Δημήτρης Λιαντίνης: Ο καθηγητής φιλοσοφίας που ήταν βαθύς και μυστήριος σαν το βουνό που τον πήρε στα σπλάχνα του…

«Θα πεθάνω, θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον».

Έτσι προκαλούσε ο διανοούμενος Λιαντίνης τον Χάρο σε μια καταπρόσωπο μάχη, σκαρώνοντας το σχέδιο για την εξολόθρευσή του μπόλικα χρόνια πριν από την τελική αναμέτρηση.

Το ημερολόγιο έγραφε 1η Ιουνίου 1998 και ο τόπος είναι η Σπάρτη, όταν μια λευκή BMW σταθμεύει στην οδό Λυκούργου. Ο οδηγός της μπαίνει στο ταξί που τον περιμένει εκεί κρατώντας έναν στρατιωτικό σάκο και δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στον ταξιτζή: «Στο καταφύγιο του Ταϋγέτου».

[ad id=”215657″]

Φτάνοντας στον προορισμό τους, ο επιβάτης πληρώνει τον ταξιτζή, αλλά δεν τον αφήνει να φύγει αμέσως: «Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο». Αφού καπνίσουν αμίλητοι στην ησυχία του βουνού, αποχαιρετίζονται: «Γεια σου, φίλε», λέει στον οδηγό ο άγνωστος άντρας. «Μισό λεπτό, πώς σας λένε;», αναρωτιέται ο ταξιτζής. «Λιαντίνη».

Η είδηση της εξαφάνισης του καθηγητή της Φιλοσοφικής αρχίζει να απασχολεί ξαφνικά όχι μόνο τον Τύπο αλλά τις αστυνομικές αρχές. Ο πανεπιστημιακός είχε φύγει από το σπίτι του στην Κηφισιά και ταξίδεψε ως τη Σπάρτη με το αυτοκίνητό του για να αποτραβηχτεί στις ερημιές του Ταϋγέτου ώστε να πραγματώσει ένα σχέδιο που απεργαζόταν εδώ και χρόνια: να νικήσει τον θάνατο!

Αυτή έμελλε να είναι πράγματι η τελευταία φορά που είδαν ζωντανό τον χαρισματικό καθηγητή που τόσο λάτρευαν οι φοιτητές αλλά απαξίωναν οι συνάδελφοί του. Ο Λιαντίνης είχε φύγει για το τελευταίο μοναχικό του ταξίδι και λίγο πριν αναχωρήσει για τον άλλο κόσμο άφησε ένα γράμμα στην κόρη του που τα εξηγούσε όλα.

Αντισυμβατικός, ποιητικός και δωρικός σε όλα του, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος ήταν πράγματι ένας άνθρωπος ασυνήθιστος, τον οποίο άλλοι λάτρευαν και άλλοι κοιτούσαν αποσβολωμένοι.

Ο καθηγητής στη Φιλοσοφική του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας μιλούσε στα κατάμεστα αμφιθέατρα για το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, την κρίση αξιών της σημερινής κοινωνίας, την ποίηση και τη φιλοσοφία, αλλά και το διαχρονικό πάθος του, τον θάνατο.

Εραστής του αρχαιοελληνικού πνεύματος, άθρησκος και κατάφωρα γοητευμένος από τη φιλοσοφική έννοια του θανάτου, ήταν ένας άνθρωπος που δεν περνούσε στα σίγουρα απαρατήρητος: «Ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο κυρίαρχο», έλεγε στις περιβόητες διαλέξεις του, «ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Ένα είναι βέβαιο και ασφαλές, απόλυτο, ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε».

