«Κοίτα τα ονόματα των αρχαίων Νορβηγών που ζουν μέσα στα έπη,
Που είναι πάντα δίπλα μας, αν και νεκροί αιώνες,
Σε χαιρετούμε περήφανε ηγέτη μας Vidkun Quisling,
Αρχηγέ του κράτους και των στρατιωτών»
Ύμνος Νορβηγών εθνικιστών Νεοναζί
22 Ιουλίου 2011, Όσλο, λεωφόρος Munke Dam. Ώρα17.40
Το κινητό τηλέφωνο του Trodd Blattmann, χτυπούσε σα δαιμονισμένο. Ευτυχώς ο Trodd, είχε προβλέψει κάτι τέτοιο, και το είχε βάλει στο αθόρυβο. Η συσκευή δονούνταν μέσα στην τσέπη του σακακιού του αλλά δεν μπορούσε να απαντήσει. Είχε μια εξαιρετικά σημαντική σύσκεψη. Χαμήλωσε το βλέμμα του κάτω από το γραφείο και με τρόπο έβγαλε το κινητό και είδε ποιος τον καλεί. Η οθόνη έγραφε «Torjus», και μια εφηβική φάτσα του έβγαζε τη γλώσσα. Ο γιος του.
«Θα του τηλεφωνήσω αργότερα» σκέφτηκε ο Trodd και συνέχισε να κοιτάζει τον προτζέκτορα στη σκοτεινή αίθουσα συσκέψεων. Ύστερα από λίγο η δόνηση σταμάτησε και ένα σιγανό «μπιιιιπ» τον ενημέρωσε ότι ο μικρός, του άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή.
Με το δεξί του χέρι έπαιζε νευρικά το στυλό του επάνω στα χαρτιά με τις σημειώσεις του και με το αριστερό του, συνέχιζε να χαϊδεύει το κινητό μέσα στην τσέπη του. Ξαφνικά, η πόρτα της αίθουσας άνοιξε με ορμή και χτύπησε στον τοίχο με θόρυβο. Κάποιοι μέσα στην αίθουσα τρόμαξαν και πετάχτηκαν από τις καρέκλες. Ο διευθυντής του Trodd, σταμάτησε την παρουσίαση στο video wall και κοίταξε αυστηρά ποιος διέκοψε.
Μια γραμματέας σε έξαλλη κατάσταση, με δάκρυα στα μάτια, εισέβαλλε και κατάφερε να ψελλίσει πριν σωριαστεί σχεδόν λιπόθυμη σε μια καρέκλα: «Τα παιδιά μας…Σκοτώνουν τα παιδιά μας… Ανοίξτε την τηλεόραση»
Σε κλάσματα δευτερολέπτου τα φώτα άναψαν, τα στόρια τραβήχτηκαν και όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Κάποιος έψαχνε το τηλεκοντρόλ για την οθόνη. Ο Trodd δίχως να δώσει σημασία, βρήκε ευκαιρία, σηκώθηκε απομακρύνθηκε από τον πανικό της αίθουσας και τηλεφώνησε στον γιο του. «Ο συνδρομητής βρίσκεται εκτός σύνδεσης», τον ενημέρωσε η ηχογραφημένη γυναικεία φωνή της Telenor.
«Τον αλητάμπουρα» είπε και χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε τον γιο του να βρίσκεται αγκαλιά με κάποια κοπέλα και να απολαμβάνουν το δροσερό νερό της λίμνης Tyrifjorden στο νησί Utoya, όπου είχε πάει με μεγάλη παρέα, στην κατασκήνωση της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος, που γινόταν κάθε χρόνο αυτή την εποχή.
Αποφάσισε να καλέσει τον τηλεφωνητή του. Η ίδια ηχογραφημένη γυναικεία φωνή της Telenor τον ενημέρωσε ότι είχε ένα νέο μήνυμα. Εκείνο το απόγευμα της 22ας Ιουλίου στις 17.58 ακριβώς, η φωνή του 17χρονου γιου του που έκλαιγε στον τηλεφωνητή θα στοίχειωνε για πάντα τον Trodd.
