Με σημερινό του άρθρο στη «Εφημερίδα των Συντακτών» ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας μπαίνει στον πειρασμό όπως δηλώνει να απαντήσει στην υποθετική ερώτηση για το πως θα διαχειριζόταν ο ίδιος και το κόμμα του αν ήταν κυβέρνηση, την κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο στην «ΕφΣυν»:
«Εδώ και δυο μήνες, που όλοι δίνουμε τη μάχη με την πανδημία, κάποιων το μυαλό δεν είναι μόνο στον περιορισμό της νόσου, στις απώλειες της ζωής και στις συνέπειες, αλλά πρωτίστως στα πολιτικά κέρδη και στις ζημιές. Είμαι περήφανος που ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης δεν σκέφτηκαν ούτε συμπεριφέρθηκαν έτσι. Ισχύει όμως το ίδιο για τη κυβέρνηση;
Εδώ και δυο μήνες ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου, στην αρχή με τα τρολς του διαδικτύου, αργότερα με τα ακριβοπληρωμένα σε διαφήμιση για τον κορωνοϊό ΜΜΕ, αλλά και εσχάτως από τα χείλη του ίδιου του κ. Μητσοτάκη, έχει βαλθεί να μας πείσει ότι αν σήμερα αντικρίζουμε το φως της ημέρας το οφείλουμε στον πολυχρονεμένο μας Πρωθυπουργό. Και αν δεν ήταν η Ν.Δ. στην κυβέρνηση, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, η χώρα θα είχε καταστραφεί.
Γιατί;
Δεν θέλει γιατί. Οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της εξουσίας τα καταφέρνουν πάντα καλύτερα από τους πρόσκαιρους ενοικιαστές. Τι κι αν είναι αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και στα μνημόνια; Τι κι αν αυτοί δεν κατάφεραν με τρία διαφορετικά κυβερνητικά σχήματα να την επαναφέρουν και το κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ με ρυθμισμένο χρέος και ανακτημένη διεθνή αξιοπιστία;
Αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Σημασία έχει να φανταστούμε «τι θα γινόταν αν» και να ανατριχιάσουμε από τρόμο. Σκέφτηκα λοιπόν σήμερα να μπω στον πειρασμό να αποδεχτώ την πρόκληση και να φανταστούμε «τι θα γινόταν αν». Αν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιζε από θέσεις κυβερνητικές και αυτή την κρίση.
Αν λοιπόν η κορονοκρίση έβρισκε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση είναι προφανές ότι θα είχαμε και εμείς καραντίνα, όπως σε όλο τον κόσμο. Αλλά στα νοσοκομεία θα είχαμε ήδη 4.000 περισσότερους γιατρούς και νοσηλευτές, γιατί δεν θα είχε παγώσει η προκήρυξη για διορισμούς που είχαμε ήδη προγραμματίσει. Επίσης θα είχαμε πολλές χιλιάδες περισσότερα τεστ, στοχευμένα σε όλο τον πληθυσμό, από τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα και όχι επί το πλείστον από ιδιωτικά κέντρα.
Στα μέσα ατομικής προστασίας θα έμπαινε από τις πρώτες ημέρες διατίμηση, ενώ προτεραιότητά μας θα ήταν η επάρκειά τους στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Η χώρα μας δεν θα ήταν η τελευταία στην Ε.Ε. σε έκτακτες δαπάνες ενίσχυσης του Δημόσιου Συστήματος Υγείας την περίοδο της κρίσης, όπως πρόσφατα ο ΠΟΥ αποκάλυψε, αλλά με δαπάνες ύψους ενός δισ. ευρώ θα βρισκόταν πολύ ψηλά στον αντίστοιχο πίνακα.
