Αν θες να κομπλάρεις έναν νοσταλγό της χούντας δείξτου αυτό…

Τα βρόμικα χέρια των συνταγματαρχών: Τα ρουσφέτια της χούντας στην 7ετία…

Προσοχή, μην δείξετε απότομα αυτό το άρθρο σε κάποιον νοσταλγό της χούντας! Θα κομπλάρει…

Ήταν μια από τις πιο μαύρες περιόδους στην ιστορία της Ελλάδας και όμως για κάποιους η 7ετία, θεωρείται κάτι σαν παράδεισος.

Ανάμεσα στους διάφορους μύθους που κυκλοφορούν παραπλεύρως των ιστορικών γεγονότων, υπάρχει και το γνωστό παραμύθι αναφορικά με την Χούντα που λέει πως μπορεί να έγιναν διάφορα αποτρόπαια πράγματα εκείνη την περίοδο αλλά τουλάχιστον υπήρχε ένα κράτος που ήταν οικονομικά τακτοποιημένο, δεν διακατεχόταν από πελατειακές λογικές και έβαζε την αξιοκρατία πάνω απ’ όλα.

Η προπαγανδιστική μέθοδος στην οποία εντάσσεται αυτό το παραμύθι είναι γνωστή: κάθε πολιτικό σύστημα έχει την οικονομική του πλευρά και την ιδεολογική του πλευρά και όταν είναι ανέφικτο να πείσει το ακροατήριό του ως προς το ιδεολογικό επίπεδο, αυτόματα το βάρος πέφτει στην ενίσχυση του αφηγήματος περί ορθολογικής οικονομικής διαχείρισης του συστήματος.

Έτσι, μια ηττημένη πολιτική αντίληψη στο επίπεδο των ιδεών επιχειρεί να πάρει το αίμα της πίσω στο επίπεδο του ρεαλισμού ψιθυρίζοντας στο αυτί σου: «αμφισβήτησε όσο θες τις μεθόδους μου αλλά παραδέξου την αποτελεσματικότητά τους ως προς την λειτουργικότητα της κοινωνίας».

Και έτσι, δια της πλαγίου οδού, επιχειρείται το πλασάρισμα μιας δολοφονικής πολιτικής κουλτούρας ως το «αναγκαίο κακό» για την «τακτοποίηση» της κοινωνίας: πρόκειται για το άκρον άωτον της φασιστικής νομιμοποίησης. Φυσικά, αυτό το σχήμα δεν πατάει σε στέρεα θεμέλια.

Είναι άλλωστε κάτι παραπάνω από προφανές ότι η πολιτική πτυχή ενός πολιτεύματος είναι το υπόστρωμα για την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου οικονομικού σχεδιασμού.

Η συνάφεια ανάμεσα στο ιδεολογικό και το οικονομικό σκέλος λοιπόν είναι αναπόφευκτη.

Και σε ένα χουντικό καθεστώς η κοινωνική ζωή δεν γίνεται «κατά τα άλλα» να διακατέχεται από εύρυθμη λειτουργία.

Κάπως έτσι λοιπόν, η λογική «της Χούντας που δεν έκανε ρουσφέτια και δεν διόριζε “δικούς της”» αποτελεί ψέμα εξ΄ορισμού. Άλλωστε κανένα πολιτικό καθεστώς δεν ελέγχει στο έπακρο τον κρατικό μηχανισμό αν δεν πετύχει να τον ενισχύσει με τα αντίστοιχα «έμπιστα» στελέχη.

Αν η Χούντα δεν το είχε κάνει θα έπεφτε την επόμενη μέρα: ένα κράτος δεν διοικείται με τα τανκς, χρειάζεται συγκεκριμένους ανθρώπους σε συγκεκριμένες θέσεις διαφορετικά θα χαθεί ο έλεγχος του την επόμενη στιγμή.

Το αφήγημα λοιπόν που λέει πως oι πελατειακές σχέσεις στο δημόσιο τομέα είναι ένα μεταπολιτευτικό φαινόμενο είναι μια παπάντζα εκτός πραγματικότητας, μια αστειότητα που μπορεί να την πιστέψει μόνο όποιος αγνοεί τα βασικά για το πως λειτουργεί ένα κράτος: όσο πιο σφιχτό και αυταρχικό είναι ένα καθεστώς, όσο μεγαλύτερο βάρος ρίχνει στον κοινωνικό έλεγχο τόσο πιο έντονη είναι η ρουσφετολογική μέθοδός του.

