Στις 22 Ιουλίου του 1997 ένα ερωτικό έγκλημα που έγινε στη Νέα Σμύρνη της Αττικής, προκάλεσε το τεράστιο ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας και της εκκλησίας, αφού το θύμα ήταν ένας ιερωμένος.
Ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Ελευθεριάδης έπεσε νεκρός έξω από το σπίτι του. Τον πυροβόλησε η πρώην ερωμένη του, Κάτια Γιαννακοπούλου.
Ήταν ο τραγικός επίλογος μιας έντονης ερωτικής σχέσης, που η ιστορία της θυμίζει σενάριο ταινίας.
Η γνωριμία με τον αρχιμανδρίτη Η Κάτια
Γιαννακοπούλου ήταν μια συνηθισμένη σύζυγος και μητέρα ενός αγοριού. Ζούσε με την οικογένειά της στην Καλλιθέα. Το επάγγελμά της ήταν πλασιέ ειδών δώρου. Η σχέση της με την εκκλησία ήταν τυπική και χωρίς υπερβολές και συστηματική συμμετοχή στη θεία λειτουργία. Όταν για προσωπικούς της λόγους ζήτησε από μια φίλη της να της συστήσει έναν πνευματικό για να εξομολογηθεί, γνώρισε τον άνθρωπο που θα άλλαζε οριστικά τη ζωή της. Τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, ο οποίος ιερουργούσε στην Παναγίτσα του Παλιού Φαλήρου.
Η Γιαννακοπούλου άρχισε να παρακολουθεί τις λειτουργίες και να εξομολογείται συχνά στον αρχιμανδρίτη. Όπως εξήγησε η ίδια, ο Άνθιμος τη γοήτευσε από την πρώτη στιγμή με την παρουσία του και τον τρόπο που μιλούσε. «Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο». Οι συναντήσεις τους ήταν συχνές, αλλά δεν είχαν ερωτικό χαρακτήρα.
Μέχρι την ημέρα που ο Άνθιμος της ζήτησε να τον επισκεφτεί: «Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα», ανέφερε η ίδια.
Την επόμενη ημέρα η Γιαννακοπούλου πήγε στον αρχιμανδρίτη και του εξομολογήθηκε όλα όσα είχαν γίνει μεταξύ τους την προηγούμενη ημέρα, σαν να μιλούσε για κάποιον τρίτο. Εκείνος της απάντησε: «είμαστε άνθρωποι και σαν άνθρωποι έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες». Με αυτό το άλλοθι, ξεκίνησε μια θυελλώδης σχέση που κράτησε για χρόνια, αλλά δεν είχε αίσιο τέλος.
Η παθιασμένη σχέση ήταν «ακριβή»
Όσο περνούσε ο καιρός, η ερωτευμένη γυναίκα δενόταν όλο και περισσότερο με τον αρχιμανδρίτη. Η ζωή της περιστρεφόταν γύρω του, ενώ έφτασε στο σημείο να του δίνει τεράστια χρηματικά ποσά, τα οποία σήκωνε από την τράπεζα κρυφά από τον σύζυγό της. Ο αρχιμανδρίτης της είχε πει ότι ονειρεύτηκε την Παναγία να του ζητάει να κάνει κάποια πράγματα, τα οποία δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά, αλλά όταν Της το είπε, η Παναγία του απάντησε: «θα σε βοηθήσει η Κάτια».
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το συνολικό ποσό που έδωσε στον Άνθιμο, όσο καιρό ήταν παράνομο ζευγάρι, ξεπέρασε τα 27.000.000 δραχμές, χωρίς να εξηγήσει πως το ποσό δεν έγινε αντιληπτό από το σύζυγό της. Πέντε χρόνια μετά τη γνωριμία και την ερωτική τους σύνδεση, ο αρχιμανδρίτης απολύθηκε για άγνωστο λόγο από την εκκλησία του και μετατέθηκε στο Λονδίνο. Ήταν η αρχή του τέλους όχι μόνο για τη σχέση του ζευγαριού, αλλά και για τη ζωή του Άνθιμου. Η ρήξη στη σχέση του ζευγαριού.
