Έχουμε συνηθίσει τις κόντρες με μηχανές ή αυτοκίνητα, συνήθως στα Λιμανάκια μετά την Βουλιαγμένη, αλλά κάποτε κάτι αντίστοιχο συνέβαινε μεσοπέλαγα, με μία από αυτές να μένει στην ιστορία για την επικινδυνότητά της!
Ήταν η εποχή που η ελληνική ναυτιλία μεσουρανούσε, ο εμπορικός στόλος παρέμενε ένας από τους μεγαλύτερους του πλανήτη και στην εγχώρια ναυσιπλοΐα είχαν αναδυθεί δεκάδες –μικρότερες ή μεγαλύτερες- ναυτιλιακές εταιρείες οι οποίες διεκδικούσαν ένα κομμάτι από την διευρυμένη «πίτα» της αγοράς.
Προφανώς μιλάμε για την «χρυσή» δεκαετία του ’80…
Εκείνη την περίοδο όλα έμοιαζαν ιδανικά για τους εφοπλιστές, οι οποίοι δεν δέχτηκαν και κανένα τρομερό χτύπημα δα λόγω της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ίσα-ίσα. Τα «πακέτα» της τότε ΕΟΚ έρρεαν, οι Έλληνες είχαν δει τους μισθούς τους να αυξάνονται (έστω κι αν πολλές φορές απλά ονομαστικά), ενώ στο λεξιλόγιό τους είχε μπει και μια μέχρι εκείνα τα χρόνια άγνωστη λέξη για τις πλατιές μάζες. Ο τουρισμός.
Ο Πειραιάς μετατράπηκε στο κέντρο του νέου… σύμπαντος και ολοένα και περισσότερες εταιρείες έμπαιναν στον παιχνίδι, αποκτώντας καράβια στην προσπάθεια κάλυψης της διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης. Κυρίως για τους δημοφιλείς προορισμούς των Κυκλάδων, αλλά και να νησιά της λεγόμενης άγονης γραμμής, όπου τα περιθώρια κέρδους ήταν ιδιαίτερα μεγάλα.
Τα αεροπορικά ταξίδια παρέμεναν ακόμη «τσουχτερά», σε πολλά από αυτά τα νησιά δεν υπήρχε καν αεροδρόμιο ικανό να φιλοξενήσει τα αεροσκάφη, κάποια σχέδια για υδροπλάνα είχαν μείνει στα χαρτιά κι έτσι οι καραβοκύρηδες δεν είχαν καμιάς άλλης μορφής ανταγωνισμό, πέρα βέβαια εκείνου που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους.
Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα. Οι υποδομές. Εκτός από αεροδρόμια, πολλά από αυτά τα νησιά δεν διέθεταν ακόμη ούτε λιμάνια στα οποία να μπορούν να δένουν ταυτόχρονα πλοία. Επιπλέον, ακόμη ίσχυε το «τρελό» σύστημα της… αναρχίας. Δηλαδή, ο κόσμος έμπαινε μέσα χωρίς να έχει κόψει εισιτήριο και το προμηθευόταν επί τόπου. Δίχως ηλεκτρονικούς ελέγχους και τέτοιου τύπου μοντέρνες… φλωριές, συχνά οι επιβάτες ήταν υπεράριθμοι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Αυτό που ενδιαφέρει στην παρούσα φάση είναι το γεγονός ότι πάντα το πλοίο που έφτανε πρώτο σε κάποιο νησί, ήταν εκείνο που επίσης γέμιζε πρώτο, αφήνοντας τα… ψιλά στους ανταγωνιστές του.
Αυτό ακριβώς ήταν το σκηνικό και με το δρομολόγιο Σύρος – Τήνος – Μύκονος, το οποίο εξελίχθηκε σε μια… μονομαχία μεταξύ του εφοπλιστή Βαγγέλη Βεντούρη που είχε το πλοίο «Παναγία Τήνου» και των αδελφών Αγαπητού, που κάλυπταν την ίδια διαδρομής με το «Ναϊάς».
