Χριστούγεννα 1968: Η δολοφονία της όμορφης δασκάλας-«Ήθελα μόνο να την απολαύσω»

δασκάλας

Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1968, ένας χωροφύλακας είδε μέσα σε ένα βαμβακοχώραφο το ημίγυμνο πτώμα μια νεαρής γυναίκας.

Η δασκάλα ενός χωριού στα Γιαννιτσά είχε βρει φρικτό θάνατο την προηγούμενη νύχτα, ενώ τις επόμενες ημέρες εξετάσθηκαν ως ύποπτοι περίπου 200 άνθρωποι.

Η Κυριακή είχε αποφοιτήσει δύο χρόνια νωρίτερα από την ακαδημία της Φλώρινας και αμέσως σχεδόν διορίστηκε στο τετραθέσιο δημοτικό σχολείο της Εσωβάλτας, που απέχει 25 χιλιόμετρα από τα Γιαννιτσά.

Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο στο σπίτι του Δ. και εκεί ένιωσε για πρώτη φορά την αγωνία της ανυπεράσπιστης κοπέλας στα χέρια ενός άντρα, που ήθελε με το ζόρι να πάρει κάτι, που η ίδια δεν ήθελε να δώσει. Τότε, είχε κατορθώσει να φωνάξει και γλίτωσε από τον αδελφό του σπιτονοικοκύρη της που επιχείρησε να την βιάσει. Ο επίδοξος βιαστής καταδικάστηκε, αλλά ήταν πρώτη πικρή εμπειρία της Κυριακής.

Έναν χρόνο αργότερα, η νεαρή δασκάλα γύρισε στα Γιαννιτσά για να περάσει τις γιορτές με την οικογένειά της και να παρευρεθεί στο γάμο μιας φίλης της.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, μετά το μεσημεριανό φαγητό έφυγε από το σπίτι της και πήγε στο γάμο. Όταν το γλέντι τελείωσε γύρω στις εννέα το βράδυ, πήρε την αστική συγκοινωνία και κατέβηκε στη διασταύρωση της κεντρικής λεωφόρου Γιαννιτσών με το δημόσιο δρόμο. Λίγα μέτρα πιο κάτω και κοντά στο πρατήριο βενζίνης βρισκόταν το σπίτι μιας θείας της. Εκεί κάθισε περίπου μισή ώρα και στις 21.30 την νύχτα ξεκίνησε για το σπίτι της. Η απόσταση που είχε να διανύσει δεν ήταν περισσότερο από ένα χιλιόμετρο πάνω στο δημόσιο δρόμο.

Μέσα στη νύχτα πετάχτηκε από την άκρη του δρόμου μια ανδρική φιγούρα. Άρχισε να της ψιθυρίζει σεξουαλικά σχόλια. Η Κυριακή επιτάχυνε και τότε ο άνδρας την χτύπησε και την έριξε στο έδαφος. Έσφιξε με δύναμη τα χέρια του, μέχρι που τα μάτια της όμορφης γυναίκας πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες, ενώ τα γαντοφορεμένα χέρια της προσπαθούσαν να διώξουν από πάνω της το βάρος του άγνωστου άνδρα, που ξαφνικά όρμησε πάνω της και την καθήλωσε κάτω στο χώμα. Λίγα λεπτά αργότερα, τα χέρια παρέλυσαν και έπεσαν άτονα πάνω στις υγρές βαμβακιές και το κορμί της όμορφης δασκάλας μετά από ένα τελευταίο σπασμό έμεινε ακίνητο.

Η ώρα ήταν περίπου 10 το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Όλα τα σπίτια των Γιαννιτσών ήταν φωτισμένα, οι ένοικοι έκαναν ετοιμασίες για την γιορτινή ημέρα που ξημέρωνε. Λίγα μέτρα πιο μακριά από το δημόσιο δρόμο που ενώνει τα Γιαννιτσά με την Έδεσσα, ο δολοφόνος δεν ήταν ικανοποιημένος από το έργο του και επιχείρησε να κορέσει της κτηνώδεις επιθυμίες του πάνω στο άψυχο κουφάρι της όμορφης δασκάλας.

Ξημέρωσε και ο κόσμος ξεχύθηκε από πολύ πρωί στις εκκλησίες. Οι γονείς της δασκάλας ξεκίνησαν προτού ακόμη ξημερώσει και περπάτησαν πάνω στο μονοπάτι που ενώνει το σπίτι τους με το δημόσιο δρόμο. Πέρασαν τρία περίπου μέτρα κοντά από το κουφάρι της κόρης τους που βρισκόταν ανάμεσα στις βαμβακιές. Μισή ώρα αργότερα ένας χωροφύλακας της υποδιοικήσεως χωροφυλακής Γιαννιτσών, πηγαίνοντας στην υπηρεσία του, είδε μέσα στο βαμβακοχώραφα το πτώμα της Κυριακής. Σε λίγο ολόκληρη περιοχή είχε κατακλυστεί από αστυνομικούς και περίεργους, οι οποίοι συνωστίζονται για να δουν από κοντά το άψυχο κορμί της γυναίκας.