Δεν θα είχαμε υπουργούς να στήνουν «δουλίτσες» εκατομμυρίων τις μέρες της κρίσης. Δεν θα εγκρίναμε τα –ντροπιαστικά για τους επαγγελματίες– προγράμματα ψευτοκατάρτισης τύπου «σκόιλ ελικικού»
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι θα είχε αξιοποιηθεί εγκαίρως με μέτρα οριζόντια και προληπτικά το μαξιλάρι ρευστότητας των 37 δισ. ευρώ, που με περισσή προνοητικότητα είχαμε δημιουργήσει, προκειμένου να κρατηθεί όρθια η οικονομία σε μια ενδεχόμενη νέα κρίση.
Το εμπροσθοβαρές πρόγραμμα «Μένουμε Ορθιοι» θα υλοποιούνταν από τις πρώτες ημέρες της πανδημίας, παράλληλα με τα υγειονομικά μέτρα προστασίας, ώστε να ανακοπεί η μεγάλη βουτιά της ελληνικής οικονομίας και να έρθει ταχύτερα η ανάκαμψη.
Ο κόσμος της εργασίας και των επιχειρήσεων θα τροφοδοτούνταν ήδη από ένα γενναίο χρηματοδοτικό πακέτο 26 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 14 δισ. θα αφορούσαν άμεσες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και τα υπόλοιπα 12 δισ. ενέσεις ρευστότητας μέσω εγγυήσεων δανείων.
Θα είχαμε προχωρήσει σε 8 δισ. χρηματοδότηση για τη στήριξη της εργασίας και όχι της αναστολής των συμβάσεων των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα με την πλήρη μισθολογική και ασφαλιστική κάλυψή τους από το κράτος. Ταυτόχρονα θα στηρίζαμε τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους με ποσό ανά μήνα ίσο με το 1/12 του περσινού ετήσιου εισοδήματός τους.
Οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των πληττόμενων επιχειρήσεων θα βρίσκονταν ήδη σε αναστολή για τουλάχιστον ένα εξάμηνο. Δίπλα σε αυτό θα είχαν ανασταλεί οι υποχρεώσεις προς τις τράπεζες για όσο διαρκεί η υγειονομική κρίση. Και θα είχαν δοθεί 3 δισ. μη επιστρεπτέα ενίσχυση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, ενώ θα παρείχαμε εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου ύψους 12 δισ. ευρώ, αντίστοιχα με το πρόγραμμα της ΕΚΤ.
Οπως είχε γίνει ήδη το 2019 έτσι και τώρα, αν ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω τέτοιας κρίσης θα είχε επεκταθεί η προστασία της πρώτης κατοικίας και θα είχαν απαγορευτεί η πλειστηριασμοί μέχρι το τέλος του έτους τουλάχιστον. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν θα επιδοτούνταν ως εν δυνάμει άνεργοι με 533 ευρώ τον μήνα, αλλά θα καταβαλλόταν από το Δημόσιο το σύνολο του μισθού τους και το δώρο Πάσχα.
Οι άνθρωποι του Πολιτισμού δεν θα ήταν αόρατοι. Θα είχαν στηριχτεί αποτελεσματικά όχι μόνο όσοι έχουν ενεργές συμβάσεις, αλλά και όσοι εργάζονται εποχικά. Επιπλέον θα είχε ενεργοποιηθεί με κρατική χρηματοδότηση πρόγραμμα εκατοντάδων πολιτιστικών εκδηλώσεων σε όλη τη χώρα, χωρίς συνωστισμό, και επίσης θα είχε καταρτιστεί ειδικό κοινωνικό πρόγραμμα για τον χώρο του βιβλίου, του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Θα είχαν ληφθεί άμεσα μέτρα για την κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη ύψους 300 εκατ. ευρώ και θα είχε παραταθεί το επίδομα ανεργίας και ειδικής αποζημίωσης για τους ανθρώπους του τουρισμού, ενώ τώρα θα ήμασταν έτοιμοι να παρουσιάσουμε ειδικά προγράμματα επιδοτούμενου εσωτερικού τουρισμού για να καλύψουν μέρος της απολεσθείσας ζήτησης.