Εναλλάξ, ανά εβδομάδα, έφευγαν από τον Πειραιά με διαφορά 20 λεπτών, το ένα στις 8 ακριβώς και το άλλο στις 8:20, και με τις τιμές να είναι στα ίδια επίπεδα, μοναδικό κριτήριο για να επιλέξει κάποιος το ένα έναντι του άλλου ήταν ο χρόνος του ταξιδιού και η έγκαιρη άφιξη, αφού τα 20 λεπτά της διαφοράς ήταν δυνατό να καλυφθούν εν πλω.
Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο χρειαζόταν ο καπετάνιος εκείνου που έφευγε πιο αργά να… πατήσει γκάζι, κάτι που φυσικά δεν έμενε αναπάντητο από τον συνάδελφό του στο άλλο πλοίο. Οι επιβάτες το γνώριζαν καλά, πολύ συχνά το επικροτούσαν ή ακόμη και το ζητούσαν επιτακτικά για να βιώσουν την εμπειρία μιας θαλάσσιας κόντρας, ενώ αυτή η πρακτική δεν ήταν άγνωστη για τις λιμενικές αρχές, που πάντως έκανε τα στραβά μάτια, εφόσον δεν συνέβαινε κάποιο ατύχημα.
Ωστόσο υπήρξε μία τέτοια κόντρα που ξεχώρισε ανάμεσα στις άλλες και έγινε θρύλος μεταφερόμενη από στόμα σε στόμα από εκείνους που την έζησαν.
Ήταν Αύγουστος του 1992 κι έπνεαν άνεμοι που έφταναν τα 8 μποφόρ. Το «Ναϊάς» ήταν εκείνο που είχε ξεκινήσει νωρίτερα, ενώ στο «Παναγία Τήνου» επέβαινε και ο ίδιος ο πλοιοκτήτης, Βαγγέλης Βεντούρης.
Ίσως η δική του παρουσία να έπαιξε τον ρόλο της, πάντως η ουσία είναι πως ο καπετάνιος, Σιδερής Μαμίδης, αποφάσισε να κάνει το «κόλπο γκρόσο», επιχειρώντας μία από τις πιο επικίνδυνες μανούβρες που είχαν λάβει χώρα στο Αιγαίο στην απόπειρά του να προσπεράσει το «Ναϊάς», τον έλεγχο του οποίου είχε ο Αργύρης Σαρρής.
Με τις μηχανές να δουλεύουν στο φουλ και την ταχύτητα στο μάξιμουμ (22 μίλια την ώρα), περίπου 1,5 ναυτικό μίλι έξω από την Σύρο, το πλήρωμα του «Παναγία Τήνου» δούλευε με μοναδικό στόχο την προσπέραση. Αντιλαμβανόμενος τι συμβαίνει, ο Σαρρής ανταποδίδει στα ίσια. Οι δυο τους μιλούν μέσω ασυρμάτου την ώρα που τα καράβια τους πλέουν (κατά παράβαση όλων των κανόνων) σε πλήρη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο.
Λέγεται πως την στιγμή της κορύφωσης δεν τα χώριζαν περισσότερα από 5 μέτρα, ενώ το «Παναγία Τήνου», έχοντας πάρει την εσωτερική όπως θα λέγαμε σε μια πίστα, βρισκόταν πολύ κοντά στα βράχια της στεριάς. «Αν με κλείσεις τώρα, θα πάμε και οι δύο στο φούντο», φέρεται να είπε ο Μαμίδης στον Σαρρή, ο οποίος αναγκαστικά έκοψε ταχύτητα, με αποτέλεσμα το πλοίο του Βεντούρη –υπό τις ιαχές των επιβατών και το βλέμμα του ιδιοκτήτη του- να δέσει πρώτο στο λιμάνι, σε μια κόντρα που έγραψε ιστορία.
Ευτυχώς, τα πράγμα έχουν αλλάξει από τότε…