«Μπαμπά, μπαμπά μου μας πυροβολούν εδώ. Μας σκοτώνουν. Πες μου τι να κάνω; Που να κρυφτώ; Γίνεται σφαγή. Βοήθησε με…»
22 Ιουλίου 2011 Νησάκι Utoya Βορειοδυτικά του Όσλο 16.40
Η 16χρονη Asta Dahl, είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένη. Τα σχολεία είχαν τελειώσει, και εκείνη είχε ήδη επιλέξει τη σχολή που ήθελε να μπει στο πανεπιστήμιο. Τώρα απολάμβανε μαζί με τις φίλες της, ένα υπέροχο απόγευμα στο καταπράσινο από τα έλατα νησί Utoya.
Η Asta μπορεί να μην ήταν ξανθιά σαν Νορβηγίδα αλλά τα πράσινα μάτια της σε συνδυασμό με τα σκούρα καστανά μαλλιά της, και το ανοιχτόχρωμο δέρμα της, έκαναν τα βλέμματα να μην μπορούν να την προσπεράσουν. Όλη την ώρα χαμογελούσε. Ξεντύθηκε και έμεινε μόνο με το μαγιό της. Θα έκανε μια μεγαλοπρεπέστατη βουτιά στα σκούρα νερά της λίμνης και μετά θα έβγαινε, θα πήγαινε στη σκηνή της για να αλλάξει και το βράδυ όλοι μαζί θα έψηναν λουκάνικα στη φωτιά, θα έπιναν παγωμένες μπύρες και θα άκουγαν τις διάφορες μπάντες να παίζουν μουσική.
Η Asta ήταν μέλος της νεολαίας του Εργατικού κόμματος. Της άρεσε που ήταν Νορβηγίδα. Ζούσε σε μια κοινωνία ανεκτική, ευαίσθητη, σοβαρή, δίχως κόμπλεξ. Μια κοινωνία που ευημερούσε.
Δεν είχε προλάβει να κάνει δυο βήματα στα στρογγυλά βότσαλα, όταν άκουσε απανωτούς πυροβολισμούς. Δεν κατάλαβε τι γινόταν. «Ποιος ηλίθιος σκάει στρακαστρούκες και χαλάει την υπέροχη αυτή ηρεμία», είπε προς τις φίλες τις, που κοίταζαν εμβρόντητες στα αριστερά εκεί που τελειώνει το δάσος και αρχίζει η παραλία.
Με την άκρη του ματιού της είδε παιδιά να τρέχουν. Σταμάτησε και έκανε σκίαστρο με το χέρι της. Προσπάθησε να δει καλύτερα. Άκουσε ουρλιαχτά. Τα παιδιά που έτρεχαν έπεφταν κάτω το ένα μετά το άλλο. Οι φίλες της, δίπλα άρχισαν να στριγγλίζουν. Κάποιος μαυροντυμένος σαν αστυνομικός με ψυχραιμία τα πυροβολούσε. Όταν κάποιο παιδί έπεφτε, ο μαυροντυμένος στεκόταν από πάνω του και του έριχνε τη χαριστική βολή στο κεφάλι. Ύστερα συνέχιζε στο επόμενο θύμα του. Με το τουφέκι πυροβολούσε και με το πιστόλι αποτελείωνε. Και όλο και ερχόταν προς το μέρος της.
Η 16χρονη κοπέλα συνειδητοποίησε ότι τα πόδια της ήταν μέχρι τον αστράγαλο στο νερό. Τα δάχτυλα της είχαν γαντζωθεί στη λάσπη και τα χαλίκια. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Κοίταξε το νερό. Είχε αρχίσει να αλλάζει χρώμα. Γινόταν κόκκινο. Ρυάκια αίματος έτρεχαν από κάθε σημείο της παραλίας που πέρασε ο αστυνομικός και χύνονταν στη λίμνη.
