Τον Αύγουστο του 1957 ένα έγκλημα συντάραξε την κοινή γνώμη. Ένας 45χρονος σιδηροδρομικός υπάλληλος βρέθηκε μαχαιρωμένος μέσα στο σπίτι του στον Κολωνό.
Το έγκλημα αποδείχτηκε ότι ήταν σεξουαλικό και αναστάτωσε την κοινή γνώμη που καθημερινά διάβαζε με ενδιαφέρον την εξέλιξη των ερευνών.
Δράστης ήταν ένας 49χρονος οικοδόμος που διατηρούσε σεξουαλικές επαφές με το θύμα. Ο τύπος της εποχής δεν περιορίστηκε στην περιγραφή των γεγονότων, αλλά «εμπλούτισε» το ρεπορτάζ με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους πρωταγωνιστές υπόθεσης που ήταν ομοφυλόφιλοι. Ο σιδηροδρομικός, πατέρας ενός μικρού κοριτσιού, βρέθηκε δολοφονημένος με 18 μαχαιριές στο σπίτι του στον Κολωνό. Το πτώμα ανακάλυψε ο φούρναρης της γειτονιάς που τηλεφώνησε στην Αστυνομία. Το θύμα ήταν πεσμένο κοντά στο κρεβάτι της κόρης του.
Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα και φορούσε μια αθλητική φανέλα και ένα εσώρουχο. Οι πιτζάμες του βρίσκονταν άθικτες σε μια καρέκλα και σύμφωνα με την Αστυνομία δεν είχε προλάβει να τις φορέσει. Το θύμα είχε πολλά τραύματα στο στήθος, την κοιλιά, τα χέρια.
Ο ιατροδικαστής Καψάκης που έκανε την αυτοψία δήλωσε ότι «δεν πρόκειται για δολοφονία, αλλά για σφαγή». Ο τόπος του εγκλήματος απέκλειε την πιθανότητα ληστείας, ενώ οι συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε το πτώμα, δεν άργησαν να δώσουν σημάδια ότι το θύμα ζούσε μια «διπλή ζωή».
Αριστερά ο δράστης, οικοδόμος στο επάγγελμα, πατέρας πέντε παιδιών. Δεξιά το θύμα, σιδηροδρομικός υπάλληλος , πατέρας μιας κόρης. Ζούσαν διπλή ζωή. Οι έρευνες και η εξιχνίαση Οι Αρχές χαρακτήρισαν το έγκλημα σεξουαλικό μετά από ενδελεχή έρευνα και πολλές καταθέσεις μαρτύρων που σύχναζαν σε στέκια ομοφυλοφίλων. Μάλιστα οι εφημερίδες της εποχής τους περιέγραφαν με υποτιμητικό τρόπο και χρησιμοποιούσαν βαριές εκφράσεις όπως «έκφυλοι, σαδιστές και κακοποιοί».
Δέκα μέρες μετά το έγκλημα οι Αρχές βρήκαν την άκρη του νήματος. Ο δράστης ήταν παντρεμένος και πατέρας πέντε παιδιών. Σύμφωνα με την Αστυνομία ζούσε, όπως και το θύμα, διπλή ζωή. Ο 49χρονος ομολόγησε αμέσως: «θα σας πω όλη την αλήθεια και κρεμάστε με και κόφτε μου το κεφάλι».
Όπως προέκυψε, το θύμα εκμεταλλευόμενο την απουσία της γυναίκας του που είχε πάει διακοπές, έδωσε με το δράστη ερωτικό ραντεβού μέσα στο σπίτι του. Το χρονικό του εγκλήματος Ο οικοδόμος στην κατάθεση του έδωσε μια διαφορετική εκδοχή για το πώς έγινε το έγκλημα. Είπε ότι γνωρίστηκαν τον Ιούλιο του 1957 μπροστά στην βιτρίνα του εμπορικού καταστήματος «Μινιόν». Ο σιδηροδρομικός του πρότεινε να πιουν μια μπύρα σε ένα καφενείο και στην συνέχεια να πάνε «μια βολτίτσα». Η γνωριμία κατέληξε κάτω από την γέφυρα της Νέας Χαλκηδόνας, κοντά στο σπίτι του δράστη. Στο τέλος της συνάντησης το θύμα του έδωσε για αμοιβή 20 δραχμές. Με αυτόν τον τρόπο συνέχισαν να δίνουν και άλλα ραντεβού.
Όπως κατέθεσε ο δράστης τη νύχτα της δολοφονίας το θύμα του ζήτησε να αλλάξουν ρόλους κατά την σεξουαλική επαφή. Εκείνος αρνήθηκε και όταν πήγε να φύγει, το θύμα προσπάθησε να τον αποτρέψει με βία. Για να αμυνθεί τον χτύπησε στην κοιλιά και του πήρε το μαχαίρι από το χέρι. Τότε το μυαλό του θόλωσε και άρχισε να τον μαχαιρώνει χωρίς σταματημό.
Στο πόρισμά της η αστυνομία αναφέρει ότι ο φόνος ήταν προμελετημένος και οι λόγοι ήταν οικονομικοί. Οι αξιωματικοί συμπέραναν ότι ο δράστης το μοιραίο βράδυ ζήτησε παραπάνω χρήματα και όταν ο σιδηροδρομικός του αρνήθηκε, τον δολοφόνησε. Το χρυσό ρολόι του θύματος βρέθηκε στην κατοχή του δράστη, πράγμα που έκανε πιο έντονη την πιθανότητα της ληστείας ως κίνητρο.
Η δίκη και η απόφαση Ο κατηγορούμενος ακούει την ετυμηγορία του δικαστηρίου Ο δράστης δικάστηκε ενώπιον του πενταμελούς εφετείου τέσσερις μήνες μετά στις 14 Νοεμβρίου του 1957. Η δίκη έγινε δημόσια, αφού απορρίφθηκε το αίτημα του κατηγορούμενου για την διεξαγωγή της «κεκλεισμένων των θυρών». Παρουσιάστηκαν πολλοί μάρτυρες, συγγενείς και συνάδελφοι του θύματος που στις καταθέσεις τους μίλησαν για έναν άνθρωπο ντροπαλό και συνεπή στη δουλειά του. Οι μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ του κατηγορούμενου μίλησαν επίσης για έναν τίμιο και εργατικό άνθρωπο.
Παρόλα αυτά στην ακροαματική διαδικασία ακούστηκε πολλές φορές ο χαρακτηρισμός «ανώμαλος τύπος». Ο εισαγγελέας ζήτησε τη θανατική καταδίκη του κατηγορουμένου και στις 15 Νοεμβρίου ο Μηνάς Χατζηχρήστος καταδικάστηκε σε θάνατο για ληστεία και ανθρωποκτονία, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης πλήθος κόσμου περίμενε έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου με σκοπό να λιντσάρει τον κατηγορούμενο.
Ο κατηγορούμενος αρχικά άσκησε έφεση στον Άρειο Πάγο, η οποία δεν έγινε δεκτή. Μετά από ένα εξάμηνο στην φυλακή, το πρωί της 31ης Μαΐου του 1958, γράφτηκαν οι τίτλοι τέλους. Ο οικοδόμος εκτελέστηκε στην Αίγινα.
Της Μαρίας Φωσκόλου, μεταπτυχιακής φοιτήτριας Εγκληματολογίας
mixanitouxronou.gr