Ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης για τον καταιγισμό των αρνητικών σχολίων που δέχτηκε στο διαδίκτυο με αφορμή το άρθρο του για τον Θάνο Μικρούτσικο στην εφημερίδα «Τα Νέα».
Στη δίνη ενός ακόμα διαδικτυακού κυκλώνα βρέθηκε ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης μετά από ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» το οποίο αναφέρεται στο κοινό του Θάνου Μικρούτσικου. Ο συγγραφέας δέχτηκε κύματα μαζικά επιθέσεων.
Ο ίδιος μιλώντας στο Dikaiologtika News αναφέρεται στο διδικτυακό bullying που υπέστη -«Απομόνωσαν μια φράση μου και με ρίξαν στα σκυλιά», μάς είπε χαρακτηριστικά.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί φριχτής παραποίησης. Θεωρώ ότι έχω 1000% δίκιο.
Κι όλα ξεκίνησαν επειδή μια κυρία απομόνωσε μια παράγραφο από ένα ολόκληρο κείμενο, κράτησε ο, τι ήθελε κι έπειτα αποφάσισε να με πετάξει στα σκυλιά.
Το υβρεολόγιο ήταν τρομαχτικό. Όλα στηρίχτηκαν σε ένα ψέμα. Το ψέμα ήταν ότι εγώ ήμουν ασεβής στη μνήμη του Θάνου Μικρούτσικου ενώ στην ουσία εξυμνούσα και τον ίδιο και τα έργα του.Γι αυτό κι επέλεξα αυτό το timing κοντά στον θάνατό του.
Η επίδικη παράγραφος δεν αναφέρεται καν στον ίδιο τον συνθέτη αλλά σε μια ολόκληρη εποχή και στην ατμόσφαιρά της.
Θα το δεχόμουν να συζητήσουμε για τα παραπάνω, να υπάρχει ένα αντίλογος, στην πραγματικότητα θα χαιρόμουν πάρα πολύ να ξεκινούσε ένας δημιουργικός αντίλογος.
Αντ αυτού υπήρξε μια συκοφαντική διαστρέβλωση. Η λεκτική βία και όλο το γεγονός, με κατέπληξαν. Τράβηξα πραγματικά των παθών μου τον τάραχο.
Αυτό που συνέβη σε μενα είναι μια βαρβαρότητα που η κοινωνία δεν πρέπει να δεχτεί. Ήταν ένα λιντσάρισμα με σκοπό να με διαλύσουν, να με αποδομήσουν, να με συκοφαντήσουν.
Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη σε μενα είναι μια σταγόνα στο bullying που εξελίσσεται στον διαδίκτυο. Στην ουσία, αυτό που συνέβη δεν διαφέρει από το bullying που δέχονται οι έφηβοι.
Οι ενήλικες υπότίθεται ότι είμαστε πιο δυνατοί αλλά υποτίθεται. Αν για τον οποιοδήποτε λόγο δεν είσαι απόλυτα δυνατός τη στιγμή που σου συμβαίνει κάτι τέτοιο η ζωή σου μπορεί να διαλυθεί.
Επειδή στην Ελλάδα ο διαδικτυακός χώρος είναι ανεξέλεγκτος πρέπει να αρχίσει μια σοβαρή κουβέντα γύρω από αυτό το ζήτημα, μια κουβέντα που έχει αργήσει πολύ.
Η αυτολοκρισία δεν είναι λύση- ούτε όμως κι η τιμωρία του πολίτη. Οι πολίτες πρέπει να αισθάνονται ασφαλείς στο διαδίκτυο.
Πρέπει μέσα από πολλή κουβέντα να γίνει συνείδηση στο κόσμο ότι όπως απαγορεύεται να κάνεις….κακά σου στο δρόμο έτσι απαγορεύεται να συμπεριφέρεσαι και σαν πιράνχας στο διαδίκτυο, δεν γίνεται να συκοφαντείς.
Τι έγραψε ο Χωμενίδης στα Νέα
«Η ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ ΕΣΥ ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΙΣΑΙ
Μεταμορφώνοντας τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία σε τραγούδια ο Θάνος Μικρούτσικος πέτυχε το πιο σημαντικό. Να φωτίσει, να αναδείξει τον στίχο, ενίοτε να ξεκλειδώσει και κρυφά νοήματά του. Να εξοικειώσει προσέτι τους ακροατές με ένα ιδίωμα ναυτικό, γεμάτο άγνωστες λέξεις.
Δεν ήταν εύκολο αυτό, κάθε άλλο. Αφότου ξεκίνησαν παρ’ημίν οι μελοποιήσεις, από τα τέλη των 50’ς με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και του Θεοδωράκη (το 1926 ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε βάλει μουσική σε δεκατέσσερα ποίηματα του Καβάφη, η εργασία του ωστόσο δεν έφτασε στο πλατύ κοινό), πολλοί συνθέτες αποπειράθηκαν να συνδεθούν με κάποιον ταλαντούχο ποιητή.
Κάποιοι είχαν την κατάληξη των πρωτόβγαλτων ταυρομάχων που το θηρίο τούς γκρεμίζει από τη ράχη του και τους ποδοπατάει ανελέητα.