«Σκέψου γρήγορα, θα πεθάνεις» ψιθύρισε στον εαυτό της και σε κλάσματα του δευτερολέπτου, πήδηξε πίσω σε κάτι μεγάλους θάμνους που έγλυφαν το νερό. «Είσαι ασφαλής εδώ. Μην κουνιέσαι, μην ανασαίνεις» σκέφτηκε. Οι θάμνοι ήταν αγκαθωτοί και εκείνη είχε χωθεί μέσα τους ολόκληρη σαν να ήταν μικρό πουλί. Τα αγκάθια είχαν ξεσκίσει τις σάρκες της και από παντού έτρεχε αίμα. «Μην ανασαίνεις, μην κουνιέσαι, θα ζήσεις» άκουσε τη φωνή της να της λέει και χώθηκε ακόμη βαθύτερα. Οι πληγές την έτσουζαν. Άκουσε βήματα από στρατιωτικές αρβύλες επάνω στα χαλίκια. Ο αστυνομικός είχε πλησιάσει. Ήταν σχεδόν δίπλα της. Έβλεπε την πλάτη του. Είδε καθαρά την Indrida και την Beate, τις φίλες της, να έχουν γονατίσει μπροστά στον άνδρα και να έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Έκλαιγαν σχεδόν υστερικά. Εκείνος σφύριζε έναν σκοπό που είχε ακούσει πολλές φορές η Asta σε ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Τις κοίταζε αδιάφορα.
«Πάνω στη γη ανθίζει ένα μικρό λουλούδι που λέγεται Έρικα.» Ο αστυνομικός σταμάτησε να σφυρίζει και άρχισε να το τραγουδάει τώρα. Όλο και πιο δυνατά:
«Auf der Heide blüht ein kleines Blümelein und das heißt ντουμ ντουμ, Erika.
Heiß von hunderttausend kleinen Bienelein wird umschwärmt, ντουμ, ντουμ, Erika»
Το τραγούδι σταμάτησε ξαφνικά όπως άρχισε. «Τσούλες, πουτάνες, κομμούνια, ήρθατε να πηδηχτείτε στο νησί με τους άλλους άπλυτους εεε;» Μπορούσε να διακρίνει τον άνδρα που μιλούσε. Ήταν ξανθός, κοντοκουρεμένος και λίγο γεματούλης.
«Καταστρέφετε την χώρα μου πουτάνες των αράπηδων και των Εβραίων» είπε ο άνδρας και έφερε το πιστόλι του στο πρόσωπο της Beate. Πυροβόλησε εξ επαφής. Η ξανθιά Beate τινάχτηκε προς τα πίσω και δεν κουνήθηκε. Η Ingrida, κατακόκκινη στο πρόσωπο, από το χυμένο αίμα και τα μυαλά της φίλης της, άρχισε να ουρλιάζει. «Σκάσε, εχθρέ της λευκής φυλής» είπε ο άνδρας και πυροβόλησε ξανά.
Τα μάτια της Asta, τρεμόπαιξαν και η κύστη της άδειασε από τον ανείπωτο φόβο. Διέκρινε το πόδι της καλύτερης της φίλης να τινάζεται σπασμωδικά 4 φορές καθώς η ψυχή της, εγκατέλειπε με βία το κορμί της. Μετά σιωπή. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην αρχίζει να ουρλιάζει. Τα μάτωσε. Ο μαυροντυμένος κίνησε να φύγει, μα ξαφνικά σαν να απολάμβανε όλο αυτό που γινόταν, σαν να ηδονιζόταν με τον τρόμο και τον θάνατο που έσπερνε, λες και ήξερε ότι κάποιος κρυβόταν στους θάμνους, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος της. «Βγες έξω τσουλάκι, νομίζεις ότι δε σε έχω δει;»
Η Asta δεν κουνήθηκε. «Μην ανασαίνεις θα σωθείς» δάγκωσε περισσότερο τα χείλια της. Ο μαυροντυμένος άνδρας όπλισε το ντουφέκι, το έβαλε στο «κατά ριπάς» και πυροβόλησε στον θάμνο. Η Asta δολοφονήθηκε μια εβδομάδα πριν γίνει 17 χρονών. Οι αστυνομικοί που έφτασαν αργότερα το νησί, χρειάστηκε να κλαδέψουν τον μεγάλο αγκαθωτό θάμνο για να απεγκλωβίσουν το κορμί της.
