17 Νοεμβρίου 1991. Όπως κάθε χρόνο, το κέντρο είχε κατακλυστεί από αστυνομικές δυνάμεις ενόψει της επετείου του Πολυτεχνείου.
Ωστόσο, στους αθηναϊκούς δρόμους δε σημειώθηκαν επεισόδια. Την ημέρα εκείνη, το αιματοκύλισμα συνέβη πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός μικρού διαμερίσματος.
Η 63χρονη Π.Γ. έμενε μόνη της σε ένα διαμέρισμα επί της Ιεράς Οδού. Οι γείτονες την περιέγραφαν ως μία «ιδιόρρυθμη γυναίκα». Ήταν ανύπαντρη, συνταξιούχος καθαρίστρια και είχε έναν 28χρονο γιο, ο οποίος όμως την επισκεπτόταν σπάνια. Οι λίγες επαφές που διατηρούσε ήταν με γειτόνισσες και ορισμένους συγγενείς.
Η γειτονιά ξεσκέπασε το έγκλημα
Το μοιραίο κυριακάτικο μεσημέρι της 17ης Νοέμβρη του 1991, οι γείτονες ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Το πρωί της ημέρας εκείνης η 63χρονη είχε δώσει ραντεβού με μία φίλη της για να πάνε για ψώνια. Δεν εμφανίστηκε όμως ποτέ, ούτε απαντούσε στο τηλέφωνο. Η σιωπή αυτή κίνησε αμέσως υποψίες και η γειτόνισσα ανήσυχη κάλεσε την αστυνομία
«Ήρθε ένα περιπολικό και ένας αστυνομικός πέρασε από το μπαλκόνι μου στο δικό της και κοίταξε από την μπαλκονόπορτα. Όλα ήταν στη θέση τους, ο αστυνομικός δεν διαπίστωσε τίποτα το ύποπτο και έφυγε», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού.
Ωστόσο, τις επόμενες ώρες η 63χρονη παρέμενε άφαντη.
Η μαρτυρία μίας άλλης γειτόνισσας ανησύχησε ακόμα περισσότερο τους γνωστούς της. Περί τις 12:30 το μεσημέρι, είχε ακούσει φασαρία και σπασίματα από το διαμέρισμα της.
Το ίδιο απόγευμα η αστυνομία κλήθηκε και πάλι. Παράλληλα ενημερώθηκαν και οι κοντινοί συγγενείς της αγνοούμενης. Αυτή τη φορά, μαζί με τους αστυνομικούς, έφτασε ο αδερφός της 63χρονης και ένας κλειδαράς.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε, όμως κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που θα αντίκρυζε.
Το λαχείο και οι 30 μαχαιριές
Δεν χρειάστηκε να ψάξουν πολύ. Η 63χρονη κειτόταν αιμόφυρτη στο χολ του σπιτιού. Τα τραύματα σε όλο της το σώμα, όπως και η λίμνη αίματος που είχε σχηματιστεί μαρτυρούσαν ότι είχε δολοφονηθεί. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και το άγριο έγκλημα συντάραξε την τοπική κοινωνία.
Αρχικά, οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι το κίνητρο ήταν η ληστεία. Δύο μήνες πριν, η 63χρονη είχε κερδίσει 400.000 δραχμές στο ΛΟΤΤΟ. Ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη. Ωστόσο, τόσο ο τόπος του εγκλήματος, όσο και ο ιατροδικαστής τους διέψευσαν.
Ο δολοφόνος είχε επιτεθεί στο θύμα με μανία. Το σώμα της έφερε συνολικά 30 μαχαιριές στο πρόσωπο, τον θώρακα, την κοιλιά και την πλάτη. Επιπλέον, στην πόρτα δεν υπήρχαν σημάδια παραβίασης, ενώ ούτε το σπίτι έδειχνε αναστατωμένο. Ο δράστης είχε ερευνήσει επιλεκτικά ορισμένα σημεία, γεγονός που μαρτυρά ότι γνώριζε το χώρο.
Οι αστυνομικοί συμπέραναν ότι επρόκειτο για κοντινό της πρόσωπο και άρχισαν να ερευνούν το άμεσο περιβάλλον της.
«Με σκότωσε χίλιες φορές, τη σκότωσα μία»
Η Π.Γ. είχε βγει στη σύνταξη προ διετίας και τα τελευταία χρόνια οι επαφές της ήταν περιορισμένες. Αυτό διευκόλυνε το έργο των αστυνομικών που συνέταξαν γρήγορα μία λίστα με βασικούς υπόπτους για να καλέσουν προς ανάκριση.
Στο στόχαστρο μπήκε ο αποξενωμένος γιος. Από την πρώτη κιόλας μέρα, ο 28χρονος κλήθηκε στο τμήμα, απάντησε στις ερωτήσεις των αστυνομικών και ελλείψει στοιχείων, αφέθηκε ελεύθερος. Λίγες μέρες αργότερα όμως, ανέκυψαν μαρτυρίες που τον ενοχοποιούσαν. Κλήθηκε και πάλι.
Αυτή τη φορά, ομολόγησε την αλήθεια. Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίστηκε, το πρωινό εκείνο επισκέφθηκε τη μητέρα του, δίχως να έχει στο μυαλό του το έγκλημα. Της ζήτησε μάλιστα 5.000 δραχμές κι εκείνη του τις έδωσε. Ύστερα, ο 28χρονος άρχισε να της μιλάει για τα προβλήματά του. Κατάλαβε όμως ότι αδιαφορούσε για τα όσα της έλεγε και εξοργίστηκε.
Σε μία στιγμή «θολούρας», άρπαξε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και της επιτέθηκε. Προτού το καταλάβει, την είχε μαχαιρώσει 30 φορές.
Τα δύο τραύματα στο θώρακα ήταν και τα μοιραία. Τρομοκρατημένος, την άφησε να κείτεται στο πάτωμα και τράπηκε σε φυγή. Στο δρόμο για το σπίτι του, πέταξε το μαχαίρι σε έναν κάδο σκουπιδιών. Αργότερα, πέταξε και τα ματωμένα ρούχα. «Με είχε σκοτώσει χίλιες φορές, τη σκότωσα μία. Με κυνηγούσε από τότε που γεννήθηκα.
Πίστευα ότι έτσι θα ελευθερωθώ», δήλωσε στους δημοσιογράφους βγαίνοντας από το τμήμα. Όπως αποκαλύφθηκε, τα παιδικά χρόνια του ήταν δύσκολα. Μέχρι τα τρία του, ζούσε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας με τη μητέρα του. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ.
«Το μόνο που θυμάμαι είναι το ξύλο. Με χτυπούσε συνέχεια, οκτώ φορές την ημέρα. Άλλος θα είχε γίνει φυτό. Δεν ξέρω γιατί με γέννησε η μάνα μου. Μου έδινε κάποια διατροφή και με άφηνε στα ορφανοτροφεία».
Τα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων που τον συνάντησαν τις ημέρες εκείνες, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ψύχραιμο, λιγομίλητο και αδιάφορο. Έδειχνε αμέτοχος σε όσα διαδραματίζονταν γύρω του. Οι τελευταίες του δηλώσεις επιβεβαίωσαν την ψυχρή του στάση.
«Ο σκοτωμένος δεν σκοτώνει. Κι εγώ είμαι ήδη νεκρός ψυχικά. Μη με ρωτάτε άλλο, πάει τελείωσε για μένα. Αισθάνομαι ένα κενό. Ούτε μετανιώνω, ούτε χαίρομαι, ούτε τίποτα».