Η Κυριακή κείτονταν στο χώμα με μάτια ορθάνοιχτα, γυάλινα από το θάνατο και ημίγυμνη.

Η εικόνα του πτώματος συνηγορούσε υπέρ της εκδοχής ότι το έγκλημα είχε σεξουαλικά κίνητρα. Το ανασηκωμένο μέχρι τη μέση φόρεμα και το κατεβασμένο στους αστραγάλους εσώρουχο, πρόδιδαν τις διαθέσεις του δολοφόνου. Όμως, τα γαντοφορεμένα χέρια της Κυριακής δυσχέραιναν το έργο της αστυνομίας και την αποκάλυψη του στραγγαλιστή και βιαστή της γιατί σε αντίθετη περίπτωση αυτός θα έφερε αμυχές το πρόσωπο και τα χέρια, αφού διαπιστωμένα το θύμα πάλεψε, πριν υποκύψει.

Με γνώμονα ότι ο δράστης πρέπει να βρίσκεται μεταξύ των νεαρών που πιθανόν να είχαν σχέσεις με την όμορφη δασκάλα ή ακόμη και μεταξύ εκείνων που κατά καιρούς απορρίφθηκαν από το θύμα, η αστυνομία είχε προβεί σε πολλές συλλήψεις χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Κανένα στοιχείο, καμιά λεπτομέρεια, καμιά κατάθεση δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει την αστυνομία στο σωστό δρόμο. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας εξετάστηκαν περισσότερο από 100 άτομα, μερικά από τα οποία κρατήθηκαν γιατί δεν μπορούσαν επαρκώς να δικαιολογήσουν το που βρίσκονταν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων.

Ο δολοφόνος με τη μεγάλη μύτη

Μέσα στο πρώτο δωδεκάωρο των ερευνών, την εμφάνισή του έκανε στο αστυνομικό τμήμα ένας 43χρονος κτηνοτρόφος. Ο Κωνσταντίνος πέρασε το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος, κρατώντας στα χέρια του ένα ανδρικό ρολόι με σπασμένο μπρασελέ, βουτηγμένο στη λάσπη. Μετά το ρολόι, που όπως είπε ο ίδιος την αστυνομία το βρήκε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων στον τόπο του εγκλήματος λίγα μόλις μέτρα μακριά από το πτώμα, παρουσίασε και μία παραμάνα. Ήταν ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο όχι όμως υπέρ της αθωότητας του. Αντίθετα, τόσο το ρολόι, όσο και η παραμάνα θεμελίωσαν τις πρώτες υποψίες των αστυνομικών οι οποίοι θεώρησαν παράξενο, πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος μέσα στα σκοτάδια της νύχτας διέκρινε ένα ρολόι και μία παραμάνα και δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξη ενός πτώματος.

Το ρολόι που πήγε ως αποδεικτικό στοιχείο στην αστυνομία επιδείχθηκε και στην σύζυγό του και αυτή αμέσως τον αναγνώρισε. «Ναι, είναι ένα παλιό ρολόι του Κώστα που δεν το φορούσε γιατί ήταν χαλασμένο από καιρό» είπε στους αστυνομικούς η γυναίκα, που εκείνη τη στιγμή -χωρίς να το γνωρίζει- καταδίκαζε τον πατέρα των παιδιών της. Αν αυτό αποτέλεσε απλώς ένδειξη της ενοχής του, τα δίδυμα αδέλφια Γιάννης και Γιώργος Ιωαννίδης που υπεδείχθησαν από τον στραγγαλιστή ως οι δράστες του εγκλήματος, αποτέλεσαν αδιάσειστα στοιχεία ενοχής σε βάρος του και αποκάλυψαν την πρόθεσή του να παραπλανήσει την αστυνομία.

«Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων πήγαινα στο στάβλο μου για να δω τι κάνουν τα ζωντανά. Προχωρούσα πάνω στο δημόσιο δρόμο και ξαφνικά πετάχτηκε μέσα από τις βαμβακιές κάποιος άγνωστος και με ρώτησε λαχανιασμένος, πού βρίσκονται οι οίκοι ανοχής. Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτός πρέπει να ήταν ο δολοφόνος. Που να το ήξερα όμως εκείνη τη στιγμή να γυρίσω να κοιτάξω μέσα στα χωράφια, ίσως να έσωζα την κοπέλα. Έχω κρατήσει όμως τα χαρακτηριστικά του. Είχε μια πολύ μεγάλη μύτη και μια ελιά δίπλα στο δεξιό ρουθούνι!» είχε πει στους αστυνομικούς ο στραγγαλιστής της δασκάλας.