Ο επιθεωρητής Christer Yacobsen, που υπηρετούσε στην Politiets Overvakningstjeneste (στην Ασφάλεια) είχε τη φήμη του «σκληρού μπάτσου» δεν άντεξε και άδειασε το στομάχι του, δίπλα στον θάμνο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι από όλο αυτό το μακελειό που είχαν αντικρύσει τα μάτια του.
20 Ιουλίου 2011 περιοχή Grunerlokka, οδός Stolmakergata, Νο 19
Το κουδούνι της εξώθυρας χτύπησε και ύστερα από λίγο ακούστηκε ο τραχύς ήχος που της επέτρεπε να ανοίξει. Ο ταχυδρόμος ανέβηκε μέχρι τον τρίτο όροφο με τα πόδια γιατί το ασανσέρ έγραφε «Προσοχή Βλάβη», προκειμένου να παραδώσει το συστημένο δέμα. Ο κοντοκουρεμένος, σχεδόν καραφλός άνδρας, δεν άνοιξε ολόκληρη τη πόρτα του. Άπλωσε το χέρι του, πήρε το δέμα, έβαλε την υπογραφή του και αγενώς την έκλεισε στα μούτρα του έκπληκτου υπάλληλου της κρατικής υπηρεσίας ταχυδρομείων της Νορβηγίας.
Ο άνδρας αγκάλιασε το δέμα. Το μύρισε, το φίλησε και με τελετουργικές κινήσεις άρχισε να το ξετυλίγει. Από μέσα έβγαλε μια στρατιωτική στολή. Σχεδόν βούρκωσε. Θα την φορούσε και θα γινόταν ο σταυροφόρος που θα έσωζε τη λευκή φυλή από τους αράπηδες, τους Ισλαμιστές, τα κομμούνια, τους προοδευτικούς, τους Εβραίους και τους πούστηδες. «Όχι τους πούστηδες Άντερς, θυμήσου που σε κορόιδευαν τα παιδιά στο σχολείο. Τα βρωμοκομμούνια» σκέφτηκε.
Με αργές κινήσεις την φόρεσε και πόζαρε στη φωτογραφική μηχανή με τον χρονοδιακόπτη. Όχι δεν ήταν κάποιος μπαρουτοκαπνισμένος στρατιώτης που οι μάχες του είχαν σαλέψει το μυαλό. Ήταν ένας νεοναζί, ημιμαθής, ακροδεξιός εθνικιστής που πίστευε στην ανωτερότητα του αίματος, που λάτρευε τον Αδόλφο Χίτλερ, που στο μυαλό του είχε μπερδέψει την Σκανδιναβική μυθολογία, που νόμιζε ότι ήταν ο «γιος του Όντιν», που είχε προορισμό του τη Θούλη και που φυσικά χιαρετούσε ναζιστικά, όπως άλλωστε όλα τα αδέρφια του στην υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως στα νοτιοανατολικά Βαλκάνια.
Τη στολή μαζί με όλα τα παράσημα που τη συνόδευαν, την είχε αγοράσει από το ebay για 450 ευρώ. Μετά τις απαραίτητες πόζες ξεντύθηκε. Έμεινε γυμνός. Δίπλωσε τη στολή προσεκτικά και κατευθύνθηκε στο βρώμικο υπνοδωμάτιο του.