Ο Λιαντίνης ήταν βέβαια και ένας άνθρωπος ερωτευμένος με τη ζωή, κοινωνικός, δημοφιλής στους φοιτητές του και με φιλικές σχέσεις καρδιάς. Κανείς από το ευρύτερο περιβάλλον του δεν περίμενε να εξελιχθεί σε αυτόχειρα, αν και αυτός ο αυτόχειρας ήταν τελείως διαφορετικός: το δικό του απονενοημένο διάβημα ήταν ένα προμελετημένο σχέδιο αναχώρησης που είχε εκπονήσει αρκετά νωρίς στη ζωή του. Όπως είπε κατόπιν και η χήρα του, Νικολίτσα Γεωργοπούλου, ο στοχαστής προετοίμαζε την αυτοκτονία του εδώ και πολλά χρόνια και στο παρελθόν είχε συντάξει μάλιστα κι άλλα γράμματα αποχωρισμού στην κόρη του, τα οποία δεν της έδωσε ποτέ.

Το πανελλήνιο έμαθε για τον τραγικό μεν, αλλά πρωτότυπο και διαλεκτικό καθηγητή μετά την περιβόητη εξαφάνισή του, όταν τα μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν εκτεταμένα με το θέμα και τα σωστικά συνεργεία χτένισαν τις απάτητες πλαγιές του Ταϋγέτου αναζητώντας τον. Τα συγγράμματά του έγιναν τώρα αντικείμενο μελέτης μιας υπόθεσης αυτοχειρίας, καθώς πολλοί άρχισαν να τα διαβάζουν με άλλο μάτι αναζητώντας απαντήσεις για τον άνθρωπο που κοίταξε αγέρωχα τον Χάρο στα μάτια.

«Ο θάνατος είναι κυρίαρχος στον πλανήτη. Πλανητάρχης είναι ο θάνατος, κανείς άλλος. Αλλά και στο σύμπαν είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί, άρα ο θάνατος είναι και συμπαντάρχης. Ολόκληρος ο πλανήτης είναι ένα σφαγείο κάθε στιγμή», έγραφε ο φωτισμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος αφήνοντας πίσω του έναν σωστό νεοελληνικό αστικό μύθο. Το γιατί αποφάσισε να δραπετεύσει από τον κόσμο των ζωντανών, κάνοντας λες όλη του τη ζωή ένα προπαρασκευαστικό στάδιο θανάτου, παραμένει ζήτημα ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες…

Βιογραφία

Ο Λιαντίνης άφησε ένα λιτό βιογραφικό σημείωμα για τη ζωή του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Γκέμμα», που είναι δηλωτικό τόσο της κοσμοθεωρίας όσο της διδασκαλίας του: «Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στην Πολοβίτσα της Λακεδαίμονος στις 23 Ιουλίου 1942. Σπούδασε κλασσικές γνώσεις, Ίωνες φυσικούς και ανθρωπολογία. Νέος περπάτησε για μια στιγμή, στην Ανω Ενγκαντίν και στο κάστρο του Εζέ. Στα πάρεργά του ασχολήθηκε με τους κήπους και με τον ουρανό, με τάξη και με κλιτότητα, και στο μέτρο του ανθρώπου. Το ερώτημα που του τέθηκε στο δρόμο, κάτι σαν το αίνιγμα της Σφίγγας στις Θήβες, εστάθηκε το ακόλουθο: -Καθώς κοιτάς το μηδέν στα μάτια δύνεσαι να μην αποκαρτερήσεις; Αποκρίθηκε: -Ναι».

Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννιέται λοιπόν στις 23 Ιουλίου 1942 σε χωριό της Σπάρτης ως Δημήτρης Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε για να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το λακωνικό χωριό Λιαντίνα. Αφού τέλειωσε το σχολείο στη Σπάρτη, έγινε δεκτός στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1966.
Από το 1968-1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος μέσης εκπαίδευσης στους Μολάους της Λακωνίας και τον Οκτώβριο του 1970 μετακόμισε στο Μόναχο τόσο για να διδάξει φιλολογικά σε ελληνικό σχολείο της πόλης όσο και να διδαχθεί τη γερμανική.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1973, θα διδάξει και πάλι φιλολογικά σε γυμνάσιο της Βοιωτίας μέχρι το 1975, όταν και διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978 θα πάρει το διδακτορικό του με άριστα, έχοντας ως θέμα τη διατριβή «Παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις Ελεγείες του Duino του Ράινερ Μαρία Ρίλκε».