Την ίδια κιόλας μέρα οι αστυνομικοί κάλεσαν στο τμήμα όλους τους «μυταράδες» των Γιαννιτσών και της περιοχής. Μεταξύ αυτών συνελήφθησαν και τα αδέλφια Γιώργος και Γιάννης Ιωαννίδης, οι οποίοι μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Ο στραγγαλιστής όταν έδινε τα στοιχεία στην αστυνομία, είχε στο μυαλό του τα χαρακτηριστικά του Γιάννη και αυτόν ήθελε να μπλέξει στα γρανάζια της υπόθεσης. Οι αστυνομικοί του παρουσίασαν την ταυτότητα του Γιώργου Ιωαννίδη και ο δολοφόνος αδίστακτα παραδέχτηκε ότι πράγματι ο εικονιζόμενος ήταν ο άνθρωπος που τη νύχτα του φόνου τον πλησίασε και τον ρώτησε για τους οίκους ανοχής. Την άλλη μέρα οι αστυνομικοί έφεραν τον Γιάννη Ιωαννίδη για αναγνώριση και ο δολοφόνος δε δίστασε να υποδείξει και εκείνον ως φονιά. Το μοιραίο σφάλμα είχε γίνει. Τα δύο αδέλφια είχαν ακλόνητο άλλοθι. Περισσότεροι από 20 κάτοικοι των Γιαννιτσών παρουσιάστηκαν αυθόρμητα και είπαν στην αστυνομία το πώς διέθεσαν τα δύο αδέλφια το χρόνο τους την παραμονή των Χριστουγέννων.

Αν ο 43χρονος κτηνοτρόφος περιοριζόταν στο πρώτο τέχνασμα του, στην αυθόρμητη δηλαδή προσέλευση του στην αστυνομία και στην διάθεση του να την βοηθήσει στο έργο της για την ανακάλυψη του δολοφόνου, ίσως το έγκλημα των Γιαννιτσών να χαρακτηριζόταν ως το τέλειο έγκλημα και ο δράστης του να έμενε για πάντα άγνωστος. Οι Αρχές ξεκίνησαν να ψάχνουν το παρελθόν του και διαπίστωσαν ότι είχε διορίσει τον εαυτό του αγροφύλακα στην Λεπτοκαρυά και όταν κάποιος από την περιφέρεια δεν αποδεχόταν το αξίωμα του, την επόμενη το πρωί νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα από τις γροθιές του «νταή» της περιοχής.

Η αποκάλυψη και η δίκη

Δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία της 22χρονης Κυριακής, η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του δολοφόνου. Ο κτηνοτρόφος είχε ομολογήσει κυνικά πως ήθελε απλώς να την…απολαύσει. «Εγώ την σκότωσα. Δεν ήθελα όμως να την σκοτώσω. Ήθελα μόνο να την απολαύσω. Δεν ξέρω πως έγινε και σφίχτηκαν τα χέρια μου. Τον επιθανάτιο ρόγχο της, τον εξέλαβα σαν «γουργουρίσματα» ηδονής και δεν έδωσα σημασία. Ύστερα διαπίστωσα ότι η κοπέλα δε ζούσε. Ασέλγησα απάνω τις λίγες στιγμές πριν πεθάνει. Μετά με έπιασε πανικός. Την άφησα όπως ήταν μισόγυμνη, ανάμεσα στις βρεγμένες βαμβακόριζες και άρχισα να τρέχω με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια μου. Ήθελα να φύγω μακριά από τον τόπο που έγινα δολοφόνος. Ήθελα να μη βλέπω τα πελώρια γυάλινα μάτια της που με κοιτούσαν την ώρα που η ανάσα μου της έκαιγε το λαιμό. Δεν ήθελα να γίνω φονιάς γιατί την κοπέλα την ποθούσα από καιρό. Έκανα σφάλμα και μετανοώ» είπε στους αστυνομικούς.

Αν και ο «νταής» κτηνοτρόφος παραδέχθηκε το έγκλημα στους αστυνομικούς, όταν έφτασε η ώρα της δίκης του, δήλωσε αθώος! Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως υπέστη φοβερά βασανιστήρια για να ομολογήσει. «Στεκόμουν όρθιος σε ένα δωμάτιο για 36 ώρες. Με ταϊζαν αλμυρό φαϊ και δεν μου έδιναν νερό να πιω. Μου έκαναν φάλαγγα. Αναγκάστηκα να ομολογήσω για να σταματήσει το μαρτύριο» είπε στο δικαστήριο για να λάβει την αφοπλιστική απάντηση του εισαγγελέα: «Η αστυνομία ξυλοκόπησε και τους 200 ύποπτους που συνέλαβε. Κανείς δεν ομολόγησε».

Το δικαστήριο καταδίκασε τον κτηνοτρόφο σε ισόβια κάθειρξη.

Exit mobile version