Άνοιξε την ντουλάπα του. Από μέσα έβγαλε ένα βαρύ πακέτο. Το πήρε αγκαλιά και γυμνός καθώς ήταν κάθισε στο κρεβάτι του. Σαν να βρισκόταν σε ερωτικό παροξυσμό, άφησε τα τρεμάμενα δάχτυλα του, να ακουμπήσουν το παγωμένο μέταλλο ενός ημι-αυτόματου πιστολιού Glock 34, των 9 χιλιοστών και στη συνέχεια σκέφτηκε τη μητέρα του που τον κακοποιούσε όταν ήταν παιδί. Το χέρι του άγγιξε και το ημιαυτόματο τουφέκι Ruger Mini-14. Τα είχε αγοράσει νόμιμα από τη Νορβηγία, ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια του να τα αγοράσει με σβησμένους αριθμούς, παράνομα από την Τσεχία, πριν μερικούς μήνες. Τώρα θα έδειχνε σε όλους πόσο δυνατοί είναι οι «λευκοί ιππότες».
Σκέφτηκε πάλι τη μητέρα του που μισούσε και έκλεισε τα μάτια. Όλους τους μισούσε. Μόνο οι εθνικιστές μπορούσαν να τον νιώσουν. Όλα ήταν έτοιμα για αυτό που σχεδίαζε από το 2002 και του είχε στοιχίσει 317.000 ευρώ. Σε δυο μέρες οι άθλιοι προδότες θα μάθαιναν ότι στην Ευρώπη υπάρχουν και πραγματικοί άνδρες εθνικιστές. Σε λίγες ημέρες θα καθάριζε τη χώρα του, από τους αράπηδες, τους Ισλαμιστές και τους Εβραίους. Λίγο πριν η έκσταση του, κορυφωθεί, σκέφτηκε ένα σύνθημα που έλεγαν τα αδέρφια του στην Ελλάδα: «Για να ξεβρωμίσει ο τόπος»
Ύστερα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε γυμνός στο σαλόνι. Άνοιξε την τηλεόραση, συνέδεσε το playstasion στο διαδίκτυο και ένιωσε πραγματικός άνδρας, πραγματικός στρατιώτης παίζοντας Call of Duty Modern Warfare II. Τι και εάν το Υπουργείο Άμυνας της χώρας του τον έκρινε ακατάλληλο για να υπηρετήσει στον στρατό. Φταίνε τα κομμούνια και οι Εβραίοι.
Όσλο 22 Ιουλίου, ημέρα του αιματοκυλίσματος. Ωρα: 14.15
Ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, φόρεσε τη σκούρα μπλε φόρμα της Νορβηγικής αστυνομίας, και από πάνω το μαύρο αλεξίσφαιρο γιλέκο. Όλα αγορασμένα από το ίντερνετ, με γνήσια διακριτικά. Πέρασε το παντελόνι του μέσα στις αρβύλες του και τις έδεσε προσεκτικά για να μπορεί να τρέξει εάν χρειαστεί. Μπήκε στο αυτοκίνητο του, και οδήγησε προς το κέντρο της πόλης.
Δεν έβαλε ραδιόφωνο για να ακούσει μουσική. Σφύριζε έναν σκοπό για κάποιο λουλούδι που το έλεγαν Έρικα και χαμογελούσε στον κόσμο στα φανάρια. Λίγη ώρα πριν, είχε ανεβάσει στο διαδίκτυο την προσωπική του παρακαταθήκη: Μια συλλογή κειμένων με τίτλο «2083: Ευρωπαϊκή Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας». Εμετικά κείμενα γεμάτα μίσος για το διαφορετικό, κείμενα που μιλούσαν για «ξεκαθάρισμα» της Ευρώπης από όλα τα βρωμερά στοιχεία. Και το ξεκαθάρισμα θα το έκαναν οι «λευκοί ιππότες» όπως ήταν και αυτός.