Μέχρι και το 1998 θα έχει περάσει από όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες (βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής) στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (αλλά και στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών). Το γνωστικό του αντικείμενο ήταν η φιλοσοφίας της αγωγής και της διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων.

Πέρα από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, ο Λιαντίνης δίδασκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και σε πλήθος περιφερειακών εκπαιδευτικών κέντρων, ενώ τη διετία 1978-79 θα βρεθεί να παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.

Το πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει εννιά πονήματα φιλοσοφικού και παιδαγωγικού στοχασμού και μια μεταφραστική προσπάθεια: «Έξυπνον Ενύπνιον» (για τον Ρίλκε), «Χάσμα σεισμού» (για τον Σολωμό, πραγματεία που τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1978), «Ίδε ο άνθρωπος» (μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου του Νίτσε), «Ο Νηφομανής» (για τον Σεφέρη), «Homo educandus» (εγχειρίδιο φιλοσοφίας της αγωγής), «Πολυχρόνιο» (για τη φιλοσοφία των στωικών), «Διδακτική» (παιδαγωγικό εγχειρίδιο), «Τα Ελληνικά» (για τη διδακτική των αρχαίων και νέων ελληνικών), «Γκέμμα» (το κατεξοχήν φιλοσοφικό του πόνημα) και η ποιητική συλλογή «Οι ώρες των άστρων» που εκδόθηκε μεταθανάτια.

Ο συγγραφέας, παιδαγωγός, φιλόσοφος και ποιητής Δημήτρης Λιαντίνης γνώρισε το 1972 στο Μόναχο τη Νικολίτσα Γεωργοπούλου, καθηγήτρια μετέπειτα φιλοσοφίας στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το ζευγάρι παντρεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1973 και απέκτησε μια κόρη, τη Διότιμα. Ενδεικτικό του στοχαστικού τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή ο Λιαντίνης είναι το μεταγαμήλιο μήνυμά του σε φίλους και συγγενείς:

«Ήταν για πρόσκληση στο γάμο μας που γένηκε στον αηδημήτρη του μυστρά -στη παληά μητρόπολη της στερνής αγωνίας και της στερνής ελπίδας- τη πρωτοχρονιά του 1973 σας είχαμε σιμά μας. Αυτή η κατά κόσμον απουσία σας ήταν το σημάδι για την αλήθεια της πράξης σας. –Lού, Δημήτριος»!

Οι στερνές ώρες και η επιστολή στην κόρη του

Δυο μέρες πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, ο Λιαντίνης επισκέφτηκε τη μητέρα του για να της διαβιβάσει τα μελλούμενα: «Μάνα, εγώ τερματίζω, μην με κλαις εμένα, εγώ έζησα δύο ζωές», της είπε. Η μητέρα κατάλαβε ότι το τέλος είναι κοντά και του είπε: «Βρε παιδάκι μου, δεν περιμένεις πρώτα να τελειώσω εγώ και έπειτα κάνε ό,τι καταλαβαίνεις;».

«Όχι μάνα», της απάντησε, «πάρτο πίσω, αυτό είναι κατάρα για μένα. Εγώ τα έχω κανονίσει τα πράγματα. Μέχρι εδώ ήταν. Σύντομα θα λάβεις μια μαχαιριά, όχι στην πλάτη, αλλά στην καρδιά. Θέλω να φανείς γενναία, σαν αρχαία Σπαρτιάτισσα, που έχανε το γιο της αλλά έστεκε περήφανη». Η μάνα κατάλαβε το τελεσίδικο της απόφασής του και του διαμήνυσε: «Ας γίνει αυτό που θέλεις». Το νερό είχε μπει στο αυλάκι.

