Από τα σχολικά της χρόνια στην Αθήνα και τα καλοκαίρια της στην Κω μέχρι την πρόσφατη θεατρική πρεμιέρα της στο Αβατον, η διαδρομή της γνωστής ηθοποιού Αλίκης Κατσαβού είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα.
Ενα ταξίδι ζωής και τέχνης με κομβικούς σταθμούς. όπως η ίδρυση της Θεατρομάθειας, ο γάμος της με τον Κώστα Βουτσά και ο ερχομός του γιου τους Φοίβου.
Ποιες εικόνες έρχονται πρώτες στο μυαλό σου από τα παιδικά σου χρόνια;
Μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας, στους Αμπελοκήπους, και οι περισσότερες εικόνες που έχω είναι ενός παιδιού της πόλης. Ωστόσο υπήρχε μια ισορροπία στη ζωή μου, καθώς όλα τα καλοκαίρια τα περνούσα στην Κω. Οπότε θυμάμαι και πολλές ποδηλατάδες, ελευθερία, φύση και θάλασσα.
Η απόφασή σου να ασχοληθείς με την τέχνη βρήκε σύμφωνους τους γονείς σου;
Από μικρή είχα καλλιτεχνική κλίση. Αγαπούσα τον χορό και ζωγράφιζα. Όμως αυτό δεν ήταν κάτι που άρεσε ιδιαίτερα στους δικούς μου. Προτιμούσαν να σπουδάσω κάτι άλλο, για να έχω πιο σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση. Έτσι λοξοδρόμησα και έδωσα εξετάσεις στην Ιατρική. Ευτυχώς δεν πέρασα, και μετά επέβαλα τα «θέλω» μου.
Πώς διαχειρίστηκες την απώλεια του πατέρα σου στα 13 σου χρόνια;
Νομίζω ότι βοήθησε πολύ ο δυναμικός χαρακτήρας της μητέρας μου. Δεν μας άφησε να νιώσουμε πρακτικά ότι άλλαξε η ζωή μας, διαχειριστήκαμε μόνο το συναισθηματικό κομμάτι της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Ο πατέρας μου είχε μαζί με τον αδελφό του την εταιρία Ρυθμός, με μεγάλα εργολαβικά έργα, όπως τμήμα του γηπέδου του Παναθηναϊκού, πολλά θέατρα και κινηματογράφοι της εποχής. Ο Νίκος Ρίζος μού είχε πει ότι τουλάχιστον τρία θέατρα, το Ρουαγιάλ, το Κεντρικόν και το Λουζιτάνια, ήταν από την εργολαβική εταιρία του πατέρα μου, η οποία ήταν εξειδικευμένη και στην κυλιόμενη οροφή. Έλεγε πως ήταν ο πρώτος που την έφερε στην Ελλάδα.
Δεν ήθελε όμως να ασχοληθείς εσύ με τα καλλιτεχνικά…
Αν ζούσε ο πατέρας μου, δεν θα είχα γίνει ηθοποιός, είναι τόσο απλό. Ήταν παλαιών αρχών. Το πολύ να μου επέτρεπε να γίνω αρχιτεκτόνισσα. Το ονειρευόταν κιόλας, γιατί σχεδίαζα πολύ ωραία και το είχε κάπως σιγουρέψει μέσα του. Η ζωή όμως τα φέρνει αλλιώς.
Συνάντησες δυσκολίες στην αρχή της καλλιτεχνικής σου πορείας;
Οι δυσκολίες είναι πολλές στον χώρο μας. Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι από τα πλέον ανταγωνιστικά. Είμαστε πολλοί, και η προσφερόμενη εργασία είναι λίγη. Έπειτα είναι και η διάρκεια. Θυμάμαι όταν δίναμε εξετάσεις στο τρίτο έτος της δραματικής σχολής, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης μάς είχε συμβουλεύσει πως πρέπει να διαχειριστούμε τους εαυτούς μας με τέτοιον τρόπο ώστε να αντέξουμε στον χώρο μέχρι να συνταξιοδοτηθούμε. «Δεν ήρθατε εδώ να κάνετε ένα χόμπι, αλλά ένα επάγγελμα» μας είχε πει. Είναι έντονα χαραγμένη στο μυαλό μου η συμβουλή του, γι’ αυτό δεν αναζήτησα ποτέ κάτι γρήγορο, προσπάθησα να βρω έναν χώρο που να μου ταιριάζει και να μπορώ να δημιουργώ για πολλά χρόνια.