«Μόνο ο τεράστιος ηγέτης της Νορβηγίας Vidkun Quisling, ενδιαφερόταν για αυτή την έρημη χώρα που σαν παχιά αγελάδα βυζαίνουν οι υπάνθρωποι και μολύνουν το αίμα μας» σκέφτηκε και πάτησε απότομα φρένο. Παραλίγο να χτυπήσει μια γυναίκα με μαντίλα που με το παιδί της διέσχιζε τη διάβαση. «Σκατομαντίλες» μονολόγησε, αλλά σαν καλός «αστυνομικός» της χαμογέλασε από το παράθυρο του αυτοκινήτου του.
Πρώτος του στόχος ήταν να παραπλανήσει την αστυνομία και να δημιουργήσει αντιπερισπασμό. Έπρεπε να κάνει κάτι θεαματικό ώστε να απασχοληθούν όλοι οι αστυνομικοί της πόλης και στη συνέχεια με μια βάρκα που είχε ήδη νοικιάσει θα πήγαινε στο νησάκι, όπου τα κομμούνια, οι άπλυτοι, οι Εβραίοι και οι αράπηδες είχαν κατασκηνώσει.
Στο αυτοκίνητο του μετέφερε μια ισχυρότατη βόμβα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Είχε προμηθευτεί τις πρώτες ύλες και τα χημικά, νόμιμα, αφού διατηρούσε μια φάρμα στην περιοχή της Asta, νότια του Όσλο. Την Breivik Geofarm.
Στάθμευσε στην οδό Akershusstrada λίγο μακρύτερα από την Glacisgata 1, όπου βρίσκεται το κτίριο της Νορβηγού πρωθυπουργού. Το αυτοκίνητο ήταν ακριβώς στο κέντρο του Regjeringskvartalet στην Akersgata. Στο «τετράγωνο» δηλαδή των κυβερνητικών κτιρίων που έβριθε από ζωή και κίνηση εκείνη την ώρα. Ο χαμογελαστός αστυνομικός βγήκε από το όχημα του, άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ, έσκυψε, κάτι πείραξε για λίγα δευτερόλεπτα, και στη συνέχεια πήρε από μέσα έναν μεγάλο μαύρο σάκο σαν αυτά που μεταφέρουν κιθάρες, ή όπλα, και με ψυχραιμία απομακρύνθηκε από το σημείο.
Στις 15.26 ακριβώς μια τρομακτική έκρηξη συγκλόνισε την καρδιά της Νορβηγικής πρωτεύουσας. Οι πάντες αιφνιδιάζονται. Οι ασύρματοι της αστυνομίας ούρλιαζαν για άμεση αποστολή ασθενοφόρων. Ο τόπος είχε γεμίσει κομμένα ανθρώπινα μέλη και σπασμένα τζάμια. Οκτώ αθώοι άνθρωποι δεν επέστρεψαν ποτέ στο σπίτι τους εκείνο το μεσημέρι. Οι τραυματίες δεκάδες. Η αντιτρομοκρατική σε κατάσταση πανικού, είναι σχεδόν βέβαιη ότι Ισλαμιστές τρομοκράτες χτύπησαν το Όσλο σαν απάντηση για τη συμμετοχή της Νορβηγίας στον πόλεμο του Αφγανιστάν.
Ο χαμογελαστός αστυνομικός εκείνη την ώρα έλυνε με ήρεμες κινήσεις, το σχοινί από ένα μικρό ταχύπλοο που είχε νοικιάσει και σφύριζε ένα τραγούδι για κάποιο λουλούδι που το έλεγαν Έρικα. Προηγουμένως, είχε επιβιβαστεί σε άλλο αυτοκίνητο που είχε έτοιμο για αυτό το σκοπό και μέσω της Drammensveien, έστριψε δεξιά στον αυτοκινητόδρομο Ε-16 και έφτασε στη μαρίνα Utvika.
