Τα διαζύγια είναι ουκ ολίγα, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν κατάληξη την αίθουσα κάποιου δικαστηρίου.
Συνήθως ο ένας σύζυγος ζητάει από τον άλλον χρήματα προκειμένου να αποζημιωθεί για την περιουσία που δημιούργησαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Και κάπου εδώ μπαίνει στην εξίσωση η… εφορία.
Όπως ορίζει το άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτής της περιουσίας, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Επίσης υπάρχουν και οι περιπτώσεις που ο ένας σύζυγος να δίνει κάποιο χρηματικό ποσό στον άλλο για να παραιτηθεί από το δικαίωμα που παρέχει το άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα.
Πως όμως αντιμετωπίζει η Εφορία τις περιπτώσεις αυτές; Το εισόδημα που αποκτά ο ένας σύζυγος από τον άλλο φορολογείται;
Το υπουργείο Οικονομικών έχει δώσει λύση στο θέμα αυτό ξεκαθαρίζοντας ότι όχι μόνο δεν θεωρείται εισόδημα και ως εκ τούτου δεν φορολογείται με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος αλλά αποτελεί έναν από τους τρόπους που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος/η για να καλύψει τα τεκμήρια.
Πιο συγκεκριμένα τα εισπραττόμενα από τη σύζυγο χρηματικά ποσά προς εξόφληση της σχετικής αξιώσεως έναντι του συζύγου για τη συμμετοχή στα αποκτήματα του γάμου εξακολουθούν και μετά την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.4172/2013) να μην θεωρούνται, εισόδημα.
Μάλιστα τα εισοδήματα αυτά αναγράφονται στους κωδικούς 781 -782 του πίνακα 6 του εντύπου Ε1 της φορολογικής δήλωσης του 2019και δεν υπόκεινται σε ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Τα συγκεκριμένα ποσά δεν πρέπει όμως να συγχέονται με την τυχόν καταβαλλόμενη διατροφή που λαμβάνει ο/η δικαιούχος σύμφωνα με δικαστική απόφαση ή συμβολαιογραφική πράξη, καθόσον αυτή αποτελεί απαλλασσόμενο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και υπόκειται σε ειδική εισφορά αλληλεγγύης.