Παντρεύτηκες μικρή τον συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιό Τάκη Χρυσούλη. Ήταν όνειρό σου να ντυθείς νύφη;
Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να παντρευτώ. Με τον πρώτο μου άντρα συζούσαμε αρκετά χρόνια και έβλεπα τη δυσαρέσκεια της μητέρας μου. Δεν της άρεσε αυτή η μοντέρνα συνθήκη τού να συζούν απλά δύο άνθρωποι. Ουσιαστικά ήταν ένας γάμος για να ικανοποιήσω το οικογενειακό μου περιβάλλον. Όσο για τον Κώστα Βουτσά, παντρευτήκαμε επειδή έμεινα έγκυος στον Φοίβο.
Τι είναι η Θεατρομάθεια για την Αλίκη Κατσαβού;
Ένα τεράστιο κομμάτι που περιλαμβάνει 20 χρόνια δικής μου ιστορίας στην τέχνη. Ιδρύθηκε το 2001 από εμένα, τον πρώτο μου σύζυγο Τάκη Χρυσούλη και άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ήταν η Μελίνα Παπανέστωρος και ο Αλκης Ζερβός. Δημιουργήσαμε τη Θεατρομάθεια για να τονίσουμε τον παιδαγωγικό ρόλο της τέχνης. Αυτός είναι ο πυρήνας της δουλειάς μας όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιοι φύγανε, ο πρώτος μου σύζυγος απεβίωσε… Έμεινα εγώ και ανανεώνοντας την ομάδα μας πορεύομαι πια στον 21ο χρόνο λειτουργίας της πάντα με τον ίδιο σκοπό: να αποδεικνύουμε την παιδαγωγική διάσταση της τέχνης με παραστάσεις, σεμινάρια για παιδιά και εκπαιδευτικούς, και πολλές άλλες δράσεις.
Κεφάλαιο Κώστας Βουτσάς. Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που σου έμαθε για το θέατρο;
Η ταπεινότητα. Οτι ο ηθοποιός γονατίζει στα πόδια του θεατή κάθε φορά, όσο μεγάλος και να είναι.
Πώς γνωριστήκατε;
Σε θεατρική παράσταση, κι εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Με τον πρώτο μου άντρα είχα παίξει τον ρόλο της Αρετής στο έργο «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», σε μουσική Γιώργου Βούκανου. Οταν, λοιπόν, το 2009 ο Γιώργος Βούκανος ανέβασε ξανά την παράσταση, με φώναξε και έπαιξα πια τον ίδιο ρόλο δίπλα στον Κώστα. Εκεί γνωριστήκαμε και αναπτύχθηκε πρώτα μια φιλία μεταξύ μας, γιατί εγώ είχα μόλις δύο χρόνια πριν χάσει τον άντρα μου. Η φιλία αυτή σταδιακά μετατράπηκε σε έρωτα.
Πώς διαχειρίστηκες τα σχόλια σχετικά με τη διαφορά ηλικίας; Είχες ακούσει χοντράδες τότε;
Πολλές! Μέχρι και σήμερα ακούγονται χοντράδες. Το θέμα είναι ότι δανείστηκα την ψυχραιμία, την ωριμότητα και την καθαρότητα μυαλού του Κώστα, ο οποίος δεν έδινε καμία σημασία σε τέτοια σχόλια. Μου έλεγε να στέκομαι πάντα στο καλό και αυτά να τα προσπερνάω, γιατί αλλιώς θα χάνω χρόνο και ενέργεια από πράγματα σημαντικά. Και αυτό έκανα, εστίασα μόνο στο καλό!
Ο ερχομός του Φοίβου πόσο άλλαξε τη ζωή σας;
Ο Κώστας συνήθιζε να κάθεται και να τον χαζεύει καθώς έπαιζε, καθώς μεγάλωνε. Έλεγε πόσο γέμισε τις ζωές μας και αναρωτιόταν τι θα κάναμε χωρίς αυτόν. Ο Φοίβος έδωσε άλλο νόημα και άλλο βάθος στις ζωές και των δυο μας.
