«Δεν το περίμενα ότι θα κερδίσω με τίποτα. Ακόμα και εδώ που έφτασα, δεν περίμενα να φτάσω γιατί δεν είχα την πίστη που έπρεπε να έχω στον εαυτό μου.
Ελπίζω μετά τη σημερινή νίκη αλλά και όλη την πορεία μου στο παιχνίδι, να κερδίσω την πίστη και την εμπιστοσύνη από πολύ κοντινούς μου ανθρώπους, περισσότερο από τον πατέρα μου, που την είχε χάσει προς το πρόσωπό μου. Και γενικά από τους φίλους μου και την οικογένειά μου…
Με θεωρούσαν πάντα ένα αδύναμο παιδί που δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Με το σημερινό, πιστεύω να τους αποδείξω ότι έκαναν λάθος (…) Νιώθω τη μοίρα μου να αλλάζει μετά τη σημερινή μέρα. Κάνω δύο δουλειές, και στο καζίνο- κρουπιέρης, και στο ξενοδοχείο- μάγειρας, για να βγάζω περισσότερα χρήματα. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή για μένα μέχρι τώρα. Ελπίζω να αλλάξει προς το καλύτερο»
Ήταν Κυριακή 30 Μαΐου 2010 και ο 30χρονος τότε σεφ με δάκρυα στα μάτια-σχεδόν σοκαρισμένος στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Παταγονία- σήκωνε στα χέρια του την ελληνική σημαία και το έπαθλο του νικητή στο reality επιβίωσης «Survivor Παταγονία» που πρόβαλλε το Mega.
«Πήρε την πρωτιά γιατί είχε ψυχή. Είχε πολύ μεγαλύτερη όρεξη από άλλους» δήλωνε την επομένη, καλεσμένος στον «Όμορφο Κόσμο το πρωί», ο Γιάννης Αϊβάζης που ήταν ο παρουσιαστής τότε του Survivor. Οι περισσότεροι από τους 18 συμμετέχοντες παίκτες που ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες, στους Κόνδορες και στις Αλεπούδες –ο Βαγγέλης Γερασίμου ανήκε στη δεύτερη ομάδα- είχαν βρει την ιδανική ευκαιρία για να ξεκινήσουν τηλεοπτική καριέρα, μετά το τέλος του παιχνιδιού. Ο Βαγγέλης ήταν ανάμεσα σε αυτούς.
Η τηλεόραση, η δημοσιότητα, η προβολή άγγιζε τη δική του «λάμψη της ματαιοδοξίας» και τον έφερνε πιο κοντά στα άπιαστα όνειρά του.
Από το Family Pizza στο Καζίνο Λουτρακίου
Γεννημένος στην Καλαμάτα στις 16 Απριλίου του 1980, έζησε και μεγάλωσε στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα μέχρι τα 20 του χρόνια. Όταν επέστρεψε από φαντάρος, συνέχισε να δουλεύει στη Family Pizza, την πιτσαρία που είχε ο πατέρας του εκεί, στη αρχή ως σερβιτόρος, μετά delivery, στην κουζίνα, σε όλα τα πόστα. Πάντα όμως έψαχνε έναν τρόπο για να ρισκάρει με καινούργιες εμπειρίες.
Στις ταινίες που είχε δει, οι σκηνές σε καζίνο είχαν πάντα μια διαφορετική αίγλη στα μάτια του. Φάνταζαν κοσμοπολίτικες και λαμπερές. Μάρκες, χαρτιά, ρουλέτα, χρήματα, πολλά χρήματα και πλούσιοι πελάτες γύρω από τα τραπέζια. Κάπως έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί έκανε αίτηση και βρέθηκε να δουλεύει κρουπιέρης στο Καζίνο Λουτρακίου. Όμως η πραγματικότητα δεν έχει σχέση με το σινεμά. Το Λουτράκι δεν είναι Μόντε Κάρλο και οι τζογαδόροι δεν είναι πάντα κομψοί εκατομμυριούχοι που θέλουν να σκοτώσουν τον χρόνο τους μπροστά σε μια ρουλέτα.
Ο ίδιος καταλαβαίνει, αν και κάπως αργά, ότι κυρίως έχει να κάνει με εξαρτημένους στον τζόγο τύπους, που θέλουν να πιάσουν την καλή, αλλά τελικά δεν προλαβαίνουν να ρεφάρουν. Δεν απογοητεύεται. Αντέχει. Πηγαινοέρχεται Αθήνα – Λουτράκι για να σπουδάζει στη Σχολή Μαγειρικής, αφού πλέον έχει καταλάβει ότι η δημιουργική του εκδοχή είναι στην κουζίνα. Τρεις μέρες είναι κρουπιέρης στο καζίνο και τις άλλες μαγειρεύει στην Αθήνα, σε catering, σε ξενοδοχεία, σε πριβέ καλέσματα, σε εταιρείες που κάνουν τραπέζια στους καλούς πελάτες τους.