Επόμενος σταθμός στο τελευταίο ταξίδι, η επιστολή που αφήνει στην κόρη του εξηγώντας της τα καθέκαστα. Το γράμμα αυτό αποτελεί την πνευματική διαθήκη του πατέρα Λιαντίνη προς τη Διοτίμα αλλά και τον στερνό αποχαιρετισμό του σε αυτή. Το παραθέτουμε αυτούσιο:

«Διοτίμα μου, Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα-βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.

Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.

Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.

Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.

Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου. Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.

Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.

Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης / Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο και Λυκούργου στη Σπάρτη».

Τα αγάλματα στεφανώθηκαν πράγματι στις 3 Ιουνίου 1998. Το χρονικό του Λιαντίνη προς το τέλος περιλάμβανε μερικές ακόμα αποχαιρετιστήριες αποστολές σε λιγοστούς οικείους και φίλους. Στις 28 Απριλίου 1998 στέλνει γράμμα στον δίδυμο αδερφό του Φάνη, που ζει στον Καναδά, και το αινιγματικό ύφος της γραφής του προοιωνίζεται το τέλος: «Καλή αντάμωση στην Αγριακόνα. Στην πέτρα δηλαδή που ο Κολοκοτρώνης ακόνιζε το γιαταγάνι του. Όλα είναι φωτεινά και το μέλλον το γνωρίζω όπως οι αρχαίοι μάντηδες. Όλοι εμείς σας φιλούμε όλους εσάς».

Λίγο αργότερα, τη μέρα του στερνού ταξιδιού, αποχαιρετά τον αγαπημένο του φιλόλογο από τα σχολικά χρόνια. Στην επιστολή που στέλνει στον Δημήτρη Κατσαφάνα γράφει: «Προσφιλή μου δάσκαλε, Στις μετρημένες μνήμες που με συνοδεύουν τώρα, καθώς τραβάω για τα ψηλά απάτητα ενδιαιτήματα, είναι και η δική σας. Λιαντίνης 1/6/98».

Πολύ αργότερα, οι συγγενείς του θα βρουν στα προσωπικά του συρτάρια το «Ορειπορικόν» του καθηγητή, την πλήρη καταγραφή δηλαδή (με ημερολογιακό χαρακτήρα) όλων των αναβάσεών του στον Ταΰγετο. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1992 και η 14η και τελευταία την 1η Ιουνίου 1998. Η «πιο ανθρώπινη πράξη που έπραξε άνθρωπος» (όπως γράφει στο βιβλίο «Γκέμμα») είναι έτοιμη να λάβει χώρα, καθώς σχεδιάζεται πράγματι εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια.

«Αν αναρωτηθεί κανείς τι είναι τώρα που ζει, τι θα ’ναι όταν πεθάνει, και τι ήταν προτού να γεννηθεί, αν βουλιάξει στον υδράργυρο αυτής της απορίας με τη γνώση ή με τη μνήμη πως το αύριο έφτασε κιόλας, και πως το χθες το πήρε πια μαζί του ο ποταμός της Λήθης με τα άσπρα κυπαρίσσια στις όχθες του, αν ακούσει ν’ ανεβαίνει στον ύπνο του από το ουρανοκρέμαστο πηγάδι της αβύσσου κάποια απόκριση στο ερώτημα, σαν ηχώ αμετάδοτη και προσωπική, τότε καλώς ερωτά, και καλώς αποκρίνεται. Διαφορετικά να μην ερωτά για το μηδέν και το είναι. Όπως δεν ερωτούν τα οικόσιτα κυνάρια και τα μανιτάρια», γράφει στο «Homo Educandus»…

Οι έρευνες και ο εντοπισμός των οστών του

Ο Λιαντίνης ταξίδεψε από την Αθήνα στη Σπάρτη, άφησε το αυτοκίνητό του κοντά στη δημοτική βιβλιοθήκη και πήρε ένα ταξί με προορισμό τον Ταΰγετο. Στον ταξιτζή είπε ότι θα συναντούσε κάποιους γερμανούς φίλους στο ορειβατικό καταφύγιο του βουνού. Από εκείνη την ημέρα τα ίχνη του εξαφανίστηκαν. Μόλις η γυναίκα του βρήκε το γράμμα, ενημέρωσε τις Αρχές αναφέροντας πως φοβόταν για τη ζωή του, καθώς ο καθηγητής επεξεργαζόταν από καιρό τον θάνατό του.