Άλλοι -σαν τους κακούς μαγείρους που φλομώνουν τα φαγητά στις σάλτσες- πασάλειψαν τους στίχους με τις νότες τους, τούς κατήντησαν αγνώριστους. Λίγων το αποτέλεσμα στάθηκε ευτυχές. Ανάμεσά τους αναμφίβολα συγκαταλέγεται ο «Σταυρός του Νότου».
Και ξαφνικά βρεθήκαμε να τραγουδάμε για το καραντί που θα μάς μπατάρει, για τον πυρετό στους τροπικούς και για του Ρίο τη μαλαφράντζα… Η συγκυρία ήταν απολύτως ευνοϊκή για κάτι τέτοιο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Ιστορία μας γύριζε σελίδα.
Μπαίναμε στην ΕΟΚ (πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ξέφευγαμε -οριστικά έμοιαζε- από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη.
Η πατρίδα δεν θα έδιωχνε πλέον τα παιδιά της στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, δεν θα τους έβγαζε φυλλάδιο για να μπαρκάρουν και να στέλνουν εμβάσματα, με τα οποία θα ζούσε η οικογένεια στο νησί. Είχαμε πιά την ψυχική πολυτέλεια όχι απλώς να συμφιλιωθούμε αλλά και να μυθοποιήσουμε τα τραύματα του παρελθόντος.
Να κάνουμε τον πόνο άρπα όπως θα’λεγε ο Καρυωτάκης. Εάν η ναυτοσύνη μας υμνήθηκε όπως τής άξιζε, το ίδιο δεν συνέβη με το έπος τής μετανάστευσης. Εκεί μονάχα «Θείες από το Σικάγο» βλέπαμε και πικραμένες «Νύφες».
Ίσως τα επιτεύγματα των ομογενών παραήταν εντυπωσιακά για να τα αποδεχθούν οι απόγονοι εκείνων που είχαν μείνει στα χωριά τους – πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε ότι σχεδόν αποσιωπάται πως εκτός από τον Μάικλ Δουκάκη και η Μαρία Κάλλας και ο Ελία Καζάν και ο Νίκος Γκάλης υπήρξαν Ελληνοαμερικάνοι;
Ίσως απλώς να μην έχει έρθει ακόμα η ώρα να γραφτεί, να τραγουδηθεί, να κινηματογραφηθεί η ιστορία του παιδιού που ξεριζώθηκε από τον Μοριά, την Ήπειρο, τη Μικρασία και διέπρεψε στην Αμερική ή στην Αυστραλία… Για να επιστρέψουμε στον Καββαδία και στον Μικρούτσικο, συνέβη το εξής διόλου παράδοξο.
Όσο απομακρύνονταν οι Έλληνες από τον γενάρχη τους Οδυσσέα, «τον άντρα τον πολύτροπο», και βούλιαζαν στην τρυφηλή ζωή των διορισμών και των επιδοτήσεων, τόσο μεράκλωναν με τον «Σταυρό του Νότου». Οι σχολές του εμπορικού ναυτικού άδειαζαν από σπουδαστές – «πού να θαλασσοπνίγεται το παιδί; ο βουλευτής μας θα τον βολέψει σε γραφείο με σφραγίδες!».
Στις μουσικές όμως σκηνές οι θαμώνες τρέκλιζαν (βοηθούσε και το αλκοόλ) λες κι είχαν μόλις δέσει το καράβι τους.
Ο Θάνος Μικρούτσικος βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο. Όταν πάλι άλλαζε σκοπό και τραγουδούσε «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη!», οι αποκάτω αφηνίαζαν, έτοιμοι έμοιαζαν να ξεπαρκάρουν τα τσερόκι τους και να πάνε να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Μιλάμε για μαζική παραίσθηση, η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία όχι μόνο του κράτους αλλά και της κοινωνίας.
Μπαίνοντας στο 2020, ευελπιστούμε ότι χάρη στην κρίση οι Έλληνες έχουν απαλλαγεί, σε ένα σημαντικό βαθμό, από τις αυταπάτες τους. Δεν αναζητούν πλέον επαναστάσεις στα όνειρά τους.
Δεν πλαισιώνουν κάθε σημαίας τις ιστούς σαν ιδεώδεις -νωθροί στο μυαλό- υποτακτικοί. Έχουν επιτέλους εμπεδώσει τον άλλο στίχο που μελοποίησε ο Μικρούτσικος απ’το θεατρικό «Φουέντε Οβεχούνα»: «Η μοίρα σου εσύ μονάχος είσαι. Στα χέρια κανενός μην την αφήνεις.»
Ο Θάνος Μικρούτσικος πέθανε στην αγκαλιά των πιο δικών του, κηδεύτηκε πάνδημα με αγάπη και με θαυμασμό.
Τα τραγούδια του μένει να βρουν την αληθινή τους σημασία, το γνήσιο νόημά τους. Να λειτουργούν στο εξής όχι σαν παρηγοριές και σαν φαντασιώσεις. Αλλά ως εγερτήρια».