Στην περίπτωση της Χούντας δηλαδή μιλάμε για την απόλυτη ρουσφετολογία.

Μόλις στους πρώτους μήνες της Χούντας άλλωστε υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα (ναι, καλά διαβάσατε: εκατοντάδες χιλιάδες) καθώς η άρση της μονιμότητας στο δημόσιο ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε το χουντικό καθεστώς.

Όλοι όσοι είχαν συνδικαλιστικό παρελθόν εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους και αντικαταστάθηκαν από καινούργιους εργαζόμενους, των οποίων των παρελθόν συμβάδιζε με τα ήθη και τα έθιμα της Χούντας (μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο εμφύλιος ήταν μια σχετικά κοντινή κατάσταση εκείνα τα χρόνια..,).

Όταν μιλάμε για ένα καθεστώς που βασίζει την ηθική του στο τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πιο στοχευμένη αποψίλωση έγινε στον στρατό, την αστυνομία και την εκκλησία, δηλαδή τους «σκληρούς» κρατικούς μηχανισμούς.

Η Χούντα εκεί έδωσε ρέστα ρουσφετολογίας: δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι τα αποτελέσματα της χουντικής στελέχωσης των συγκεκριμένων τομέων είναι φανερά ακόμα και σήμερα – μιλάμε για τόσο μαζικούς διορισμούς.

Οι ιδεολογικού τύπου αντικαταστάσεις υπήρξαν παροιμιώδεις και στα σχολεία: οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και οι διευθυντές γυμνασίων και λυκείων ήταν υποχρεωτικά άνθρωποι του καθεστώτος (άλλωστε τα παιδιά έπρεπε από νωρίς να μάθουν να αγαπάνε την Χούντα) και κατά την περίοδο της επταετίας, οι διορισμοί στο δημόσιο σχολείο γινόντουσαν με μοναδικό κριτήριο τα πιστοποιητικά των κοινωνικών φρονημάτων.

Κατά τα άλλα, σε όλα τα υψηλά αξιώματα του δημοσίου τομέα διορίστηκαν απόστρατοι, οι οποίοι κάπως έτσι έπαιρναν και έναν δεύτερο μισθό εκτός από τη σύνταξή τους, λογική άλλωστε που πήγε χέρι-χέρι με τον τριπλασιασμό (!) του μισθού του πρωθυπουργού και των υπουργών της κυβέρνησης – άλλωστε όλοι αυτοί αγαπούσαν τόσο πολύ την πατρίδα που έπρεπε να ανταμειφθούν και ανάλογα.

Τέλος, μαζικοί υπήρξαν και οι διορισμοί στην ασφάλεια (τρομερή έκπληξη, ε;). Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο μα τόσο δεδομένο πως σε κάθε καφενείο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε σινεμά και γενικότερα σε κάθε δημόσιο χώρο υπήρχε τουλάχιστον ένας ασφαλίτης.

Οι πιο έμπειροι μπορούσαν να τον διακρίνουν από χιλιόμετρα βέβαια και όσοι εντρύφησαν σε αυτό το σπορ απέκτησαν τρομακτική ασφαλιτοφοβία με τα χρόνια: άπειροι άνθρωποι ακόμα και μετά τη Χούντα νόμιζαν ότι έβλεπαν παντού ασφαλίτες και ανέπτυξαν ένα συνωμοσιολογικό ένστικτο.

Και δεν ήταν μόνο αυτά φυσικά. Και στην 7ετία υπήρχαν οι εκλεκτοί επιχειρηματίες που ευεργετήθηκαν από το καθεστώς (με τα αντίστοιχα ανταλλάγματα βεβαίως βεβαίως) και η διαφθορά η οποία κάποιοι θεωρούν ότι γεννήθηκε ξαφνικά μετά την πτώση της Χούντας ήκμασε επί των ημερών της.

Πέρα από αυτές τις λεπτομέρειες πάντως, ναι, ρουσφέτια στην Χούντα δεν υπήρξαν…

Πηγές: menshouse.grmenshouse.gr

Exit mobile version