Ένα εξήντα επί δυο μέτρα. Το στρώμα που θα γέμιζε τις τέσσερις γωνίες του faux δερμάτινου κρεβατιού θα έπρεπε να είχε τις κατάλληλες «συστάσεις»:
Πλούσια αφρώδη υλικά που να αγγίζουν και να αγκαλιάζουν τέλεια κάθε καμπύλη, ενώ παράλληλα να στηρίζει κάθε σημείο του σώματος σωστά. Σωστά; Εξάλλου είχε αρκετές φιλοδοξίες για εκείνο…
Γράφει η Ειρήνη Μιχαλούδη
Επάνω του θα απλωνόταν το νυφικό σεντόνι (κάποτε), θα έπεφταν κόκκοι ρυζιού (για να ριζώσει ο γάμος) και θα έριχναν ένα ή δύο (δε θυμάμαι) παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
[ad id=”215657″]
Η Κατερίνα γέλασε με την αραχνιασμένη σκηνή που της ήρθε στο νου από τα ’80s καθώς υπέγραφε για τις δόσεις στο υπερκατάστημα.
«Ρίξε πρώτα κανά γκόμενο της προκοπής…», της υπενθύμισε ο είρωνας άλλος της εαυτός που υπέκλεπτε τις επαρμένες της σκέψεις.
Οχτώ χρόνια μετά, το υπερφιλόδοξο στρώμα έχει πάρει μια κλίση, αν το έβλεπες από πάνω θα ήσουν σίγουρος πως έχει ένα βαθούλωμα από την δεξιά πλευρά (όπως το κοιτάμε ξαπλωμένοι), την αγαπημένη πλευρά της Κατερίνας.
Τι είχε συμβεί στο μεσοδιάστημα; Γιατί η αριστερά πλευρά σπάνια έβλεπε κάποιο ανδρικό κορμί; Ευτυχώς μοιραζόταν όποτε υπήρχε ανάγκη τον ύπνο της με κάποια φίλη και έπλενε στο πλυντήριο και τη δεύτερη μαξιλαροθήκη…
Η γνωστή λέξη από «γ» και το στρίβειν δια του… διαπαντός
Εν αρχή, είναι ένας άκρως επιτυχημένος χωρισμός, χωρίς κατάλοιπα, δράματα και δάκρυα ατελείωτα πάνω σε μυξομάντιλα. Γύρω στα 31 -ή που θα παντρευόταν το λάθος άντρα, ή που θα έβρισκε αλλού το ιδανικό ταίρι. Ας αρχίσουμε λοιπόν. Θες μπαρ; Σφηνάκια και πολύχρωμα ποτά με καλαμάκια και με ατάκες του στυλ «πάμε να σου πω κάτι στην τουαλέτα;», «βρες με στο Facebook…», «πάρε με», και τα λοιπά και τα λοιπά.
Και μετά οι γνωριμίες από τα χαρτάκια με τα τηλέφωνα -ναι, τώρα υπάρχουν τα κινητά- και να οι καφέδες στο κέντρο, οι φτιασιδιασμένες κουβέντες για το «Εγώ» και μετά ο λογαριασμός, τα τσαλακωμένα σεντόνια, το αντίο και οι δικαιολογίες «ξέρεις, δεν είμαι σε φάση», «μόλις χώρισα και δεν είμαι για σχέση», «μου αρέσεις, αλλά…», «μόνο σεξ στην αρχή και μετά βλέπουμε». Ααα! Ένας είπε και κάτι σαν «εγώ έχω περίεργα γούστα στο σεξ, που δε νομίζω να ταιριάξουμε». Άστο καλύτερα. Και το άφησε. Πάντα οι ίδιες δικαιολογίες!
Χάθηκε το μέτρημα στα κόμπλεξ, τα οιδιπόδεια, τους μπουρναζιώτες Σπαλιάρες, τους ανατολίτικους εγωισμούς, τις συναισθηματικές ανωριμότητες, τα «δε ξέρω τι θέλω». Χάθηκε το μέτρημα στα κλάματα, στις χαμένες αγκαλιές. Φυσικά το ήδη στραβό κλίμα το απογείωσε η κρίση και νέες φράσεις-καρμπόν γεννήθηκαν για το στρίβειν δια του… διαπαντός.
