Aφιερωμένο σε όσους στη χούντα κοιμόνταν με τα πάραθυρα ανοιχτά είναι το άρθρο της ‘Ελενας Ακρίτα στα «Νέα Σαββατοκύριακο».
Στο άρθρο με τίτλο «Η κόρη της φυλακισμένης» γράφει:
Μες την φετινή 21η Απριλίου, με επισκέφτηκαν ξανά κάποιες μνήμες ενοχλητικές σαν σκνίπες που δεν σ’ αφήνουν να κλείσεις μάτι.
Πάντα με τρόμαζε αυτή η τεχνικολόρ αντίληψη της περιόδου 1967-1974 με τα παιδιά που έπαιζαν στις αλάνες.
Ειδικά δε εκείνο το παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο μάς πήρε όλους στο λαιμό του.
Ελάτε λοιπόν, να σάς πω πώς ήταν τα χρόνια της χούντας για εμάς που οι γονείς μας δεν κοιμόνταν με ανοιχτά παράθυρα. Που δεν κοίταξαν τη δουλίτσα τους, το σπιτάκι τους, τα υποκοριστικούλια τους.
Που βρέθηκαν μακριά από τα παιδιά τους στις φυλακές και στις εξορίες. Που βασανίστηκαν, που έμειναν ανάπηροι, που δολοφονήθηκαν.
Ελάτε να δείτε τι γλύκα και τι μούρλια περάσαμε εμείς που μεγαλώσαμε σαν λεπροί με φίλους που ξαφνικά μάς έκοψαν την καλημέρα.
Με συγγενείς που εξαφανίστηκαν εν μια νυκτί. Με συμμαθητές που οι γονείς τους τούς απαγόρεψαν να παίζουν μαζί μας.
Δεν είχα κλείσει τα δώδεκα όταν ήρθαν χαράματα σπίτι να συλλάβουν τη μάνα μου.
Πώς κατόρθωσε να τους επιβάλει πρώτα να με πάνε στη γιαγιά και στον παππού και μετά να τους ακολουθήσει εκείνη στην Ασφάλεια, ακόμα απορώ.
Όλο τον καιρό που επισκεπτόμουνα με τον παππού τη μητέρα μου στις φυλακές Αβέρωφ (η γιαγιά δεν το άντεχε) ζούσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Τουλάχιστον αυτό.
Η ζωή μου άλλαξε από την επόμενη μέρα. Ακόμα θυμάμαι τους γονείς κάποιων φιλενάδων μου.
Όταν ζούσε ο πατέρας μου και ήταν Υπουργός Παιδείας μόνο κόκκινα χαλιά δεν μού έστρωναν όταν πήγαινα σπίτι τους. Μόλις συλλάβανε την μητέρα μου, πού σε είδα πού σε ξέρω.
Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω τον ήχο της πόρτα που έκλεινε κατάμουτρα μπροστά σε ένα ανυποψιάστο παιδί. Κυριολεκτώ.
Έχω τώρα την εικόνα στα μάτια μου. Να πηγαίνω να παίξω στη φίλη μου και η μάνα της αυτή η ελεεινή να μου λέει ‘δεν είναι εδώ’ και γκαπ η πόρτα. Γκαπ μπροστά στο κοριτσάκι με τη Μπάρμπι στο χέρι.
Δεν ξεχνιέται.
Δεν ξεχνιούνται ορισμένοι (όχι όλοι) φίλοι των γονιών μου που ενώ με μεγάλωσαν στα γόνατά τους, ούτε νοιάστηκαν αν ζω ή αν πέθανα.
Δεν ξεχνιέται η δασκάλα που με αποκαλούσε μπροστά σε όλη την τάξη ‘η κόρη της φυλακισμένης’.
Δεν ξεχνιέται ο περιπτεράς που στα υπουργιλίκια με γέμιζε καραμέλες και ζαχαρωτά κι ύστερα μου πέταγε την εφημερίδα του παππού βλαστημώντας.
Όπως δεν ξεχνιούνται Σπουδαίοι Ανθρώποι όπως η Άννα Συνοδινού και ο Ανδρέας και Ηλέκτρα Τσουδερού που τίμησαν τη φιλία τους με τους γονείς μου και στάθηκαν φύλακες άγγελοι δίπλα μου.
Και κυρίως δεν ξεχνιούνται οι ‘καλές μανούλες’. Οι καλές κυρίες με τα λιβάνια και τα παστίτσια που κατηγορούσαν τη μάνα μου για έναν και μόνο λόγο. Επειδή τόλμησε.
Κι αντί να τα βάλουν με τους φασίστες που μου τη στέρησαν, τα έβαζαν με εκείνην.
Μα δεν ντρέπεται, έλεγαν, χήρα γυναίκα με μικρό παιδί να ανακατεύεται εκεί που δεν την σπέρνουν; Αντί να κοιτάει το σπιτάκι της και να ξαναπαντρευτεί μια τόσο ωραία γυναίκα; Τς τς τς .
Αυτή ήταν η μάνα μου κι έτσι με μεγάλωσε. Έτσι με έμαθε να ανακατεύομαι εκεί που δεν με σπέρνουν. Έτσι είμαστε ακόμα τα περισσότερα ‘παιδιά της χούντας’.
Εμάς που δεν μάς έπαιζαν τα ‘καλά’ παιδιά. Που οι γείτονες δεν μάς άνοιξαν τα σπίτια τους. Που οι γονείς μας δεν κοίταξαν τη δουλίτσα τους.
Εμάς που έπρεπε να γίνουμε δυνατοί σε ηλικίες που οι συνομήλικοί μας έτρεχαν πάνω σε κόκκινα ποδήλατα.
Είμαστε εμείς. Τα παιδιά της χούντας.
Τα παιδιά που ποτέ δεν κοιμηθήκαμε με ανοιχτά παράθυρα.