Μια απλή έξοδος για ψώνια σε σούπερ μάρκετ της Ρόδου μετατράπηκε σε υπόθεση παρενόχλησης που έφτασε στις δικαστικές αίθουσες και κατέληξε σε καταδίκη. Πρωταγωνιστές, ένας εργαζόμενος μεγάλης αλυσίδας καταστημάτων και ο προϊστάμενός του, ο οποίος κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση εκτός ωραρίου, μέσα στον χώρο του καταστήματος.
Η καταγγελία για παρενόχληση μέσα στο κατάστημα
Το περιστατικό, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αγωγή που κατατέθηκε, συνέβη στις 20 Απριλίου 2024, περίπου στις 3 το μεσημέρι. Ο εργαζόμενος βρισκόταν μαζί με τη σύντροφό του μπροστά στα ψυγεία με τα αλλαντικά, όταν –όπως ισχυρίζεται– ο προϊστάμενός του τον πλησίασε από πίσω και τον άγγιξε στα οπίσθια.
Αμέσως μετά την κίνηση αυτή, φέρεται να έκανε με το δάχτυλο το σήμα της σιωπής, σαν να του έλεγε «μην μιλήσεις». Ο εργαζόμενος υποστηρίζει ότι λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος επέστρεψε και του ψιθύρισε στο αυτί:
«Από πίσω έπιασα, από μπροστά επιτρέπεται;»
Το περιστατικό δεν συνέβη σε απομονωμένο σημείο. Μάρτυρες ήταν η σύντροφος του εργαζομένου και ένας συνάδελφός του, οι οποίοι βρίσκονταν πολύ κοντά στο σημείο. Όπως σημειώνεται στην αγωγή, αυτό έκανε την προσβολή ακόμη πιο έντονη και εξευτελιστική για τον ίδιο.
Δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός
Ο εργαζόμενος υποστηρίζει πως το περιστατικό αυτό δεν ήταν το μοναδικό. Ανέφερε ότι τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, είχε λάβει στο κινητό του μήνυμα από τον προϊστάμενό του με εξαιρετικά χυδαίο περιεχόμενο, το οποίο τον σόκαρε και τον προσέβαλε βαθιά.
Σύμφωνα με την αφήγησή του, το μήνυμα αυτό αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης συμπεριφοράς παρενόχλησης, που περιλάμβανε λεκτικούς υπαινιγμούς και απρεπείς χειρονομίες.
Καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας
Μετά το επεισόδιο του Απριλίου, ο εργαζόμενος δήλωσε πως «έφτασε στα όριά του» και αποφάσισε να απευθυνθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας Ρόδου, ζητώντας να διερευνηθεί η υπόθεση. Εκεί συντάχθηκε δελτίο εργατικής διαφοράς και ακολούθως εκδόθηκε πόρισμα επιθεωρητή.
Το πόρισμα περιλάμβανε αυστηρή σύσταση προς την εταιρεία, ώστε να εφαρμόσει όσα προβλέπει ο νόμος σχετικά με την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο.
Όπως αναφέρει η τοπική εφημερίδα «Δημοκρατική» της Ρόδου, λίγες εβδομάδες μετά το περιστατικό, ο καταγγελλόμενος προϊστάμενος αποχώρησε από την εταιρεία με δική του πρωτοβουλία. Παρ’ όλα αυτά, η αποχώρηση δεν ανέκοψε την νομική πορεία της υπόθεσης, καθώς ο εργαζόμενος προχώρησε με αγωγή, επιμένοντας να αναγνωριστεί η ηθική του προσβολή από τη Δικαιοσύνη.
Η άρνηση παροχής υλικού από τις κάμερες
Στην αγωγή του, ο ενάγων περιγράφει πώς το συμβάν τον κλόνισε ψυχολογικά και τον ταπείνωσε μπροστά σε ανθρώπους που γνώριζε και συναναστρεφόταν καθημερινά. Αναφέρει ακόμη ότι ζήτησε αντίγραφα από το υλικό των καμερών ασφαλείας του καταστήματος, οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, κάλυπταν το σημείο του συμβάντος.
Ωστόσο, ποτέ δεν του παραδόθηκε κάποιο σχετικό υλικό, κάτι που, κατά τον ίδιο, ενίσχυσε το αίσθημα ανασφάλειας και έλλειψης προστασίας.
Η απόφαση του δικαστηρίου
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου ανέλαβε την εξέταση της υπόθεσης και έκρινε ότι όντως υπήρξε προσβολή της αξιοπρέπειας του εργαζομένου. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2025, εκδόθηκε απόφαση που υποχρεώνει τον πρώην προϊστάμενο να καταβάλει αποζημίωση ύψους 800 ευρώ για την ηθική βλάβη που προκάλεσε.
Αν και το ποσό ήταν μικρότερο από εκείνο που είχε αρχικά ζητηθεί, ο εργαζόμενος φέρεται να θεώρησε σημαντικό το γεγονός ότι το δικαστήριο αναγνώρισε το συμβάν και την προσβολή που υπέστη.