Όταν άκουσε τη μακρινή έκρηξη, σταμάτησε το σφύριγμα του. Έριξε το σάκο μέσα στο σκάφος, χαιρέτησε έναν ηλικιωμένο που ψάρευε με καλάμι λίγο πιο δίπλα στην ξύλινη προβλήτα και με ευκινησία πήδηξε. Δεν ήθελε να πάει γρήγορα και να χρησιμοποιήσει τη μηχανή. Με τα κουπιά κατευθύνθηκε απέναντι στο νησί Utoya. Έμπαινε σε εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου του. Το πιο αιματηρό, το πιο απεχθές…
Νησί Utoya Ωρα: 17.07
Ο 28χρονος Sverre Bjorkavag, ήταν ο πρώτος που είδε έναν αστυνομικό να πλησιάζει στο νησάκι με ένα μικρό σκάφος, τραβώντας κουπί. «Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» ρώτησε καθώς τον βοηθούσε να δέσει. «Έχουμε το ετήσιο φεστιβάλ της νεολαίας ξέρετε. Έχει συμβεί κάτι;» Την απάντηση δεν την άκουσε ποτέ του. Ο χαμογελαστός αστυνομικός τον πυροβόλησε ενώ ο Sverre, έδενε το σχοινί.
Ο ακροδεξιός εθνικιστής, ο νεοναζί Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, από τις 17.07 μέχρι τις 18.27, εκτέλεσε εν ψυχρώ 69 παιδιά που διασκέδαζαν επάνω στο νησί.
-17.08: έφτασε στην ξύλινη καφετέρια στο κέντρο του μικρού νησιού. Εκεί με προτεταμένο το ντουφέκι διέταξε όλα τα παιδιά που βρισκόντουσαν εκεί να συγκεντρωθούν μέσα. Τα εκτέλεσε ένα προς ένα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Δεν του πήρε περισσότερο από 120 δευτερόλεπτα
-17.10: ξεκίνησε την περιπλάνηση του μέσα στο δάσος. Όποιον έβρισκε τον εκτελούσε.
-17.30: είχε φτάσει στη δυτική παραλία. Όποια παιδιά κολυμπούσαν ή είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς και είχαν πηδήξει στο νερό για να σωθούν, δολοφονήθηκαν. Τα πυροβολούσε στο κεφάλι σαν να ήταν σημαδούρες, ή στόχοι.
-17.32: «καθαρίζει» ολόκληρη τη βόρεια πλευρά. Όσα παιδιά είχαν κρυφτεί στο δάσος ή σε βράχους, εκτελούνται εν ψυχρώ.
-17.35: εκτελούνται όσα παιδιά άκουγαν μουσική από συγκροτήματα που έπαιζαν στη Νότια πλευρά του νησιού.
-18.24: ελικόπτερο τηλεοπτικού καναλιού καταγράφει την κόλαση. Ο εθνικιστής, ακροδεξιός δολοφόνος συνεχίζει το έργο του.
-18.27: το νησί έχει ζωστεί από τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Ο «γιος του Όντιν» χαμογελάει ειρωνικά, πετάει το όπλο του, γονατίζει, φέρνει τα χέρια πίσω στο κεφάλι του και παραδίδεται. Άφησε πίσω του να χύνεται στη λίμνη και να ποτίζει το χώμα του νησιού, ζεστό αίμα από 69 παιδάκια.
Η δίκη
Η δίκη του εθνικιστή δολοφόνου ξεκίνησε στις 16 Απριλίου του 2012. Ολοκληρώθηκε στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για τη δολοφονία 77 ανθρώπων και τον καταδίκασε σε 21 χρόνια φυλάκισης, που είναι η μέγιστη δυνατή ποινή στη Νορβηγία.
Ο ακροδεξιός νεοναζί πάντοτε χαμογελούσε ειρωνικά και προκλητικά. Στις διακοπές και τα διαλείμματα της δίκης κοίταζε τους συγγενείς των θυμάτων του και σφύριζε έναν σκοπό για κάποιο λουλούδι που το έλεγαν Έρικα. Ουδέποτε ζήτησε συγνώμη.