Θα ήθελες να είχες αποκτήσει και δεύτερο παιδί με τον Κώστα Βουτσά;
Πολύ! Βασικά θα ήθελα να είχα γνωρίσει τον Κώστα πολύ νωρίτερα και να είχα προλάβει να κάνω κι άλλο παιδί μαζί του. Ο Κώστας ξύπναγε κάθε μέρα με δίψα για ζωή και μου άλλαξε κι εμένα όλη μου τη στάση. Το πιο σημαντικό στη συνάντησή μας είναι, νομίζω, αυτό: μου δίδαξε να βλέπω τη ζωή έτσι όπως έπρεπε να τη βλέπω νωρίτερα. Σαν να γιάτρεψε δικές μου ατέλειες, ελαττώματα του χαρακτήρα μου… Η ουσία είναι ότι ο Κώστας με έκανε καλύτερη. Με συνάντησε αλλιώς, και όταν έφυγε εγώ πια ήμουν αλλιώς, είμαι καλύτερη χάρη σ’ αυτόν…
Τι θυμάσαι έντονα από την ημέρα που «έφυγε»;
Και οι 19 ημέρες που ήταν στο νοσοκομείο ήταν από τις χειρότερες στη ζωή μου. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα φύγει. Παρόλο που οι γιατροί μάς προετοίμαζαν συστηματικά για το τέλος που ερχόταν, εγώ δεν ήθελα να το δω. Την ίδια στιγμή έπρεπε αναγκαστικά να αντιμετωπίζω τη δημοσιότητα, γιατί ο Κώστας ήταν ένα λαϊκό είδωλο που ο κόσμος ήθελε να μαθαίνει για την εξέλιξη της υγείας του. Έπρεπε, λοιπόν, να ισορροπώ την αλήθεια με τη δική μου επιθυμία να γίνει καλά, και αυτό ήταν πολύ δύσκολο, με πλήγωνε. Ταυτόχρονα υπήρχε κι ένα παιδί στο σπίτι.
Ποια στοιχεία του χαρακτήρα του Κώστα διακρίνεις στον 5χρονο σήμερα Φοίβο;
Είναι ένα παιδί χαριτωμένο, μια προσωπικότητα δυνατή, με πολύ χιούμορ. Έχει μια γενναιοδωρία επίσης, στοιχείο που χαρακτήριζε και τον Κώστα. Είναι ευγενικός.
Πώς είναι οι σχέσεις σου με τις τρεις κόρες του Κώστα Βουτσά, τη Σάντρα, τη Νικολέττα και τη Θεοδώρα;
Καλές σχέσεις έχω με όλες. Απλά με τη Σάντρα έχουμε διαρκείς σχέσεις μέχρι και σήμερα, γιατί κι εκείνη το επιδιώκει. Η Θεοδώρα ζει στη Σιγκαπούρη, κάτι που κάνει την επικοινωνία δύσκολη. Όσο για τη Νικολέττα, μεγαλώνει επίσης μόνη της ένα παιδί και οι δυσκολίες της ζωής συν την πανδημία μάς απομακρύνουν. Αλλά δεν μας χωρίζει κάτι με καμία από τις τρεις.
Αυτήν την περίοδο σκηνοθετείς και παίζεις στο έργο για παιδιά «Του τραγουδιού το παραμύθι» του Τάκη Χρυσούλη, σε μουσική επιμέλεια Θοδωρή Μπρουτζάκη, στο θέατρο Αβατον (κάθε Κυριακή στις 12.00).
Είχα μια βαθιά ανάγκη να ανακαλύψω πάλι τη χαρά των πραγμάτων. Νομίζω πως όλος ο κόσμος αυτό ήθελε, και περισσότερο από όλους τα παιδιά. Θεώρησα, λοιπόν, πως έπρεπε να διαλέξω ένα έργο που να υμνεί την ομορφιά της ζωής. Κι αυτό ακριβώς κάνει «Του τραγουδιού το παραμύθι», σε μεταφέρει σε έναν κόσμο γεμάτο ποίηση και φαντασία, χρώματα και μουσική. Δύο χαριτωμένοι ήρωες, η κούκλα Μυρτώ που υποδύομαι εγώ, κι ο ονειροταξιδιάρης παλιάτσος Αρης, που ενσαρκώνει ο Ιάσων Λαγουτάρης, συναντιούνται και ξεκινούν ένα ταξίδι ως εκεί που φτάνουν τα όνειρα. Έτσι μέσα από τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Γκάτσο και άλλους σημαντικούς ποιητές αυτή η παράσταση δείχνει την ομορφιά του διαρκούς αγώνα να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα.
Από τον ΗΛΙΑ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