Ταυτόχρονα θα αυξάνονταν κατά 50% τα αναπηρικά επιδόματα και το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης. Θα είχε δοθεί ειδικό επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης, ως μέρισμα ύψους 1,5 δισ., για την κάλυψη των εργαζομένων σε επισφαλείς θέσεις εργασίας ή των εργαζομένων με μπλοκάκια, με εργόσημο, αλλά και μη επιδοτούμενων ανέργων.
Θα είχαμε σχέδιο για την αποτροπή κατάρρευσης ή επιθετικών εξαγορών στρατηγικών επιχειρήσεων, με επενδύσεις στο μετοχικό κεφάλαιό τους, ακόμα και μέσω εθνικοποίησης, όμως με αυστηρούς όρους διαφάνειας και, φυσικά, με αντάλλαγμα αντίστοιχο μερίδιο της οικονομικής εισόδου σε αυτές.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Ελλάδα θα είχε πρωτοστατήσει στην προσπάθεια για την έκδοση του ευρωομολόγου, όχι μόνο ως ενός εργαλείου άσκησης οικονομικής πολιτικής, αλλά και ως μιας βάσης που θα διαμόρφωνε τις εξελίξεις για το μέλλον της Ευρώπης. Ετσι, όπως και το 2016, είχαμε επιδιώξει και πετύχαμε τη σύγκληση Συνόδου των χωρών του Νότου, για πρώτη φορά στην Αθήνα, έπειτα από δική μας πρωτοβουλία.
Αν ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Ελληνες πολίτες θα ήξεραν πόσα κονδύλια έχουν απομείνει στο «μαξιλάρι» που αφήσαμε το καλοκαίρι του 2019 και πού ακριβώς αυτά κατευθύνονται. Και δεν θα πηγαίναμε με τη στρατηγική τού «βλέποντας και κάνοντας», δεν θα κρατούσαμε τα αποθέματα στα ταμεία για να χρηματοδοτηθούν στο τέλος μόνο οι ισχυρές επιχειρήσεις και οι τράπεζες.
Ο υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έδινε καθημερινά μια διαφορετική εκδοχή στις προβλέψεις του για την ύφεση, ούτε θα εφάρμοζε μόλις 6 δισ. δημοσιονομική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της κρίσης, δηλαδή μόλις το 3% του ΑΕΠ, λέγοντας ψέματα ότι δίνει 14 δισ.
Ο υπουργός Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έβγαινε στα κανάλια να ισχυρίζεται ότι με 200 ευρώ ένα νοικοκυριό επιβιώνει για ένα μήνα, ούτε θα ισχυριζόταν ειρωνικά ότι οι φτωχοί πολίτες δεν χρειάζονται ενίσχυση στην καραντίνα γιατί θα γίνουν 300 κιλά… Δεν θα θεωρούσε κανονικότητα την άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ούτε θα θεωρούσε ότι οι μακροχρόνια άνεργοι έχουν λεφτά να ζήσουν.
Και κανείς από την κυβέρνηση δεν θα αποκαλούσε τις επιχειρήσεις, που έχουν τώρα περισσότερο ανάγκη, ζόμπι, και τους ανθρώπους τους μπαταχτσήδες.
Με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γινόταν θεσμός η αναστολή στις συμβάσεις εργασίας και δεν θα διακινδύνευαν οι εργαζόμενοι με εκ περιτροπής εργασία τη μόνιμη μείωση του μισθού τους.
Δεν θα ήταν μερική, αλλά ολική η απαγόρευση των απολύσεων κατά την επιδημική κρίση, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, για παράδειγμα στην Ιταλία και τη Δανία. Δεν θα επιτρέπαμε να αλλάξουν οι εργασιακές σχέσεις και δεν θα είχε κοπεί η δέκατη τρίτη σύνταξη, πριν ακόμα από την πανδημία.
Οι αγρότες δεν θα εξαιρούνταν από την έκπτωση κατά 25% στις ασφαλιστικές εισφορές και δεν θα υπήρχε παντελής έλλειψη ειδικού σχεδίου για την κρίση στον τουρισμό.