Από τη στιγμή που ο αρχιμανδρίτης έφυγε από την Ελλάδα, άρχισε να γίνεται ψυχρός και να αποφεύγει την ερωμένη του. Αντίθετα η Γιαννακοπούλου ένιωθε τόσο ερωτευμένη, που συχνά ταξίδευε μέχρι το Λονδίνο αυθημερόν, μόνο και μόνο για να τον δει μερικές ώρες. Η αδιαφορία του άρχισε να κλονίζει τον ψυχισμό της. Η εξάρτησή της από τον αγαπημένο της ήταν απόλυτη. Η Γιαννακοπούλου και μόνο στην ιδέα ότι θα τον έχανε, τρελαινόταν. Όταν συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα δεν θα άλλαζαν και η σχέση έφθανε στο τέλος της, η απογοήτευσή της άρχισε να γίνεται οργή. Ξεκίνησε να ηχογραφεί τις αραιές, πια ερωτικές τους συναντήσεις για να μπορεί αργότερα να τον απειλεί.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1996 η Γιαννακοπούλου πληροφορήθηκε ότι ο Άνθιμος βρέθηκε στην Ελλάδα για να ψηφίσει και δεν την είχε πάρει ούτε ένα τηλέφωνο, κατέρρευσε. Τον επόμενο Μάρτιο και ενώ είχαν μεσολαβήσει αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες να έρθει σε επαφή μαζί του, οι δυο τους συναντήθηκαν στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη. Ακολούθησε ένας μεγάλος καυγάς κατά τον οποίο η απελπισμένη γυναίκα τραυμάτισε τον αρχιμανδρίτη ελαφρά με ένα μαχαίρι. Τον Ιούνιο του 1997 η Γιαννακοπούλου δεν άντεξε την αδιαφορία του ανθρώπου που λάτρευε και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήγε στην Ομόνοια και αγόρασε ένα όπλο με σκοπό να δώσει τέλος στον πόνο της.
Η δολοφονία
Στις 20 Ιουλίου η Γιαννακοπούλου τηλεφώνησε στην εκκλησία που ιερουργούσε ο Άνθιμος στο Λονδίνο και προς έκπληξή της πληροφορήθηκε ότι δεν ήταν εκεί, αλλά βρισκόταν στην Ελλάδα. Αμέσως του τηλεφώνησε και εκείνος το αρνήθηκε, αλλά της υποσχέθηκε να της τηλεφωνήσει την επόμενη ημέρα, υπόσχεση που τήρησε. Κατά τη συνομιλία τους, της είπε ότι θα συναντιόντουσαν κάποια από τις επόμενες ημέρες, όχι όμως στο σπίτι του.
Η θολωμένη γυναίκα όμως δεν περίμενε. Πήγε στο σπίτι του και άρχισε να χτυπάει επίμονα το κουδούνι. Ο Άνθιμος της μίλησε άσχημα και την έδιωξε, απειλώντας να καλέσει την αστυνομία. Το επόμενο πρωί η Γιαννακοπούλου, που δεν άντεχε άλλο την απόρριψη, είχε στήσει καρτέρι έξω από το σπίτι του στην οδό Φιλαδελφείας. Όταν εκείνος εμφανίστηκε, τον πλησίασε και προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά της γύρισε την πλάτη. Χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε από την τσάντα της το όπλο και άρχισε να τον πυροβολεί μέχρι που τελείωσαν οι σφαίρες.
Η περιπλάνηση της δολοφόνου και η σύλληψη της έξω από μοναστήρι
Αμέσως μετά τη δολοφονία, η Γιαννακοπούλου μπήκε στο αυτοκίνητο του κουνιάδου της με το οποίο κινούνταν και άρχισε να περιπλανιέται στη Νέα Σμύρνη. Πέταξε σε διαφορετικούς κάδους το όπλο τα φυσίγγια και τη γεμιστήρα και εγκατέλειψε το αυτοκίνητο. Με ταξί έφτασε στην Ομόνοια από όπου νοίκιασε ένα ποδήλατο.
Την πρώτη νύχτα την πέρασε σε μια εγκαταλειμμένη οικοδομή στην Καλλιθέα. Την επόμενη μέρα πήγε στο Αιγάλεω και στη συνέχεια στην Ελευσίνα όπου διανυκτέρευσε σε ένα πάρκο. Την Τρίτη ημέρα και ενώ οι αρχές αναζητούσαν τον δράστη, βρέθηκε στη Μάνδρα Αττικής και το βράδυ έφτασε στο μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου όπου εξομολογήθηκε σε μια μοναχή, την πράξη της.
Η μοναχή ειδοποίησε την αστυνομία και η δολοφόνος συνελήφθη
Η ομολογία και η καταδίκη της Γιαννακοπούλου
«Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει. Αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα της Γιαννακοπούλου κατά την απολογία της στον ανακριτή. Αφού περιέγραψε με λεπτομέρειες τα πάντα για τη σχέση τους και πως έφτασαν στην τραγική κατάληξη δήλωσε: «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου.
Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου». Το δικαστήριο επέβαλε στη δολοφόνο ποινή κάθειρξης 20 ετών, αλλά μετά από έφεση του εισαγγελέα καταδικάστηκε σε ισόβια.
Στο άκουσμα της απόφασης κατέρρευσε και είπε : «Πείτε στον Γιώργο, τον άνδρα μου, να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα. Για τον γιο μας». Καθ΄όλη τη διάρκεια της δίκης αλλά και της φυλάκισής της, η Γιαννακοπούλου είχε στο πλευρό της τον άντρα και τον γιο της. Αποφυλακίστηκε μετά από αίτησή της τον Αύγουστο του 2013….