Και μετά ήρθε η εσωστρέφεια: για να δούμε τα αγόρια του γραφείου. Όλα δεσμευμένα, όλα τακτοποιημένα. Τα καλά παιδιά τα αρπάζουν άρον άρον σα να κυνηγάνε οι γυναίκες πεταλούδες στο δάσος με την απόχη. Και τι μένει για εμάς τις 35+. Πείραμα: Έχει καμία δοκιμάσει να πει την ηλικία της σε έναν single άνω των 35 και να μη κάνει εκείνος συνειρμικά σκέψεις που κολλάνε σαν μαγνητάκια δίπλα στο «χάρηκα» -θα-θέλει-γάμους-και-παιδιά-κυριακάτικα-γεύματα-με-πεθερικά και τα τοιαύτα. Κλισέ; Καθόλου!
Και ύστερα η κολλητή ξέρει λέει ένα «καλό παιδί, που…», που πώς γίνεται πάντα να καταλήγει σε ένα «σόρι ρε, που να ήξερα πόσο @@ είναι;». Άστο καλύτερα, γιατί ναι ξέρω «εγώ θα πάρω τον καλύτερο στο τέλος!» και καταλήγεις να μπεις σε μια στατιστική για τους singles, να γίνεις ποσοστό για τους ανύπανδρους σε αυτή τη χώρα. Ε, κάποιος πρέπει να γεμίσει τα νούμερα, να γίνεις νούμερο εν ολίγοις. Όχι πως δεν εκτιμώ και δε γουστάρω τη φάση της ελευθερίας, αλλά γαμώτο δεν είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά και ούτε θέλω σύζυγο, θέλω σύντροφο που να μη ξενερώνει με το νούμερο της ταυτότητάς μου. Σκάσε, ένα νούμερο είναι… και βάλε πια στο μπαούλο με τη ναφθαλίνη τη λέξη από «γ» όχι αυτή που ξέρεις ήδη, αλλά την πιο χυδαία το «γεροντοκόρη!» (αηδίασα και που την έγραψα).
Τσούλα, εγώ;
Στα ράφια όλα οικογενειακά. Οικογενειακή συσκευασία σε γάλα, οικογενειακό και άλλο οικογενειακό… και σε κάθε διάδρομο του super market και ένα καροτσάκι που σπρώχνει και από ένα ζευγαράκι. Άχουτο! Στο Facebook όλοι οι συμμαθητές ζευγαρωμένοι, στην πολυκατοικία, ναι είσαι στην twilight zone των ζευγαριών. Και που είναι οι άλλοι singles;
Στο χωριό, στους γάμους τα βλέμματα των συγγενών είναι σαν να λένε σε κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων «αχ, ακόμα μόνη είσαι!». «Να παντρευτείς όσο με βαστάνε τα πόδια μου», γιατί μια γυναίκα μόνη είναι και αποτυχημένη… Και όχι, δεν είμαι τσούλα, ούτε καλά να πάθω.
Διακόσιες πενήντα και κάτι ημέρες πριν τα 40. Τικ τακ. Πότε θα γίνεις μάνα; Άντε τι περιμένεις; Τα ωάριά σου τεμπελιάζουν. Οι άλλες γιατί έχουν και εσύ όχι; Όλες σου οι εξαδέλφες είναι παντρεμένες, εσύ πότε; Μήπως ο ένας σου βρωμάει και ο άλλος σου ξινίζει; Ε; Γιατί δε μιλάς; Μη μου το κλείσεις, σου μιλάω…
Η Κατερίνα βάζει το καθαρό σεντόνι στο διπλό της faux δερμάτινο κρεβάτι της. Βάζει και μαξιλαροθήκη στο μαξιλάρι δίπλα κι ας είναι καθαρή, κανένα κεφαλάκι δεν άφησε πιτυρίδα. Στη γωνία, μια κατσαρίδα. Παλαιότερα θα ούρλιαζε και θα πήδαγε με σάλτο στο κρεβάτι: Να γιατί χρειάζεται ένας άντρας μες στο σπίτι.
Αυτή τη φορά, ψύχραιμη, πήγε στο ντουλάπι της κουζίνας, πήρε το «Teza» και άδειασε το μισό επάνω στο σιχαμένο έντομο. Το βράδυ κοιμήθηκε με ένα λοξό χαμόγελο στα χείλη, τα κατάφερε και χωρίς άντρα. Ικανοποίηση. Δικαίωση; Δύναμη και ένα «δεν έχω ανάγκη κανέναν…». Ήθελε να συμπληρώσει και το «άντρα», αλλά αποκοιμήθηκε.
newsbeast.gr