώρα ανέβηκα στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό µου. Την ώρα που κοιτούσα τον νιπτήρα σκεφτόµουν: “Είναι δικός µου. Όπως και ο καθρέφτης. Πώς θα δώσω όλα αυτά που έφτιαξα;”. Με πείραζε. Κατεβαίνοντας από τη στριφογυριστή σκάλα στο µπαρ έφαγα µια αναλαµπή και είπα: “Δεν πάει να… Θα στενοχωρηθεί ο νιπτήρας άµα νίψει τα χέρια του άλλος;”. Όλα είναι νούµερα. Βγαίνουν; Αν όχι, τότε τέλος. Εκείνη τη στιγµή λοιπόν τελείωσαν και για εµένα τα συναισθηµατικά δεσίµατα µε τα υλικά».
Παρ’ όλα αυτά, όσα χρόνια κι αν περάσουν, τη γειτονιά του µαγαζιού του δεν την επισκέπτεται. « Αρνούµαι. Πέρασα µια φορά και είδα όλα αυτά που έφτιαξα. Είπα “δεν ξαναπερνάω ποτέ ούτε απέξω”». Μετά από όλα αυτά υπήρξε η στιγµή που είπε «γιατί σε µένα;». «Γιατί στα 24 ήθελα να ανοίξω µαγαζί; Τι δουλειά είχα; Καµία. Λες και είχα καμιά εμπειρία χρόνων στα μαγαζιά για να αποφασίσω να ανοίξω δικό μου. Ποιος φταίει άραγε; Εγώ. Δεν ήμουν έτοιμος, δεν ήμουν έμπειρος. Ξέρεις τι συµβαίνει πολλές φορές στη ζωή µας; Ονειρευόµαστε πράγµατα που όταν έρχονται δεν είµαστε σε θέση να τα διαχειριστούµε. Για αυτό πρέπει να προσέχουµε τι ονειρευόµαστε».