Οι αστυνομικοί έστρεψαν τις έρευνές τους στην περιοχή της Σπάρτης. Ο καθηγητής άφησε πράγματι την τελευταία του πνοή στον Ταΰγετο, σε μια κοιλότητα του εδάφους που ήταν φραγμένη από πέτρες και ήταν δύσκολο να εντοπιστεί από τα σωστικά συνεργεία. Στο σημείο βρέθηκε και ένα κασελάκι από ξύλο καρυδιάς που έφτιαξε μόνος του για να μπουν τα οστά του, αλλά και μερικές αμπούλες καλίου.

Η ΕΜΑΚ προσπάθησε να τον εντοπίσει αλλά δεν τα κατάφερε. Οι έρευνες απέβησαν άκαρπες. Η εξαφάνιση του Λιαντίνη μετατράπηκε αμέσως σε αγαπημένο θέμα των ΜΜΕ αλλά και των σκανδαλοθηρικών εντύπων, καθώς πολλοί ήταν αυτοί που έβγαιναν τώρα να αποκαλύψουν τι ήταν αυτό που οδήγησε τον καθηγητή στο να αφήσει την οικογένειά του και να εξαφανιστεί. Οι περισσότερες «αναλύσεις» ήταν κωμικοτραγικές. Υπήρχε όμως ένας που γνώριζε, αν και αυτός κρατούσε το στόμα του κλειστό διά όρκου!

Εφτά χρόνια αργότερα (Ιούλιος του 2005), κατά τις επιθυμίες του Λιαντίνη, ο ξάδελφός του Παναγιώτης Νικολακάκος οδήγησε την κόρη του Διοτίμα (και τον σύζυγό της) σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα κειτόταν ο νεκρός πατέρας της. Μετά την ανεύρεση των απομειναριών του, οι ιατροδικαστικές εκθέσεις (DNA αλλά και οδοντιατρικός έλεγχος) επιβεβαίωσαν αυτό που ήξερε χωρίς αμφιβολίες ο Νικολακάκος: ο σκελετός ανήκε στον Λιαντίνη.

Παρά το γεγονός ότι οι εξετάσεις άφησαν αναπάντητο το πώς πέθανε, δεδομένου ότι δεν εντοπίστηκε ουσία που να επιφέρει τον θάνατο, όσοι τον ήξεραν γνώριζαν πως ο στοχαστής αποφάσισε να φύγει για το μεγάλο ταξίδι στο άγνωστο πίνοντας κώνειο. Ο αδερφικός φίλος του Λιαντίνη, Νικολακάκος, περιέγραψε χρόνια αργότερα το μυστικό που του είχε εκμυστηρευτεί ο καθηγητής: «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», του είχε πει έναν μήνα πριν εξαφανιστεί. «Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ».

Ο Λιαντίνης του περιέγραψε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε μάλιστα και σχετικό χάρτη, ζητώντας του να τον εντοπίσει λίγο αφότου φύγει από τον κόσμο (κάπου μεταξύ 1-5 Ιουνίου), αλλά να μην αποκαλύψει τίποτα πριν περάσουν εφτά χρόνια. «Τότε μόνο θα πάρεις την οικογένειά μου». Έτσι κι έγινε. Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 2005, ο Νικολακάκος τηλεφωνεί στη χήρα του Λιαντίνη: «Ήρθε η ώρα να σου πω πού είναι ο Δημήτρης».

Ο Λιαντίνης είχε νικήσει τον θάνατο στην ιδιότυπη προσωπική του οδύσσεια, καθώς αυτός ήταν που επέλεξε τελικά το πώς και το πότε της αναχώρησής του: «Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ (factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία, τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου, αλλά στη στάση του ανθρώπου. Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός», γράφει ως κατακλείδα της ζωής του στο «Έξυπνον Ενύπνιον»…

Exit mobile version