Τέλος, δεν θα είχαμε υπουργούς να στήνουν «δουλίτσες» εκατομμυρίων τις μέρες της κρίσης. Δεν θα εγκρίναμε τα -ντροπιαστικά για τους επαγγελματίες- προγράμματα ψευτοκατάρτισης τύπου «σκόιλ ελικικού» και δεν θα καθόμασταν με σταυρωμένα τα χέρια να παρακολουθούμε το πάρτι αισχροκέρδειας ιατρικών και παραϊατρικών προϊόντων.
Δεν θα κοβόταν το ρεύμα της ΔΕΗ σε φτωχά νοικοκυριά. Δεν θα κόβονταν οι υπερωρίες των γιατρών που έδωσαν τη μάχη στην πρώτη γραμμή. Δεν θα κινδύνευαν τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών, η κοινοβουλευτική λειτουργία, αλλά και η ίδια η δημοκρατία, να μπουν σε καραντίνα.
Ολα αυτά είναι βέβαιο πως αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση θα έδιναν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες στη χώρα, στην οικονομία, σε όλους μας, να μείνουμε όρθιοι. Θέλω όμως να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν θα ήταν όλα ρόδινα. Γιατί αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, η χώρα δεν θα είχε μια αντιπολίτευση στις κρίσιμες στιγμές σαν την υπεύθυνη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα είχε μια αντιπολίτευση που τη ζήσαμε. Οπως αυτή που έκανε ο κ. Μητσοτάκης, υποδαυλίζοντας τις εξάρσεις του εθνολαϊκισμού στις Πρέσπες και υιοθετώντας τη στρατηγική της τυμβωρυχίας στο Μάτι.
Μια αντιπολίτευση που θα χρησιμοποιούσε όλο το οπλοστάσιο των fake news, τόσο για την πραγματική κατάσταση στη χώρα όσο και για ανύπαρκτες συμπεριφορές στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ζητούσε υστερικά εκλογές εν μέσω πανδημίας, ενώ η πλειονότητα των ΜΜΕ που τον στηρίζουν θα μετρούσαν θάνατο προς θάνατο, ώρα με την ώρα, αναγάγοντας τη δημαγωγία σε κεντρικό αντιπολιτευτικό άξονα.
Θα έστηναν μέτωπο με τους σκληρούς της Εκκλησίας -και δεν θα ήταν η πρώτη φορά- για να μείνουν ανοιχτοί οι ναοί. Ενώ ο διοικητής της ΤτΕ δεν θα έκανε προβλέψεις για έναν εκτός τόπου και χρόνου χαμηλό ρυθμό ύφεσης, αλλά ακριβώς για το αντίθετο. Ισως και να είχε έτοιμη στο τραπέζι μια πρόταση μνημονίου.
Θα είχαμε έναν αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δεν θα συνομιλούσε με τον υπουργό Υγείας, όπως έκανα εγώ από την πρώτη στιγμή, αλλά θα ζητούσε μέσω ιαχών την παραίτησή του. Θα έκανε ό,τι είναι δυνατόν για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη εν μέσω πανδημίας, όπως έκανε και εν μέσω μνημονίων. Ολα για όλα, για να έρθει πιο κοντά στην εξουσία.
Βεβαίως και τώρα το ίδιο κάνει. Επιχειρεί να αποκομίσει πολιτικά οφέλη εν μέσω της πανδημίας. Ολα για όλα για να μη χάσει την εξουσία. Μόνο που ευτυχώς τώρα όχι με σχέδιο την καταστροφή, αλλά με πολλά επικοινωνιακά σχέδια για να δρέψει τις δάφνες του δήθεν Μωυσή. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, χωρίς κανένα σχέδιο απέναντι για τη μεγάλη μεγάλη οικονομική ύφεση που έρχεται.
Αυτά λοιπόν «θα γίνονταν αν» ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι αυτά που θα γίνουν αν σύντομα δεν φύγει η κυβέρνηση της Ν.Δ. για να αναλάβει τις τύχες του τόπου ξανά μια προοδευτική κυβέρνηση, αυτά που μας περιμένουν δηλαδή, είναι πολύ χειρότερα».